SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

Σελίδες γενεαλογίας (μέρος β`) | Γράφει ο π.Παντελεήμων Χούλης 

2025-08-06 08:59:17
Σελίδες γενεαλογίας (μέρος β`) | Γράφει ο π.Παντελεήμων Χούλης 
Η μετάβαση από τη Ρωμαϊκή (βυζαντινή) στην οθωμανική εποχή υπήρξε για πολλές επιφανείς οικογένειες της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας όχι μόνο ζήτημα επιβίωσης και κοινωνικής προσαρμογής, αλλά και αφορμή για σημαντικές ονματολογικές μεταβολές, οι οποίες αφορούσαν τη διαμόρφωση, απλοποίηση ή απόκρυψη των επωνύμων. Η επίδραση τόσο της φωνολογικής εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας όσο και της ανάγκης αποφυγής ανεπιθύμητων πολιτικών ή κοινωνικών συσχετίσεων είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων μορφών επωνύμων, οι οποίες συχνά σχετίζονται με παλαιότερες, λόγιες ή αριστοκρατικές ρίζες.
 
Σύμφωνα με τον Donald M. Nicol, η περίπτωση της οικογένειας των Καντακουζηνών καταδεικνύει τη συνειδητή απλοποίηση ή μετατροπή επωνύμων μετά την Άλωση, προκειμένου τα μέλη των βυζαντινών γενών να αποφύγουν διώξεις ή να προσαρμοστούν στη νέα κοινωνική δομή (1). Αντίστοιχα, ο Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος τεκμηριώνει την επίδραση της φωνολογίας, των τοπικών ιδιωμάτων και της οθωμανικής ή ιταλικής γλωσσικής επιρροής στη σταδιακή παραμόρφωση ή αλλοίωση των επωνύμων (2).
 
Ο Οίκος των Χούμνων 
 
Ο Οίκος των Χούμνων , με παρουσία ήδη από τον 12ο αιώνα, αποτελεί μια από τις λόγιες και διοικητικά προβεβλημένες οικογένειες του ύστερου Βυζαντίου. Ο Θεόδωρος Χούμνος, αξιωματούχος και φιλόσοφος της αυλής του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, διακρίθηκε στον τομέα της διοίκησης και της φιλοσοφίας και αναφέρεται στο Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit (3). Μέλος της ίδιας οικογένειας υπήρξε και ο Νικηφόρος Χούμνος, λόγιος και πολιτικός του 13ου αιώνα και κ.α..
 
Η ακριβής πορεία της οικογένειας(3α) μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας δεν είναι πλήρως καταγεγραμμένη. Ωστόσο, ορισμένες ενδείξεις μαρτυρούν  παρουσία Χούμνων ή απογόνων τους στη Μικρά Ασία και ιδίως στη Σμύρνη(3β), όπου εγκαταστάθηκαν αρκετές οικογένειες βυζαντινής καταγωγής είτε ως έμποροι είτε ως διανοούμενοι υπό οθωμανική κυριαρχία. Η Χίος αλλά και η  Σμύρνη, ως αστικό κέντρο με ισχυρή ελληνική και ορθόδοξη κοινότητα, λειτούργησε ως φυσικό καταφύγιο και νέος τόπος κοινωνικής ανασύνθεσης παλαιών βυζαντινών γενών (4).
Ο Οδυσσέας Λαμψίδης, στο έργο του «Φώκαια», αναφέρεται στην εγκατάσταση οικογενειών από την Κωνσταντινούπολη, τη Θράκη και τη Βιθυνία κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επισημαίνοντας όχι μόνο τον αστικό τους χαρακτήρα, την καλλιέργεια και την έντονη συμμετοχή τους στην εμπορική και εκκλησιαστική ζωή της πόλης. Ορισμένες από αυτές τις οικογένειες, φέρουσες επώνυμα με φαναριώτικες ή βυζαντινές ρίζες, συνέβαλαν στη διαμόρφωση του τοπικού κοινωνικού ιστού, ενώ τα ονόματά τους διατηρήθηκαν μέσα από φωνολογικές παραλλαγές(4α).
 
 
Η παρουσία των Χούμνων ως κριτήριο γνησιότητάς
 
Η οικογένεια Χούμνου φαίνεται πως είχε παρουσία ή έμμεσους απογόνους σε περιοχές με έντονη βυζαντινή συνέχεια. Η Χίος, που παρέμεινε υπό γενοβέζικη κυριαρχία έως τα μέσα του 16ου αιώνα, υπήρξε ασφαλές καταφύγιο για πολλούς βυζαντινούς λόγιους και ευγενείς .
Με τα προαναφερθέντα στοιχεία, η παρουσία των Χούμνων σε διοικητικές.  στρατιωτικές και εμπορικές δραστηριότητες, καθιστά ευλόγως έμμεση τη παρουσία τους και στην γειτονική χερσόνησο της Ἐρυθραίας.
 
