Oι Σκοπελίτες εκπρόσωποι της ψαλτικής τέχνης του 17ου και 18ου αιώνα | Ηρώ Μελαχροινάκη - Σκόπελος
Ηρώ Μελαχροινάκη - Σκόπελος 2025-11-05 13:11:54
Μια ακόμη άγνωστη πτυχή της ιστορίας της Σκοπέλου, είναι οι Σκοπελίτες εκπρόσωποι της ψαλτικής τέχνης του 17ου και 18ου αιώνα, ένα θέμα που χρίζει εκτενέστερης μελέτης και διερεύνησης. Η ψαλτική παράδοση της Σκοπέλου έχει παρουσιαστεί από τον Κων/νο Χ. Καραγκούνη, στον 43ο τόμο του Θεσσαλικού Ημερολογίου (2003) του κ. Κ. Σπανού, καταγραφή στην οποία βασίστηκα μεταξύ άλλων, για να κάνω εδώ μια σύντομη αναφορά σε αυτούς τους εκπροσώπους.
Η Σκόπελος, μέσω αυτών των σημαντικών μελουργών κωδικογράφων της, λειτουργεί ως πρέσβειρα της Μαγνησίας διεθνώς, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει και ο Καραγκούνης. Εδώ θα σας παρουσιάσω, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, τους 7 κορυφαίους Σκοπελίτες εκπροσώπους αυτής της παράδοσης.
1ος ο Παύλος ο Ιερέας (1650-1725), που ήταν μαθητής του Κοσμά Μακεδόνος, του Ιβηρίτου. Ο Παύλος έγραψε τους μουσικούς κώδικές: 1. Ταξιαρχών (1682), 2. Σταυρονικήτα 164 (1749), 3. Ανθολογία Παπαδικής Ε.Β.Ε 902 & 900 (1692), 4. Χιλανδαρίου 47, 5. Στιχητάριο Τριωδίου- Πεντηκοσταρίου (1692) και 6. Μονής Αγίας Άνδρου 41 (1699). Εμφανίζεται επίσης ως ποιητής 2 Χερουβικών και ενός Κοινωνικού. Επίσης, ήταν δάσκαλος της ψαλτικής τέχνης, την οποία δίδαξε σε πολλά μέρη. Το 1696 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, στη Σκόπελο, στο Ναύπλιο (Ανάπλι παλιότερα), στην Καλαμάτα, σε ένα νησί κοντά στην Καλαμάτα (Σφακτηρία Σαπιέντζα ή Σχίζα), επέστρεψε πάλι στην Καλαμάτα και συνέχισε στη Μονεμβασιά, όπου παρέμεινε για 1 χρόνο. Αργότερα ταξίδεψε στην Πελοπόννησο, στη Μύλο και στο δυτικό τμήμα της Αιτωλοακαρνανίας. Σε όλα αυτά τα μέρη δίδαξε μουσική στους μαθητές.
2ος ο Ιγνάτιος ο ιερομόναχος (περίπου 1680 με 1775), μουσικός κωδικογράφος και αυτός, έγραψε τους εξής κώδικες: 1. Μονής Θεοτόκου Αγιάσου Λέσβου 10 (1716), 2. Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης Ιεροσολύμων 495 (1718), 3. Ιβήρων 1237 (1722), 4. Ιβήρων 452/971 (1937), 5. Βατοπεδίου 1329 (1740), 6. Χιλανδαρίου 89 (1741), 7. Μονής Μαχαιρά Κύπρου 10 (1748). 8. Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης Ιεροσολύμων 553 (1749), 9. Ζωγράφου 57 (1752), 10. Αρ. 954 Ρουμανικής Ακαδημίας, Διοχειαρίου 320 και 321 (αχρονολόγητοι κώδικες).
3ος ο Παναγιώτης Βαϊνόγλου (1675-1750), πατέρας του Ευαγγελινού, ο οποίος εντοπίζεται στον κώδικα Διοχειάριο 339 και στον Ιβήρων 960 (1768).
4ος ο Ευαγγελινός Βαϊνόγλου (1700-1775), που αναφέρεται και ως Αϊνόγλου, παρέδωσε πλούσιο κωδικογραφικό έργο. Έγραψε 5 Κοινωνικά, 6 Χειρουβικά και 7 κώδικες (1721-1748). Ο παλιότερος είναι ο κώδικας Σινά 1486 (1721) και ο πιο πρόσφατος ο Κωσταμονίτου 84 (1748).
