Σε περιόδους έντονης αβεβαιότητας ως προς τις εξελίξεις σε όλο το εύρος της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και της διεθνούς κατανομής αυτής, η διατύπωση εκτιμήσεων για το επίπεδο και τη μεταβολή των μακροοικονομικών δεικτών –για να αντιμετωπιστεί η επισφάλεια– εδράζεται σε σενάρια και παραδοχές. Ετσι, όσο περισσότερα τα σενάρια και οι παραδοχές ή όσο περισσότεροι οι αστάθμητοι παράγοντες με σημαντική επίδραση στο μακροοικονομικό αποτέλεσμα, τόσο βραχύτερος καθίσταται και ο χρόνος ζωής των προβλέψεων. Μια τέτοια περίοδος είναι και αυτή της κρίσης της πανδημίας του κορωνοϊού.
Ισως ιστορικά να είναι και η πιο χαρακτηριστική ως προς την αβεβαιότητα, καθώς ο κινητήριος παράγοντας των εξελίξεων δεν είναι οικονομικός, αλλά υγειονομικός, οι συνθήκες τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο μεταβλήθηκαν ή μεταβάλλονται ανά τακτά διαστήματα (σε ορίζοντα εβδομάδων) και ο κρατικός παρεμβατισμός, είτε μέσω περιορισμών είτε μέσω μέτρων στήριξης, είναι έντονος και προσδιορισμένος από την πορεία της πανδημίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, από την αρχή του έτους, η διατύπωση των μακροοικονομικών προβλέψεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας από το υπουργείο Οικονομικών είναι αποτέλεσμα μιας πολυπαραγοντικής άσκησης που εδράζεται στα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) και «χτίζει» πάνω σε αυτά λαμβάνοντας υπόψη –μεταξύ άλλων– την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, τους πρόδρομους δείκτες για κομβικούς κλάδους της εγχώριας οικονομίας, τα μέτρα κρατικής στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων και τις ενδείξεις για τη συμπεριφορά των οικονομικών δρώντων (καταναλωτών και επενδυτών) στις συνθήκες που δημιουργούνται. Υπό αυτή τη λογική, η διατύπωση των μακροοικονομικών προβλέψεων βασίζεται στη διαμόρφωση αρχικών σεναρίων –ως αποτέλεσμα διαφορετικών δεδομένων των παραπάνω παραγόντων–, τα οποία συγκλίνουν σε ένα σενάριο που παρουσιάζεται, καθώς εξελίσσεται εντός του έτους η οικονομική δραστηριότητα.
Σύμφωνα λοιπόν με το μακροοικονομικό σενάριο, όπως αυτό δημοσιεύθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό του 2021, ο ρυθμός μεταβολής του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο -10,5% το 2020, αναθεωρημένος επί τα χείρω σε σχέση με προηγούμενες προβλέψεις, λαμβάνοντας υπόψη την επιδείνωση των συνθηκών στην ευρωπαϊκή οικονομία, το δυσμενές αποτέλεσμα σε κρίσιμους κλάδους της ελληνικής οικονομίας –όπως η τουριστική βιομηχανία– και την επίπτωση της νέας κρατικής παρέμβασης –περιορισμοί και μέτρα στήριξης– κατά τη δεύτερη φάση έξαρσης της πανδημίας. Παράλληλα, σε όρους εννεαμήνου 2020, ο ρυθμός μεταβολής –σε ετήσια βάση– έχει προβλεφθεί στο -8,7%, επίπεδο το οποίο δεν απέχει από την εκτίμηση που προκύπτει σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εθνικών λογαριασμών που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ.
Σύμφωνα λοιπόν με την ΕΛΣΤΑΤ, το τρίτο τρίμηνο του 2020 το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 11,7% σε ετήσια βάση, ενώ η ύφεση το δεύτερο τρίμηνο του 2020 διαφαίνεται τελικά μικρότερη σε σχέση με την προηγούμενη εκτίμηση, στο -14,2% έναντι -15,2% προηγουμένως. Οσον αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2020, τα στοιχεία υποδηλώνουν θετικό ρυθμό ανάπτυξης, καθώς προκύπτει ότι το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε –σε ετήσια βάση– κατά 0,4% έναντι μείωσης 0,5% προηγουμένως, υπογραμμίζοντας την επίδραση της αναπτυξιακής δυναμικής του 2019 στο 2020 παρ’ όλη τη δυσμενή επίπτωση της πανδημίας –όπως σε όλες τις οικονομίες– στο πρώτο τρίμηνο του έτους. Ετσι, για το σύνολο του εννεαμήνου 2020 η ύφεση διαμορφώνεται σε επίπεδο συμβατό με την πρόβλεψη του κρατικού προϋπολογισμού του 2021, στο -8,5% σε ετήσια βάση έναντι πρόβλεψης -8,7%.
