SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

Μέρος 4ο: Ξεπούλημα ή εξέλιξη; Η μεγάλη μεταβίβαση περιουσιών σε τρίτα χέρια | του Λευτέρη Βιολέττα

Σειρά 6 άρθρων: Σκιάθος στο μέλλον – Μπορεί το νησί μας να δει μακριά; 2025-07-20 11:32:45
Μέρος 4ο: Ξεπούλημα ή εξέλιξη; Η μεγάλη μεταβίβαση περιουσιών σε τρίτα χέρια | του Λευτέρη Βιολέττα

 

Δυο λόγια για τη σειρά αυτή των άρθρων: Είναι μια σύντομη, πρακτική δημόσια συζήτηση, σε έξι άρθρα, για το πού πηγαίνει η Σκιάθος. Για την ταυτότητα του νησιού, την τοπική οικονομία, τον τουρισμό, την τεχνολογία, τους νέους. Όχι για να ασκηθεί κριτική στους πάντες, αλλά για να στοχαστούμε τι είναι η Σκιάθος σήμερα, και τι μπορεί να είναι το 2035 ή 2055, 65…95…

Τα τελευταία 40 χρόνια, η Σκιάθος άλλαξε βαθιά. Οι αλλαγές ορατές, κυρίως στον χάρτη ιδιοκτησίας. Σπίτια, οικόπεδα, αγροί, παραθαλάσσια φιλέτα, κτήματα με δέντρα, λιβάδια και πλαγιές που κάποτε ανήκαν σε Σκιαθίτες, έχουν περάσει πια σε άλλα χέρια. Το φαινόμενο αυτό – έντονο, συχνά σιωπηλό, σχεδόν αόρατο στους ανυποψίαστους – δεν είναι απλώς οικονομική μεταβίβαση. Είναι αλλαγή ταυτότητας, γεωγραφικής, κοινωνικής, πολιτισμικής.

Στις δεκαετίες του ’60 και ’70, όταν Κυκλαδονήσια όπως η Μύκονος, η Πάρος και η Σαντορίνη αναπτύσσονταν τουριστικά μέσω της αστικής τάξης της Αθήνας, η Σκιάθος παρέμενε κατά βάση αγροτοναυτικό νησί. Κυρίως η εγγύτητα με το θεσσαλικό διαμέρισμα και η απουσία πρόγνωσης οδήγησαν σε μια διαφορετική τροχιά. Από τη δεκαετία του ’80 κυρίως, η Σκιάθος γνώρισε ένα νέο «εποικισμό», από ανθρώπους που δεν είχαν καταγωγή ή σχέση με το νησί, αλλά βρέθηκαν εδώ, αγόρασαν, έχτισαν, εγκαταστάθηκαν.

Ποιοι αγόρασαν τελικά τη Σκιάθο;

Το φαινόμενο της μεταβίβασης περιουσιών μπορεί να διαβαστεί πιο καθαρά αν το δούμε σε πέντε μεγάλες κατηγορίες:

Μεγάλοι επενδυτές. Το νησί προσέλκυσε, σταδιακά, κεφάλαια από παντού. Τα καλύτερα κομμάτια, παραθαλάσσια, πανοραμικά, προσβάσιμα ή «προικισμένα» με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος, άλλαξαν χέρια. Πέρασαν, όχι σπάνια με αδιαφανείς ή ευνοϊκούς όρους, σε ισχυρούς παίκτες της αγοράς. Οι συναλλαγές πολλές φορές δεν έγιναν καν στο νησί, αλλά σε μεγάλα δικηγορικά γραφεία των Αθηνών, σε ποσά που κανείς ντόπιος δεν θα μπορούσε να πλησιάσει. Αυτά τα ακίνητα έγιναν στη συνέχεια πεντάστερα ξενοδοχεία, πολυτελείς βίλες, επενδυτικά assets. Στην πράξη δεν πουλήθηκαν «ντουβάρια ή χώμα», πουλήθηκε «η καλύτερη Σκιάθος», κομμάτι-κομμάτι.

Θεσσαλοί μικροεπενδυτές – αγρότες, εργάτες. Η μαζική έλευση από τον μεγάλο κάμπο τις δεκαετίες του ’80 και ’90 ανθρώπων που ήρθαν για δουλειά, στην οικοδομή κυρίως, και παρέμειναν, αποκτώντας ένα κομμάτι γης ή ένα σπίτι στο νησί. Συνδέεται και με τις επιδοτήσεις της τότε ΕΟΚ, καθώς αρκετοί, αντί να επενδύσουν – όπως έπρεπε – στις καλλιέργειες, αξιοποίησαν το κεφάλαιο αυτό για να «μπουν» κι αυτοί στον τουρισμό. Αυτή η παρουσία διαμόρφωσε νέες ισορροπίες στην τοπική κοινωνία, εισήγαγε διαφορετικές νοοτροπίες, με ισχυρό αποτύπωμα στην καθημερινότητα, τις συνήθειες και την αγορά.