5ος ο Δαβίδ Μπεναρδής ο ιερομόναχος (κατά προσέγγιση 1700-1769, ίσως και περισσότερο). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τμήμα της συλλογής της μικρής αλλά αξιόλογης Βιβλιοθήκης του Κυριακού της Σκήτης της Αγίας Τριάδας στα Καυσοκαλύβια, που αποτελείται από δεκαοκτώ μουσικούς κώδικες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωριστή θέση κατέχει το εικονογραφημένο χειρόγραφο με αριθμό 44. Ο κώδικας αυτός, είναι του 1742 και πέραν του ότι είναι γραμμένος σε μια εξαιρετικά καλλιγραφημένη μορφή, κοσμείται επιπλέον με 24 μικρογραφίες που απεικονίζουν δεσποτικές και θεομητορικές εορτές, καθώς και εορτές αγίων. Ο κώδικας είναι ένα έργο του μεγάλου μεταβυζαντινού μελουργού, που για σύντομο διάστημα τίμησε με την ποιμαντορία του τη Μητρόπολη Νέων Πατρών και δεν είναι άλλος από τον ιερομόναχο Δαβίδ τον εκ Σκοπέλου, γνωστό και ως ιερομόναχο Δαβίδ Μπεναρδή.

Ο Κώδικας Καυσοκαλυβίων 44 είναι χειρόγραφος σε χαρτί και αποτελείται από 911 σελίδες, ορισμένες από τις οποίες κοσμούνται με περίτεχνα αρχικά γράμματα, επίτιτλα αλλά και μικρογραφίες. Στη σελίδα 893 υπάρχει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κωδικογραφικό σημείωμα, το οποίο μας παρέχει πλήρη πληροφορία τόσο για τον γραφέα του κώδικα όσο και για τον ζωγράφο των επίτιτλων και των μικρογραφιών που τον διακοσμούν.
«Ἐτελειώθη τό παρόν μουσουργικόν βιβλίον
Χιλίους ἑπτακοσίους σαράκοντά τε δύο
Ἡμέρα δέ παρασκευή τετάρτη σεπτεμβρίου
Ἔδωσε τέρμα ἡ γραμμή ἡ πένα τοῦ χαρτίου
Μέ πόνον μόχθον περισσόν ἑμοῦ τοῦ ἀρητύρου
Δαβίδ ἱερομονάχου τε ἐκ τῆς σκοπέλου νύσοου
Ὦθεν ἐσί ὦ φοιτητά καί γνώστα τοῦ βιβλίου
Μνημόνευέ μου τό λιπόν τοῦ μουσουργικογράφου
Δαβίδ τοῦ κοπιάσαντος τοῦ ἱστοριογράφου
Δεήθητοι οὖν τοῦ Θεοῦ καί τῆς ὑπεραγίας
Νά τήχομεν ἀμφώτεροι τῆς ἄνω βασιλείας.
(…)»:
Ολοκληρώθηκε το παρόν μουσουργικό βιβλίο
το έτος 1742,
ημέρα Παρασκευή, του Σεπτεμβρίου.
Η γραφίδα έθεσε τέλος στη σελίδα του χαρτιού,
με πολύ κόπο και μόχθο δικό μου, του αμαθούς,
ο Δαβίδ, ιερομόναχος από τη Σκόπελο.
Από εσένα λοιπόν, φοιτητή και γνώστη του βιβλίου,
μνημόνευε τον υπόλοιπο, τον μουσουργογράφο,
τον Δαβίδ, που μόχθησε, τον ιστοριογράφο.
Ας δεηθεί, λοιπόν, ο Θεός και η Υπεραγία Θεοτόκος,
ώστε να απολαύσουμε και οι δύο την άνω βασιλεία (…).
Πέρα από τον Κώδικα Καυσοκαλυβίων 44, ο Σκοπελίτης αυτός μελουργός, κωδικογογράφος και ζωγράφος, συνεργάστηκε με τον Γερμανό Νέων Πατρών, με αποτέλεσμα να καταστεί ευρύτερα γνωστό το έργο του μελουργού- ιεράρχου μέσα από τους αυτόγραφους κώδικες της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος 893 (1747) και της Ιεράς Μονής Άνδρου 49 (1769), γνωστούς ως Στιχηράριο του Γερμανού Νέων Πατρών.
6ος είναι ο Ιωσήφ (1725-1800), που ως τώρα φαίνεται να έχει γράψει μόνο τον κώδικά Suppl. Gr. 130 (Ανθολογία, 1776) της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης
Τέλος έχουμε τον Γρηγόριο (1790-1895) τον δάσκαλο, που εντοπίζεται στον κατάλογο του Χατζηγιακουμή, ως κωδικογράφος του κώδικά 12 (1820).