Η Φώκαια υπήρξε αρχαία ιονική πόλη στην βορειοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας, περίπου 40 χλμ βόρεια της Σμύρνης, στη συμβολή των κόλπων της Σμύρνης και της Κύμης . Βρισκόταν σε μία χερσόνησο με δύο φυσικά λιμάνια, που προσέφεραν ασφαλή αγκυροβόλια σε ναυτικούς· έναν εμπορικό προνομιακό κόμβο για την αρχαιότητα και τους μεσαιωνικούς χρόνους .
Κατά τους Ρωμαϊκούς (βυζαντινούς) χρόνους, η Παλαιά Φώκαια υπαγόταν διοικητικά στο θέμα του Οψικίου και αργότερα στο θέμα της Θράκης ή των Θρακησιανών, στο οποίο ανήκε και η Σμύρνη. Αν και παρά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς το 1455, η Φώκαια διατήρησε σημαντικό ρόλο ως λιμάνι λόγω της εμπορικής σύνδεσης με τη Σμύρνη.
Ο Σάββας Κυριακίδης, στο έργο του Warfare in Late Byzantium, 1204–1453, εξετάζει τη στρατιωτική οργάνωση και τις επιχειρήσεις του Βυζαντίου κατά την ύστερη περίοδο. Αναλύει τον ρόλο των αριστοκρατικών οικογενειών, στην άμυνα των παραλιακών περιοχών της Μικράς Ασίας.Επισημαίνει ότι οι περιοχές αυτές, όπως η Φώκαια, η Σμύρνη και η Έφεσος, ήταν στρατηγικής σημασίας και συχνά ανατίθεντο σε έμπιστους αξιωματούχους για την υπεράσπισή τους.
Αυτό καταδεικνύει τη παρουσία μελών του Οίκου, μιας και αποτελεί ένα από τα διεθνώς αποδεκτά γενεαλογικά κριτήρια γνησιότητας. 
 
Μεταβολές του επωνύμου 
 
Φωνητικές παραλλαγές  όπως Χούμνης, Χουλής , Χούλης ή Χουλάκης, συναντούμε  σε περιοχές όπως η Σύρος(4β) και η Χίος – σημαντικά ναυτιλιακά και εμπορικά κέντρα με συνεχή πολιτισμική σύνδεση με τη Φώκαια - Σμύρνη. Η Χίος φιλοξένησε πολυάριθμες οικογένειες από τη Σμύρνη ή τις μικρασιατικές ακτές, ιδιαίτερα μετά από περιόδους κρίσης ή διωγμών (5). Η τοπωνυμική και κοινωνική κινητικότητα αυτής της εποχής ευνοούσε τη διασπορά των επωνύμων και τη δημιουργία τοπικών παραλλαγών – φαινόμενο που συναντάμε και στους Χούμνους. Σημαντικό είναι επίσης ότι το επώνυμο «Χούλης» δεν απαντάτε στη μεσαιωνική Βυζαντινή περίοδο, αλλά κάνει την εμφάνισή του στους χώρους εγκατάστασης προσφύγων μετά την Άλωση και κατά την οθωμανική περίοδο, προφανώς ως συνέχιση ή παραφθορά.
Πολλές οικογένειες τις αριστοκρατίας περιήλθαν σε δυσμένεια και η αλλαγή επωνύμου για λόγους πολιτικούς, κοινωνικούς ή και οικονομικούς, τα μέλη της οικογένειας μπορεί να πήραν άλλο επώνυμο — είτε για να αποφύγουν διώξεις, είτε για να ενταχθούν καλύτερα στην κοινωνία μετά από μετακινήσεις ή πολιτικές αλλαγές.
 