Έλληνες από άλλα μέρη της χώρας. Άνθρωποι από κάθε γωνιά της Ελλάδας, που για κάποιο λόγο βρέθηκαν στη Σκιάθο για δουλειά, για διακοπές, για δεύτερη ευκαιρία, και έμειναν. Έγιναν μέρος της ζωής του νησιού, άλλοι με αίσθημα συμμετοχής και προσφοράς, άλλοι έφεραν προβλήματα και υποβάθμιση. Οι άνθρωποι άλλωστε δεν είναι όλοι ίδιοι.

Αλλοδαποί φίλοι του νησιού. Μία σημαντική και διακριτή ομάδα ανθρώπων. Αγόρασαν ακίνητα στη Σκιάθο, κυρίως ως εραστές του τόπου, παρά ως επενδυτές. Ήρθαν για διακοπές, αγάπησαν το νησί – ή κάποιους ντόπιους με τους οποίους αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους – το «αγόρασαν» και το τίμησαν. Πολλοί από αυτούς ζουν πλέον μόνιμα εδώ, ενταγμένοι πλήρως στην τοπική κοινωνία. Δημιούργησαν κοινότητες με ευαισθησία, συμμετέχουν σε δράσεις περιβαλλοντικής προστασίας και κοινωνικά δρώμενα, έχουν άριστες σχέσεις με τους Σκιαθίτες, και – δεν είναι υπερβολή – οι περισσότεροι κοσμούν το νησί με τη στάση ζωής τους. Πολλοί από αυτούς προσαρμόστηκαν καλύτερα ακόμη κι από Έλληνες που ήρθαν και έμειναν. Μετρημένες οι περιπτώσεις που αλλοδαποί κάτοικοι προσβάλλουν το νησί, για παράδειγμα φυτεύοντας ξενόφερτους φοίνικες σε μια πλαγιά – στο νησί του πεύκου και της βελανιδιάς. Και δείχνουν πόσο εύκολο είναι να αλλοιωθεί κι άλλο η φυσιογνωμία του τόπου, όταν απουσιάζει το μέτρο.

Μετανάστες, κυρίως από την Αλβανία. Η νησιωτικότητα λειτουργούσε για χρόνια ως φυσικό φίλτρο. Δεν ήταν εύκολο να μείνεις εδώ χωρίς κόπο. Και όσοι τελικά ρίζωσαν, το έκαναν με δέσμευση, με φιλότιμο. Αυτό ακριβώς ισχύει και για την πολυπληθή ομάδα Αλβανών κυρίως μεταναστών που βρέθηκαν στο νησί τις τελευταίες δεκαετίες. Ήρθαν με το σύνδρομο των οικονομικών μεταναστών, απορροφήθηκαν κυρίως στο εργατικό δυναμικό για την τουριστική ανάπτυξη, εργάστηκαν σκληρά, μεθοδικά. Έκαναν οικογένειες, έστειλαν τα παιδιά τους σχολείο. Επένδυσαν ό,τι είχαν στη ζωή εδώ, πρόκοψαν. Και η παρουσία τους, διακριτική, ουσιαστική, είναι πια αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης Σκιάθου.

Και οι Σκιαθίτες; Τι κράτησαν;

Είναι σκληρό, αλλά αναγκαίο να το πούμε: σε σύνολο έκτασης και αξίας γης, οι Σκιαθίτες πούλησαν. Οι πωλήσεις έφεραν χρήμα. Κάποιοι το επένδυσαν. Για κάποιους, στιγμιαία ευημερία, κατανάλωση χωρίς παραγωγή, απόλαυση χωρίς επένδυση. Για πολλούς λόγους. Γιατί δεν μπορούσαν να χτίσουν οι ίδιοι, γιατί είχαν ανάγκες, γιατί θεώρησαν πως δεν θα έχουν πού να τα αφήσουν, γιατί δεν υπήρχε εναλλακτικό εισόδημα, γιατί δεν υπήρχε παιδεία, κίνητρο και σχέδιο. Το αποτέλεσμα: οι ωραιότερες, πιο κρίσιμες, πιο προνομιούχες περιοχές του νησιού δεν ανήκουν πια σε ντόπιους. Ανήκουν σε εταιρείες, επενδυτές, funds, ιδιώτες εξωτερικούς, επιχειρηματίες εποχιακούς.

Κι έτσι φτάσαμε εδώ. Ένα νησί με απαράμιλλο φυσικό κάλλος, οικονομική υπεραξία, αλλά χωρίς σταθερό, στιβαρό τοπικό πυρήνα. Με ακίνητα πανάκριβα, αλλά σε άλλα χέρια. Με εισόδημα μεγάλο, αλλά από το οποίο οι Σκιαθίτες μοιράζονται το 30-35%. Το μεγάλο «υπόλοιπο» φεύγει αλλού. Και όταν η ανισοκατανομή γίνεται αισθητή, ο πειρασμός του λαϊκισμού καραδοκεί.

Μια δίκαιη ματιά: ποιοι έφεραν κάτι θετικό;

Αλλά πρέπει να είμαστε δίκαιοι. Απ’ όσους ήρθαν, αρκετοί όχι μόνο τίμησαν τη Σκιάθο, μα την αγάπησαν πιο συνειδητά από κάποιους ντόπιους που είναι ακόμη τυχοδιώκτες στον ίδιο τους τον τόπο. Πολλές φορές «ξένοι» και «ξενομπαριές» έφεραν γνώση, παιδεία, εμπειρίες, άνοιξαν νέους δρόμους, υποστήριξαν την τοπική οικονομία με ηθική. Όχι λίγοι, έκαναν οικογένειες στο νησί, μεγάλωσαν παιδιά, ενίσχυσαν τον πληθυσμό βοηθώντας τον δημογραφικό εμπλουτισμό. Συμβάλλοντας έτσι θετικά στον μακροχρόνιο σχεδιασμό, ειδικά για ένα νησί με χαμηλή γεννητικότητα και κίνδυνο εσωστρέφειας ή κοινωνικού κλεισίματος.

Όμως…

Όμως αυτή όλη η διεύρυνση φέρνει και πολιτισμικές αλλαγές. Κάποιες θετικές. Άλλες αμφίβολες, όπως ας πούμε η, εμφανέστατη πλέον, διαπίστωση ότι η Σκιάθος έχει χάσει το γαστρονομικό της πρόσωπο. Έγινε «νησί του κεμπάπ». Η τοπική κουζίνα δεν βρίσκεται πια στα μαγαζιά της παραλίας. Ο ντόπιος χαρακτήρας έχει αλλοιωθεί, γιατί δεν μπήκαν όρια.

Κι εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: δεν μπήκαν όρια. Ούτε ποσοτικά, ούτε ποιοτικά. Η Σκιάθος δεν έγινε Μύκονος, μα ούτε είχε τη στόφα της Πάρου ή της Ρόδου. Δεν εντάχθηκε σε καμία στρατηγική. Έμεινε ανοικτή σε όλους, χωρίς σχέδιο, χωρίς προστασία, και σήμερα χωρίς προσδοκία. Κανένας θεσμός δεν λειτούργησε ως φίλτρο. Ούτε χωροταξικό, ούτε επιχειρησιακό, ούτε κοινωνικό, ούτε πολιτισμικό. Η τοπική αυτοδιοίκηση παρακολούθησε περισσότερο παρά σχεδίασε.

Η ανάγκη του σήμερα: να σκεφτούμε σοβαρά τι σημαίνει "χάνουμε το νησί μας".

Όταν τα ξενοδοχεία, οι βίλες, οι παραλίες, τα αγροκτήματα, τα σπίτια και τα μαγαζιά δεν ανήκουν πια σε κατοίκους, τότε πράγματι κάτι χάνεται. Όταν όσοι ζουν εδώ περιορίζονται να δουλεύουν σε επιχειρήσεις άλλων ή απλώς να εξυπηρετούν, με τη μικρή τους επιχείρηση, τους διακινητές του τουρισμού, τότε πράγματι κάτι χάνεται. Και όταν το μπάνιο των κατοίκων περιορίζεται πια στον Ξάνεμο, επειδή δεν αντέχεται η φασαρία στις γνωστές παραλίες ή επειδή «ιδιωτικοποιήθηκαν» τα – «ρόδινα» – ακρογιάλια, τότε πράγματι κάτι χάνεται. Όχι απλώς η ιδιοκτησία, αλλά η αίσθηση του «ανήκειν» που μένει πια να ταυτίζεται μόνο με τη χειμερινή απομόνωση.

Το ερώτημα παραμένει δύσκολο:

Ήταν ξεπούλημα ή εξέλιξη; Ήταν ανάγκη ή επιλογή;

Πιο ουσιαστικό και επίκαιρο όμως είναι το ερώτημα που πρέπει, χωρίς φόβο και καχυποψία, να απαντήσουμε όλοι μαζί, όσοι ζουν εδώ, όσοι νοιαζόμαστε πραγματικά για τη Σκιάθο, είτε γηγενείς, είτε ξενομερίτες, είτε νεο-Σκιαθίτες: πώς μπορούμε να φανταστούμε ένα βιώσιμο κοινό μέλλον για τα παιδιά μας, τους επισκέπτες, και την «κατσίκα του γείτονα»;

 

Στο επόμενο άρθρο:

Ανάπτυξη ή φούσκα; Περισσότερο ή καλύτερο; Τι ακριβώς μεγαλώνει αν συνεχίσουμε έτσι – το νησί ή το πρόβλημα; Μπορούμε να χτίσουμε μια νέα ισορροπία, χωρίς να ξανακάνουμε τα ίδια λάθη;