ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ : Απαγορεύεται το Σεξ... |γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2025-11-14 22:47:04
Χρόνια ταξίδεψε στις μαύρες θάλασσες κι έφτιαξε ένα σπιτάκι μια σταλιά αλλά κουκλίστικο. Τοίχο- τοίχο με της φαμίλιας του, στoν ίδιο δρόμο, για να προικίσει την μοναχοκόρη του όταν έρθει η ώρα η καλή, η ώρα η ευλογημένη. Ως τότε αναγκάζονται να το νοικιάζουν για να βγάζουν τα προς το ζειν καθότι η σύνταξή του ούτε για τον καφέ, το πιοτό και τα τσιγάρα.
Δεν το’ φτιαξε μόνος του βέβαια. Μάνα και κόρη αγωνίστηκαν μαζί του. Στερήθηκαν τα πάντα για να τα βγάλουν πέρα χωρίς δάνεια κι αυτές είναι που το δουλεύουν τώρα γιατί εκείνος εξαφανίζεται τα καλοκαίρια. Δεν αντέχει να βλέπει τον κόπο τους να τον χαίρονται οι ξένοι κι ας είναι και προσωρινά. Και για να πνίγει τον καημό του, γυρνά ολημερίς στα καπηλειά και μπεκροπίνει να πάει κάτω το φαρμάκι, να τελειώσει η θερινή περίοδος και να ξαναβρεί την ησυχία του, αυτός και το καινούργιο σπίτι “που σάπισαν τα κοκαλάκια μου απ’ την αλμύρα και την υγρασία για να το φτιάξω”. Nα ρθει χειμώνας για να μερεμετίζει τις ζημιές που θα κάνουν πάλι οι βάρβαροι που τους το παραχωρεί.
Στο κονάκι τους γυρνάει κατά το σούρουπο επειδή ξέρει πως οι νοικάρηδές τους θα έχουν βγει να φάνε τον αγλέουρα ξελιγωμένοι όλη τη μέρα από την πείνα . Τέτοια ώρα τρώνε αυτοί, μια κι έξω, αφού όσο κρατάει ο ήλιος λιάζονται στις αμμουδιές σαν τα χταπόδια πάνω στα σύρματα των καφενείων. Κανένα νταλαβέρι δε θέλει μαζί τους, ούτε να τους βλέπει ούτε να τους ακούει. Τους νοιώθει σαν εισβολείς στο σπίτι του που αντί για όπλα κρατούν δολάρια.

Απόψε όμως, που γύρισε μετά τα μεσάνυχτα, μιας κι έμπλεξε με ναυτικούς που μόλις ξεμπαρκάρισαν κι είχαν τα καλωσορίσατε και τα καλωσασβρήκαμε, ακούει ουράνιους στεναγμούς κι ερωτικές κραυγές απ’ το προικώο. Στήνει αυτί κι αναφωνεί γεμάτος έκπληξη:
‘Βγάζουν τα μάτια τους μέσα στο σπιτικό μου!’. Ευθύς αμέσως τρέχει και πιάνει το σκουπόξυλο κάτω απ’ τη σκάλα που πάει στο πλυσταριό. Αρχίζει και κτυπά μ΄αυτό τα κλειστά παντζούρια απ΄όπου έρχονταν οι ήχοι. ΄΄Τι το περάσατε εδώ μωρέ; Έχουμε και μικρά παιδιά...”
Απ’ το σαματά, αντί για τους ενόχους που σάστισαν κι έκλεισαν από μέσα τα τζαμόφυλλα με τέτοιο καύσωνα, βγαίνουν μάνα και κόρη.
“Μη Μήτσο μου”, λέει έντρομη η γυναίκα του. ‘’Τι λες κι εσύ καημένη, στο σπίτι μας ήρθαν να κάνουν τα αίσχη τους, δεν έχει δεν έχει βράχια απόμερα, δεν έχει παραλίες;…”
‘’Μπαμπά έλεος πια, σε ποιόν αιώνα ζεις;’’ έρχεται η κατραπακιά απ’ την ανεπτυγμένη κόρη του και μόλις στρέφει προς το μέρος της, τα μάτια του γουρλώνουν στην αρχή κι ύστερα γαληνεύουν. ‘’Βρε ετούτη έγινε ολόκληρη γυναίκα’’, συλλογιέται σαν να βλέπει το παιδί για πρώτη του φορά μετά από χρόνια. Του φύγαν με μιας και νεύρα και μεθύσι. Το κορίτσι, σκέφτεται, μεγάλωσε και μάλλον σιμώνει ο καιρός να πάει στο σπιτάκι της να ησυχάσουμε κι εμείς τουλάχιστον από τους ξένους...
Οι συγκεκριμένοι ξένοι πάντως σηκώθηκαν αξημέρωτα κι έφυγαν απ’ το σπίτι χωρίς να πληρώσουν ούτε τον λογαριασμό...
