OMΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ ΔΩΡΟΘΕΑΣ ΚΟΛΥΝΔΡΙΝΗ ΓΙΑ ΤΑ 135 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
2016-11-28 19:09:13
Μου αποτίει ιδιαίτερη τιμή να παρευρίσκομαι εδώ σήμερα σε αυτή την τιμητική εορταστική εκδήλωση για τα 135 χρόνια Ελεύθερη Θεσσαλία.
Είναι μια εκδήλωση για να αποδώσουμε φόρο τιμής σε αυτού
ς που αγωνίσθηκαν για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Είναι μια ημέρα τιμής και μνήμης σε όλους αυτούς που θυσιάσθηκαν για τα ιδανικά της πατρίδας μας. Είναι μία από τις πολλές ανάλογες εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται σε όλη τη χώρα, κάτι που αποδεικνύει τις αμέτρητες μάχες που έδωσαν οι πρόγονοί μας εντός συνόρων για να κρατήσουν όρθια την πατρίδα μας, από τους εχθρούς που την ήθελαν σκλαβωμένη και υποδουλωμένη.
Τον Μάρτιο του 1822 άρχισε, στην περιοχή του Ολύμπου, ο επαναστατικός Αγώνας, ο οποίος ύστερα από ένα μήνα κατεστάλη και στην περιοχή αυτή αλλά και στην Ελασσόνα. Κατά τα έτη 1840 και ’41 σημειώθηκαν και πάλι κάποιες επαναστατικές προσπάθειες των Θεσσαλών, οι οποίες όμως δεν στέφθηκαν από επιτυχία.
Τον Ιανουάριο του 1854 αξιοσημείωτη υπήρξε η εξέγερση κατ’ αρχάς στο Ραδοβίσδι της Άρτας, σε ολόκληρη την Θεσσαλία κι έπειτα στην Ήπειρο, τον δε Απρίλιο του 1854 στα Καλύβια των Τρικάλων σημειώθηκε μία περιφανής νίκη των Επαναστατών κατά των Τούρκων. Τον Μάιο του ’54 οι Επαναστάτες της Καλαμπάκας επέφεραν ισχυρό πλήγμα εναντίον του εχθρού. Ο Αγώνας, όμως, χάθηκε άδοξα, αφού οι Άγγλο-Γάλλοι απέκλεισαν τον Πειραιά με τον στόλο τους και υποχρέωσαν τον Βασιλέα Όθωνα και την Κυβέρνηση να ανακαλέσουν τον στρατό από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο.
Μετά από 12 χρόνια, το 1866, ξέσπασε μια νέα Επανάσταση στη Θεσσαλία, και τον Δεκέμβριο αυτού του έτους οι ενωμένες επαναστατικές δυνάμεις της Θεσσαλίας και της Ηπείρου νίκησαν τον εχθρό, στην περίφημη μάχη του Κοράκου.
Καίριας σημασίας υπήρξε το έτος 1878, κατά το οποίο εξερράγη στη Θεσσαλία ο τελευταίος επαναστατικός Αγώνας, κατά τον οποίο όλοι οι κάτοικοι και των ορεινών και των πεδινών χωριών της Καρδίτσας επέδειξαν απαράμιλλο θάρρος και αξιοθαύμαστο ηρωισμό απέναντι στους Τούρκους, που ήταν και αριθμητικά περισσότεροι και καλύτερα οπλισμένοι.
Ένα χρόνο πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας έγινε από το επιτελικό γραφείο του Υπουργείου Στρατιωτικών λεπτομερέστατος πίνακας των πόλεων και των χωριών της Θεσσαλίας καθώς και του πληθυσμού τους. Από τους διάφορους αυτούς καταλόγους προκύπτει, ότι ο συνολικός πληθυσμός της κυμαινόταν ανάμεσα στους 325.000 ως 340.000 κατοίκους, από τους οποίους το 1/8 περίπου ήταν Οθωμανοί και ένα πολύ μικρό ποσοστό Εβραίοι. Αναφορικά με την κατανομή του πληθυσμού οι Έλληνες ήταν σχεδόν οι αποκλειστικοί κάτοικοι των ορεινών όγκων. Πλειοψηφούσαν στον κάμπο και στα περισσότερα αστικά κέντρα. Στον κάμπο οι αγροτικοί πληθυσμοί, γνωστοί ως «καραγκούνηδες» στις περιοχές Τρικάλων και Καρδίτσας και ως «κατζανάδες» στην πεδιάδα των Φαρσάλων, ήταν κυρίως κολίγοι και παρακεντέδες (αγωγιάτες και τεχνίτες) στα τσιφλίκια. Ο ρόλος των νομάδων κτηνοτρόφων στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της περιοχής δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Οι ομάδες των Σαρακατσαναίων, Βλάχων και Αρβανιτοβλάχων οδηγούσαν τα τεράστια κοπάδια τους στις εύφορες πεδιάδες της Θεσσαλίας υπακούοντας στο νόμο της αέναης μετακίνησης των νομαδικών κτηνοτροφικών πληθυσμών από τα ορεινά στα πεδινά και το αντίστροφο. Ο τουρκικός πληθυσμός της Θεσσαλίας αποτελούταν από Κονιάρους, Τούρκους εποίκους που είχαν μεταφερθεί εκεί λίγο μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Θεσσαλίας από τους Τούρκους στα τέλη του 14ου αιώνα.
Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τις ευφορότερες περιοχές της χώρας στις υπώρειες του Ολύμπου και της Όσσας ως το Πήλιο, στα περίχωρα των Τρικάλων και της Λάρισας ως το Ζάρκο, την Κάρλα, τα Αμπελάκια, τη Ματαράγκα και τα Φάρσαλα, γύρω από το Βελεστίνο, τέλος, και τον Αλμυρό.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας επετεύχθη στις 2 Ιουλίου 1881, μετά από πολλούς αιματοβαμμένους αγώνες, στα βουνά της Θεσσαλίας, τον Όλυμπο, τον Κίσσαβο, τα Χάσια, τα Άγραφα, το Πήλιο και βέβαια δεν ξεχνάμε την πολύτιμη συμβολή της Εκκλησίας της Ελλάδας και των Μοναχών στα Μετέωρα.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας άργησε πάνω από 50 χρόνια, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Με τη Συμφωνία της Κωνσταντινουπόλεως στις 28 Μαρτίου του 1881 έγινε διμερής συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε με ιδιαίτερη Σύμβαση στις 2 Ιουλίου 1881.
Η Θεσσαλία προσαρτάται στο ελληνικό κράτος το 1881, μετά από κοπιώδεις διπλωματικές διαβουλεύσεις. Στο συνέδριο του Βερολίνου η τελική απόφαση που χαρακτηρίστηκε οριστική παραχωρούσε στην Ελλάδα την Θεσσαλία πλην της Ελασσόνας και από την Ήπειρο μόνο την περιοχή της Άρτας. Ειδικά για την περιοχή του Αμβρακικού για να αποφευχθούν εμπλοκές , αποφασίστηκε να καταργηθούν κάθε είδους οχυρώσεις στην είσοδο του κόλπου , ενώ η ναυσιπλοΐα θα ήταν ελεύθερη μέσα σε αυτόν. Η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε επίσημα στην ελληνική κυβέρνηση στις 26 Μαρτίου και η προφορική αποδοχή της από ελληνικής πλευράς έγινε στις 31 Μαρτίου 1881.
Μάλιστα οι ισχυρές δυνάμεις για να προλάβουν πιθανό μεταφορά ελληνικού στρατού ή ομάδων ανταρτών στα διαφιλονικούμενα εδάφη τόνισαν ότι αυτό δεν θα γίνει ανεκτό , ενώ πιθανή άρνηση της ελληνικής πλευράς θα ακύρωνε την προσφορά καθιστώντας το μέλλον των περιοχών αυτών αβέβαιο.
Έχοντας την ελληνική συναίνεση οι ξένες δυνάμεις έδειξαν την ίδια αποφασιστικότητα και προς την τουρκική πλευρά που έδειχνε νέες τάσεις αναβλητικότητας. Έτσι και η Οθωμανική κυβέρνηση έκανε δεκτή την προτεινόμενη ρύθμιση που επικυρώθηκε λίγο αργότερα επισήμως και από την ελληνική πλευρά. Οι δύο χώρες κάτω από την ασφυκτική πίεση των ξένων χωρών υπέγραψαν στις 20 Ιουνίου του 1881 συνθήκη βάση της οποίας η Θεσσαλία και η Άρτα ενσωματώνονταν στο ελληνικό βασίλειο. Τα νέα εδάφη είχαν έκταση 13.300 τ.χλμ και πληθυσμό περίπου 285.000 ανθρώπους.
Έτσι με πρώτη πόλη την Άρτα στις 23 Ιουνίου και τελευταία τον Βόλο στις 21 Οκτωβρίου θα πραγματωθεί και η εγκατάσταση των ελληνικών αρχών σε όλες τις περιοχές.
Μετά την απελευθέρωσή της, η Θεσσαλία έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γράμματα μέσω σημαντικών λογοτεχνών, ποιητών και πεζογράφων, ενώ αρκετοί ήταν αυτοί που υμνούσαν την απαράμιλλη φυσική της ομορφιά και το πλούσιο μυθολογικό – ιστορικό παρελθόν. Πολλοί ξένοι αλλά και Έλληνες περιηγητές επισκέπτονται την κοιλάδα των Τεμπών, τα Μετέωρα και τις θεσσαλικές πόλεις, καταγράφουν τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις τους από τη νεοαποκτηθείσα περιοχή, περιγράφουν τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και δημοσιεύουν τα κείμενά τους στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό.
Η ιστορία μας, μένει ζωντανή μέσα από τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα που αν και έχουν χάσει την αίγλη των παλιότερων χρόνων, παραμένουν ζωντανά. Έχουμε χρέος να μην ξεχνάμε την ιστορία μας. Λαός που ξεχνά την ιστορία του, είναι αναγκασμένος να την ξαναζήσει.
Ως Περιφέρεια Θεσσαλίας συμβάλλουμε στην διατήρηση των εθίμων της πατρίδας μας, με την συνδιοργάνωση εκδηλώσεων με Συλλόγους της Θεσσαλίας και με την οικονομική μας στήριξη, όπως και με τη χρηματοδότηση έργων που αναδεικνύουν τον πλούσιο πολιτισμό μας και ιστορία μας.
Η συνένωση δυνάμεων, η συνεργασία και η συνέργεια είναι η δύναμή μας ως Θεσσαλοί και ως Έλληνες. Πρέπει να προτάξουμε το καθήκον της πατρίδας μας και να παραμερίσουμε τις όποιες διαφορές μας χωρίζουν. Αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα. Μας ενώνει η θεσσαλική γη…
Η Θεσσαλία μας, η Θεσσαλία της μυθολογίας μας, σύμφωνα με την οποία στις κορυφές του Ολύμπου κατοικούσαν οι θεοί του αρχαιοελληνικού κόσμου, και το θέρετρο τους ήταν το μαγευτικό Πήλιο, η Θεσσαλία των Ομηρικών Επών, αλλά και των συγχρόνων πεζογράφων και ποιητών μας, η Θεσσαλία των Κλεφτών και των Αρματολών, η Θεσσαλία του Ολύμπου και του Κισσάβου, του Πηλίου και των Μετεώρων, η Θεσσαλία που γέννησε τον περίφημο διαφωτιστή, συγγραφέα και χαρτογράφο Άνθιμο Γαζή, τον εθνομάρτυρα, οραματιστή και κήρυκα του ξεσηκωμού Ρήγα Φεραίο, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και πολλούς ακόμη επώνυμους και ανώνυμους επιφανείς άνδρες, αυτή η Μεγάλη και χιλιοτραγουδημένη ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΜΑΣ αποτελεί έναν ανεκτίμητης αξίας θησαυρό, κρυμμένο στα βάθη της ψυχής μας… Της ψυχής όλων μας… Αφού η πολυδοξασμένη θεσσαλική Γη δεν είναι η πατρίδα μόνον των Θεσσαλών, αλλά όλων των απανταχού της Γης Ελλήνων… Και, όπως ακριβώς γράφει ο Ρήγας Φεραίος στο Τέλος του «Όρκου» του…
Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι να ’χωμεν μια καρδιά.
Αυτές οι καταγραφές και οι αφηγήσεις συνθέτουν την συλλογική εθνική μνήμη, όπως φτάνει σε μας μέσα από το φίλτρο του χρόνου, και διατηρείται σαν ανεκτίμητη πηγή έμπνευσης και αρετής για τους αγώνες που πρέπει και στην εποχή μας να δίνουμε, εναντίον των παντοειδών επιδόξων επικυριάρχων που επιβουλεύονται την ελευθερία μας και την ανεξαρτησία της πατρίδας μας.
Σας ευχαριστώ.
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