Η εμφάνιση του επωνύμου Χούμνης, Χουλής,Χούλης σε αυτές τις περιοχές,  ίσως με αφετηρίατη Χίο (μέσω φωνολογικής απλοποίησης του "Χούμνης") ή Χουλάκης (με γεωγραφικό/υποκοριστικό επίθημα) αντανακλά την προσπάθεια συνέχισης της οικογενειακής ταυτότητας μέσα σε ένα νέο πολιτισμικό και γλωσσικό πλαίσιο. Η κατάληξη –άκης, διαδεδομένη σε περιοχές όπως η Κρήτη, η Χίος και τα μικρασιατικά παράλια, έχει λειτουργήσει ενισχυτικά σε αυτόν τον σχηματισμό.
Η φωνολογική μεταβολή του συμπλέγματος -μν- σε -λ- είναι φαινόμενο ευρέως τεκμηριωμένο στη γλωσσολογία της νεοελληνικής δημώδους. Η δυσκολία άρθρωσης συμπλεγμάτων οδήγησε συχνά σε φωνολογική απλοποίηση.Ο Ανδριώτης καταγράφει τις μεταπτώσεις μν → ν / λ / μ, ανάλογα με το περιβάλλον, ως συχνό δημώδες φαινόμενο(5α).
Η συρρίκνωση του /μν/ σε /λ/ είναι ένα γλωσσικό φαινόμενο που παρατηρείται κυρίως στις μικρασιατικές διαλέκτους και άλλες τοπικές διαλέκτους της ελληνικής,  Αυτό το φαινόμενο συνδέεται με τις γλωσσικές μεταβολές που συμβαίνουν κατά την καθημερινή χρήση της γλώσσας, όταν τα άτομα επιδιώκουν την ευκολία στην προφορά και την απλοποίηση των λέξεων(5β).
 
Δεν υπάρχουν λεξικολογικά δεδομένα που να συνδέουν τη ρίζα Χουλ- με άλλη ελληνική λέξη. Ούτε επάγγελμα, ούτε προσωνύμιο, ούτε τοπωνύμιο παρέχει ικανοποιητική ερμηνεία. Συνεπώς, οι θεωρίες για ανεξάρτητη παραγωγή του επωνύμου Χούλης από άλλη ρίζα δεν στηρίζονται σε τεκμηριωμένο γλωσσολογικό υπόβαθρο.
Η ετυμολογία των επωνύμων για Χουλής, Χούλης, Χουλάκης τεκμηριώνεται  ως: Λαϊκή φωνολογική και μορφολογική εξέλιξη του βυζαντινού επωνύμου "Χούμνος", στα πλαίσια της ευρύτερης μετάβασης των λόγιων ονομάτων σε δημώδη χρήση από τον 17ο αιώνα και εξής(5γ).
 
 
Παραδείγματα ευγενών οικογενειών 
 
Η τάση για ονοματολογική προσαρμογή παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις ευγενών οικογενειών: Λάσκαρη αποδίδονται ως Λάσκας ή Λάσκου, οι Φιλανθρωπινοί ως Φιλάνθρωπος ή Ανθρώπινος, ενώ ο τύπος Κακουζής θεωρείται απλοποιημένος από Καντακουζηνός (6).
Το ίδιο συναντούμε στον Ρωμαϊκό
 ( βυζαντινό) Οίκο των Βα/λσαμών / ρσαμών/ λσαμάς/άκης και των Κορέση ως Καλβοκορέσ/σιος/ης.
Αλλά και στον Οίκο των Επιφανών ως Επιφα/νίδης/ άνιος (6α).
Στις κυκλάδες ο Δούκας, Ντούκας / Δουκάκης /ίδης.
Η ιωνική ή κυκλαδίτικη επίδραση προσέδωσε τις καταλήξεις –άκης ή –ίδης, γνωστές για την υποκοριστική τους χρήση. Ο τύπος Δουκάκης συναντάται στη Νάξο και στην Κρήτη (7).
 
Μετά την Άλωση και την κατάρρευση της διοικητικής τάξης της Ρωμαϊκής (βυζαντινής) αυτοκρατορίας, τα παλιά επώνυμα δεν έφεραν πια κοινωνική αξία, και συχνά «λαϊκίζονταν» για να ταιριάξουν με νέα κοινωνικά συμφραζόμενα. 
 
 
Η εξέλιξη του επωνύμου 
 
Η συνέχεια του Οίκου των Χούμνων με συγκλίνουσα τη παρουσία ονομαστικών τύπων όπως Χούμνης, Χουλής, Χούλης,  στη Χίο, από την οποία μάλλον προήλθε στη Φώκαια, τη Κρήτη ως Χουλάκης και τα παράλια του Αιγαίου, σε συνδυασμό με ιστορικους συσχετισμούς, οδηγεί στο συμπέρασμα μιας ιστορικής και φωνολογικής μετεξέλιξης που συνάδει με τις κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβολές της εποχής.
Όπως σημειώνει και ο γλωσσολόγος Γεώργιος Μπαμπινιώτης, οι ελληνογενείς επώνυμοι συχνά υπέστησαν «φωνολογικές τροποποιήσεις ή τοπικές παραλλαγές λόγω της προφορικής μεταβίβασης του ονόματος και της απουσίας τυποποιημένων καταγραφών»· τέτοιες παραλλαγές δεν συνιστούν αλλοίωση αλλά έμμεση μορφή διατήρησης της ταυτότητας μέσα από τη λειτουργικότητα της γλώσσας (8).
 