Σε μια περίοδο, όμως, τόσο υψηλής αβεβαιότητας έχει ιδιαίτερη σημασία και η επιμέρους ανάλυση των συστατικών της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας, καθώς δύναται να προκύψουν ενδείξεις για την αντίδραση της οικονομίας στις τρέχουσες πρωτόγνωρες συνθήκες. Συνεπώς, η ύφεση του τρίτου τριμήνου –σε ετήσια πάντα βάση– οφείλεται, κυρίως, στη συμπίεση των εξαγωγών υπηρεσιών που μειώθηκαν κατά 80%, αποτυπώνοντας τις ιδιαίτερα δυσμενείς εξελίξεις στην ευρύτερη τουριστική βιομηχανία κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, το μερίδιο της οποίας στο ΑΕΠ είναι διαχρονικά –και σε αντίθεση με άλλες οικονομίες– πολύ μεγάλο. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, παράλληλα, το τρίτο τρίμηνο του 2020:
Η ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε σε επίπεδο υψηλότερο από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 και δη στο +1%, ανακτώντας το σύνολο των απωλειών του δεύτερου τριμήνου του 2020 (+15,3% σε τριμηνιαία βάση) και παρέχοντας ένδειξη θετικής αντίδρασης της κατανάλωσης κατά την άρση των περιορισμών.
Η δημόσια κατανάλωση, επίσης, διαμορφώθηκε σε επίπεδο υψηλότερο από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 και δη στο +4,4%, αποτυπώνοντας την υλοποίηση των μέτρων κρατικής στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων.
Οι επενδύσεις παρέμειναν ουσιαστικά στάσιμες σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, καθώς σημειώθηκε οριακή μείωση 0,3%, υποδηλώνοντας την ανθεκτικότητα των επενδύσεων δεδομένων των συνθηκών αβεβαιότητας, αλλά και της μειωμένης ζήτησης στην οικονομία το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, η θετική επενδυτική τάση που σημειώθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 παρατηρείται και στο τρίτο τρίμηνο του έτους. Το αρνητικό πρόσημο στον όγκο ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου οφείλεται αποκλειστικά στην καθοδική πορεία των επενδύσεων στην κατηγορία μεταφορικού εξοπλισμού (-53,1% σε ετήσια βάση), ενώ οι επενδύσεις κινήθηκαν ανοδικά σε ετήσια βάση σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες: στις κατασκευές κατοικιών (+6,6%) και στις λοιπές κατασκευές (+3,3%), στον εξοπλισμό τεχνολογίας (+15,3%) και στον μηχανολογικό εξοπλισμό (+6,8%), καθώς και στα αγροτικά και λοιπά προϊόντα (+8,9%).
Οι εξαγωγές αγαθών –σε αντίθεση με την τεράστια συρρίκνωση στις υπηρεσίες λόγω τουρισμού– αυξήθηκαν σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 κατά 3,5%, αξιοποιώντας την ανάκαμψη που σημειώθηκε –σε τριμηνιαία βάση– στην ευρωπαϊκή οικονομία και υποδηλώνοντας εγχώρια παραγωγικά αντανακλαστικά, αλλά και προσαρμοστικότητα της εγχώριας παραγωγής στα νέα δεδομένα.
Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση 6,4% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, αν και ανέκαμψαν σε τριμηνιαία βάση κατά 9,6% ως αποτέλεσμα των θετικών εξελίξεων τόσο στην κατανάλωση όσο και στις επενδύσεις σε ένα παραγωγικό υπόδειγμα που –ακόμα– μεγάλο μέρος της καταναλωτικής και επενδυτικής ζήτησης διοχετεύεται, άμεσα ή έμμεσα, στον εξωτερικό τομέα.
Αναλύοντας, συνεπώς, τα στοιχεία προκύπτει ότι η ύφεση κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους οφείλεται αποκλειστικά στον εξωτερικό τομέα και συγκεκριμένα στις καθαρές εξαγωγές υπηρεσιών, υπογραμμίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη σημαντική επίπτωση της κάμψης του κλάδου του τουρισμού για την οικονομία, καθώς και τη μερική ανάκαμψη των εισαγωγών. Το γεγονός, ωστόσο, ότι η δυσμενής εξέλιξη του τρίτου τριμήνου περιορίζονται μόνο σε ένα συστατικό του παραγόμενου προϊόντος παρέχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα θετική ένδειξη για την αντίδραση της οικονομίας και την ταχύτητα ανάκαμψης μετά την άρση των περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητας λόγω της πανδημίας. Εάν, δηλαδή, εξαιρεθεί η αρνητική επίπτωση της επίδρασης των εξαγωγών υπηρεσιών (λόγω τουριστικής βιομηχανίας), τα άλλα συστατικά κινήθηκαν, κατά το τρίτο τρίμηνο, με θετικό πρόσημο. Ιδιαίτερα η κατανάλωση, οι επενδύσεις καθώς και οι εξαγωγές προϊόντων παρουσίασαν αύξηση το τρίτο τρίμηνο, παρέχοντας θετικές ενδείξεις για την ταχύτητα ανάκαμψης της οικονομίας έπειτα από ένα καθεστώς περιορισμών λόγω της πανδημίας. Ενδείξεις που είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για την αντίδραση της ελληνικής οικονομίας στις πρωτοφανείς συνθήκες μεταβλητότητας και αβεβαιότητας εντός της παγκόσμιας πανδημίας του κορωνοϊού. Θετικές ενδείξεις για την ταχύτητα και δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας την επομένη της άρσης των περιορισμών. Και προς αυτή την κατεύθυνση θα συνεχιστεί η ασκούμενη οικονομική πολιτική.
* Ο κ. Χρήστος Τριαντόπουλος είναι γενικός γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών.