Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης | του Βαγγέλη Προβιά (*)
2020-10-30 20:45:12(Δεν έχουμε παρελάσεις φέτος. Αλλά ακόμη και έτσι, έχουμε...)
Οι περαστικοί δεν μπορούν να συγκρατηθούν, τον κοιτάζουν με περιέργεια, του χαμογελάνε γλυκά, κάποιες γυναίκες κάνουν τρυφερά νεύματα με το κεφάλι. Τι όμορφο: ένας σαραντάρης άνδρας που τον συγκινεί η μαθητική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στο κέντρο της πόλης.
Εκείνος κάνει ώρα πολλή να συνέλθει, μετά την επιστροφή στο ήσυχο σπίτι του. Θα ήθελε να μείνει για πάντα μ’ αυτήν τη μελαγχολία, τη χαρμολύπη που αισθάνεται να τον γλυκαίνει και στην ψυχή μα και στο πρόσωπο.
Μια-δυο φορές τον έχουν παρακαλέσει, φίλοι και έρωτες, να τους πάρει μαζί του. Αυτός δεν δέχτηκε. Αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ούτε να το σκεφτεί. Ένας κτητικός εραστής θύμωσε, έκανε ζήλιες, καυγά. Δεν υποχώρησε. Την παρέλαση θέλει να την βλέπει μόνος, με τον δικό του ρυθμό, τον τρόπο του, ελεύθερος. Ξυρίζεται προσεκτικά, κόντρα, φοράει το πιο ακριβό πουκάμισό του, άψογα σιδερωμένο, σακάκι. Τα μαύρα γυαλιά κρύβουν τα ταλαιπωρημένα μάτια του, αν έχει ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ. Φτάνει νωρίς, διαλέγει μια γωνιά με καλή θέα μπροστά στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία και δεν αλλάζει θέση μέχρι το τέλος, που περνά η στρατιωτική μπάντα.
Δεν βγάζει φωτογραφίες, δεν τραβάει βίντεο. Μόνο κοιτάζει με αγάπη και προσήλωση τα παιδιά. Κάποια είναι βαριεστημένα, άλλα ενθουσιασμένα, αν και εντελώς άχαρα στην εφηβεία - αρκετά μπερδεύονται στο βηματισμό ή δεν σηκώνουν τα χέρια όσο πρέπει, μέχρι το ύψος του ώμου. Η μουσική που παίζει η ορχήστρα του δήμου ακούγεται από κάπου μακριά, παραμορφωμένη. Μεγάλη αντίθεση η κακοφωνία της με τη διάθεσή του.
Όταν αδειάσει η Πανεπιστημίου από θεατές και μαθητές, παραδοθεί στην κυκλοφορία και αρχίσουν να περνούν τα πρώτα αυτοκίνητα, με κουρασμένο βήμα, τρυφερό, προχωρά αφηρημένος προς το μετρό για να επιστρέψει στο σπίτι. Το μυαλό του, στα παλιά. Μια φορά, πριν από μερικά χρόνια, ξέχασε να βγάλει εισιτήριο και τον έπιασαν. Πλήρωσε χωρίς διαμαρτυρία το πρόστιμο. Η ελεγκτής τον είδε ευγενικό και πρόθυμο και θέλησε να του χαρίσει το πρόστιμο, με μία σύσταση. Αυτός όμως, πριν προλάβει εκείνη να του πει να φύγει, έβγαλε την ταυτότητά του και χρήματα, πλήρωσε. Μέχρι να φτάσει στο σπίτι του είχε ξεχάσει το περιστατικό. Το θυμήθηκε μήνες μετά, όταν βρήκε την κίτρινη απόδειξη στην τσέπη του υφασμάτινου παντελονιού του.