 
Οικόσημα και Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) αυτοκρατορία 
 
Ο θεσμός του οικοσήμου, με την έννοια της εραλδικής ταυτότητας που φέρει ένα ευγενές γένος, είναι κατ’ εξοχήν δυτικής προέλευσης και δεν υιοθετήθηκε θεσμικά από τη Ρωμαϊκή (βυζαντινή) Αυτοκρατορία. Ωστόσο, από τον 11ο αιώνα και ιδίως κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο (13ος–15ος αι.) παρατηρείται σταδιακή χρήση συμβόλων, όπως ο δικέφαλος αετός, σε οικογένειες υψηλής αριστοκρατίας (όπως οι Κομνηνοί, οι Παλαιολόγοι, οι Καντακουζηνοί), με στόχο την προβολή δυναστικής ισχύος ή πνευματικής κληρονομιάς. Η υιοθέτηση εμβλημάτων σε σφραγίδες, λάβαρα, επιτύμβιες επιγραφές και εικονογραφία ενισχύθηκε από τη λατινική παρουσία μετά την Τέταρτη Σταυροφορία (1204), ιδίως στις περιοχές της Λατινοκρατίας, όπως η Κρήτη, η Χίος και οι Κυκλάδες, όπου η επιρροή της βενετικής και γενουατικής εραλδικής ήταν έντονη(9). 
 Οι Γενουάτες της Χίου, όπως οι Giustiniani, καθιέρωσαν την εραλδική με τη δυτική της μορφή, ενώ αρκετές ελληνικές οικογένειες προσάρμοσαν ή απέκτησαν εμβλήματα για λόγους κοινωνικής αναγνώρισης ή διοικητικής νομιμοποίησης(11) . Στο πλαίσιο αυτό, η σταδιακή εμφάνιση οικοσήμων ή εμβλημάτων σε Ρωμαϊκές (βυζαντινές) οικογένειες όπως οι Χούμνοι μπορεί να ερμηνευτεί περισσότερο ως φαινόμενο επιρροής και αναπροσαρμογής των τοπικών παραδόσεων, παρά ως γνήσια έκφραση εραλδικής συνείδησης κατά τα δυτικά πρότυπα (12). 
 
 
Το Οικόσημο των Χούμνων 
 
Η εραλδική  ασπίδα (9),  φέρει κατακόρυφες ταινίες (παλαιότερα γνωστές ως "παλέτες" ή "παλέ" στην εραλδική ορολογία). Η ακριβής εραλδική περιγραφή (blazon) στα αγγλικά και η ερμηνεία της στα ελληνικά έχει ως εξής:
 
Blazon (στα Αγγλικά):
Paly of five Or and Vert
 
Ερμηνεία στα Ελληνικά:
Καταπεπλεγμένο εκ χρυσού και πράσινου, σε πέντε κάθετες λωρίδες (ή παλέτες)
 
Αναλυτικά:
 
Paly: σημαίνει ότι ο θυρεός είναι διαιρεμένος κατακόρυφα σε ίσες λωρίδες εναλλάξ χρωματισμένες. Εάν δεν αναφέρεται άλλος αριθμός, οι λωρίδες είναι συνήθως πέντε όπως στην περίπτωσή των Χούμνων.
 
Or: ο εραλδικός όρος για το χρυσό ή κίτρινο χρώμα, που συμβολίζει τιμή, γενναιοδωρία και ανώτερη αξία.
 
Vert: ο εραλδικός όρος για το πράσινο, που συμβολίζει ελπίδα, αφθονία, χαρά και πίστη.
 
Οι απόγονοί σήμερα με καταγωγή από τον Οίκο των Χούμνων, όποια τεκμηριωμένη παραλλαγή του επωνύμου και αν φέρουν,δικαιωματικά μπορούν να κάνουν εθιμοτυπική χρήση του οικόσημου του Οίκου εφόσον έλκουν τη καταγωγή τους  είτε μέσω πατρικής είτε μητρικής γραμμής(13).
 
 
Συμπέρασμα 
 
Η ιστορική πορεία του οίκου των Χούμνων, από τα ανώτατα διοικητικά κλιμάκια της ύστερης βυζαντινής αυτοκρατορίας έως τις νεότερες μεταμορφώσεις του στον ελλαδικό και μικρασιατικό χώρο, καταδεικνύει τη δυναμική προσαρμογή της βυζαντινής αριστοκρατίας στις απαιτήσεις κάθε εποχής. Η γλωσσολογική συνέχεια του επωνύμου Χούμνος, μέσα από τις μορφές Χούμνης,Χουλής, Χούλης και Χουλάκης, αποτελεί εύγλωττο παράδειγμα αυτής της εξέλιξης.
 
 
Η σημερινή παρουσία των επωνύμων αυτών , κυρίως σε περιοχές του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας, αποτελεί  γλωσσικά και ιστορικά εξελιγμένη συνέχεια της παλαιάς Ρωμαϊκής (βυζαντινής) γενιάς των Χούμνων με τα ως τώρα καταγεγραμμένα στοιχεία. Μέσα από αυτά τα φωνολογικά ίχνη διασώζεται όχι μόνο ένα όνομα, αλλά και η μνήμη ενός ιστορικού οίκου.
Και καθώς τα κομμάτια ενώνονται, φανερώνεται όχι μόνον η ιστορική μας ρίζα, αλλά και η ευθύνη να τη φέρουμε στο φως. Διότι η Ιστορία δεν είναι νεκρή· αναπνέει μέσα μας, ζητώντας να την αναγνωρίσουμε — όχι για να καυχηθούμε, αλλά για να θυμηθούμε ποιοι είμαστε.
 
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
 
Παραπομπές:
 
1. Donald M. Nicol, The Byzantine Family of Kantakouzenos (Cantacuzenus) ca. 1100–1460, Dumbarton Oaks Studies, Washington D.C., 1968.
 
2. Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος Α΄, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1974, σσ. 120–123.
 
3. Erich Trapp et al., Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit (PLP), Bd. 5, Wien: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, 1981, αρ. 10853: Θεόδωρος Χούμνος.
 
3α. Γεώργιος Στ.  Σοφικίτης τα “Ρωμέικα Εμβλήματα”:
 
 
4. George E. White, The Occupation of Smyrna and the First Months of the Greek Administration (May–October 1919), New York: Macmillan, 1922, σ. 15–18.
 
4α. Πρβλ. Οδ. Λαμψίδης, Φώκαια, Αθήνα: Εταιρεία Μικρασιατικών Σπουδών, 1955, σ. 114–118.
 
 
 
5. Philip P. Argenti, The Expedition of the Florentines to Chios in 1346, Cambridge University Press, 1941, και History of the Chios Massacre, Oxford 1941, passim.
 
5α. Ανδριώτης, Ν. Π., Εισαγωγή στη Μελέτη της Νέας Ελληνικής, Θεσσαλονίκη, 1974, σ. 201.
 
5β.Sakkaris, I. Η εξέλιξη των ελληνικών επωνύμων, Αθήνα, 2001.
 
5γ. Βαλασίδης, Δημήτριος Θ.,
Οικογενειακά Επώνυμα στην Ελληνική Γλώσσα, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2000.
 
6. Σπυρίδων Λαμπρυνίδης, Περί της καταγωγής των εν Ελλάδι οικογενειών, Εν Αθήναις, 1892· βλ. και Ν. Σβορώνος, Επισκοπήσεις στον Μεταβυζαντινό Ελληνισμό, Αθήνα 1972.
 
 
7.Αικατερίνη Κούκου, Ονοματολογία Κυκλάδων και Κρήτης: ιστορική προσέγγιση, Αθήνα, 1992.
 
8.Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, 2002, λήμμα: «επώνυμο», σ. 622.
 («Σημαντικό ποσοστό επωνύμων προέρχεται από παραλλαγές ή αλλοιώσεις λογίων ονομάτων της βυζαντινής περιόδου»)
 
 
10.βλ. David Jacoby, Latins, Greeks and Muslims in the Eastern Mediterranean, Ashgate Variorum, 2009, σ. 217· Χρύσα Α. Μαλτέζου.Η βενετοκρατία στην Ελλάδα, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών/ΕΙΕ, 2006, σ. 185).
 
11.(Peter Lock, The Franks in the Aegean, 1204–1500, Longman, 1995, σ. 198· Steven Runciman, The Last Byzantine Renaissance, Cambridge University Press, 1970, σ. 112).
 
12.(βλ. Nicolas Oikonomides, Byzantine Lead Seals, Dumbarton Oaks, 1985, τ. 1, σ. 74· Anthony Cutler, The Hand of the Master, Princeton University Press, 1994, σ. 246).



Φωτ.: Το Οικόσημο των Χούμνων