Ένα δίχτυ ανάμεσα σ’ αυτόν και τον κόσμο. Έτσι περιγράφει αυτό που του έχει μείνει από την παιδική ηλικία του. Φτωχή οικογένεια. Εκλογίκευε: Η φτώχεια που δεν είναι ακραία είναι κάτι ουδέτερο. Μοιάζει σ’ αυτό με τον πλούτο. Μπορείς μαζί της να κάνεις κάμποσα καλά ή κάμποσα κακά. Αυτό που της προσδίδει ιδιότητες, που την κάνει κάτι, είναι το πώς την διαχειρίζεσαι. Οι άνθρωποι που ήταν υπεύθυνοι για τον μικρό Αντώνη δεν είχαν ικανότητες διαχείρισης. Δεν τους κατηγορεί. Ήταν επιπόλαιοι, σκληροί, ανώριμοι και εγωιστές. Και το πιο δύσκολο, τον έκαναν να αισθάνεται ή βάρος ή αόρατος. Περνούσε πολλές ώρες μοναξιάς. Ήταν μια ζωή που του φαινόταν σκοτεινή και βαριά.
Σε τέτοιες περιστάσεις, για τα περισσότερα παιδιά, το σχολείο είναι μια διαφυγή, ένα διάλειμμα. Όχι για εκείνον. Πήγαινε σε ένα ιδιωτικό, ακριβό γυμνάσιο, για την ελίτ, βάρβαρος ανάμεσα σε μη βαρβάρους. Όλοι σχεδόν οι συμμαθητές του ήταν παιδιά ευκατάστατων, ή ακόμα και πλούσιων, οικογενειών. Είχε βρεθεί ανάμεσά τους τυχερό-άτυχο θύμα τής υποχρέωσης του σχολείου να δέχεται, με υποτροφία, ένα ποσοστό φτωχών μαθητών. Δεν ένιωθε καλά μ’ αυτό. Καθόλου. Στη μεγάλη αίθουσα, στους σχολικούς διαδρόμους, στην περιποιημένη αυλή, τον κατέβαλλε η ίδια ακριβώς αίσθηση που είχε στο σπίτι. Σαν να ήταν αόρατος, ανεπιθύμητος. Δεν είχε φίλους, δεν είχε παρέες, φοβόταν να προσεγγίσει τους άλλους. Και να τους αφήσει να τον προσεγγίσουν.
Το σχολείο ήταν από εκείνα που συμμετείχαν στην κεντρική παρέλαση στο κέντρο της Αθήνας, όχι με αντιπροσωπευτική ομάδα από τους πιο διακεκριμένους μαθητές αλλά με ολόκληρη μία από τις τάξεις του. Οι παραστάτες, οι σημαιοφόροι επιλέγονταν από το τιμώμενο τμήμα, του οποίου όλοι οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν. Όταν ήρθε η σειρά του τμήματος του Αντώνη να εκπροσωπήσει το σχολείο, την 28η Οκτωβρίου του 1977, ήταν δεκατεσσάρων χρόνων.
Η αγωνία του ήταν μεγάλη. Αν και είχε την υποχρέωση να πάρει μέρος στην παρέλαση, δεν ήξερε πώς θα κατάφερνε να ζητήσει από τους γονείς του χρήματα για τη στολή που έπρεπε να φορά. Μα, ακόμα κι αν τους ζητούσε, μήπως θα είχαν να του δώσουν; Τα ρούχα που έπρεπε να βάλει ήταν ακριβά, της δυνατότητας των άλλων μαθητών και των γονιών τους. Η κατάσταση, δε, στο σπίτι, χειρότερη από κάθε άλλη φορά. Οι δικοί του δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Η μάνα του περνούσε τα βράδια της σε μία φίλη της, σχεδόν μέρα παρά μέρα, ο πατέρας του καθόταν όλη μέρα στον καναπέ και έπινε ούζο. Τα τελευταία μπουκάλια τα είχε αγοράσει με τα χρήματα που είχε μαζέψει ο Αντώνης σ’ έναν κουμπαρά που τον νόμιζε μυστικό.
Πήγαινε πάνω-κάτω στο προαύλιο, όταν έκαναν εξάσκηση στο βηματισμό, ήταν ψηλός και τον είχαν βάλει στη δεύτερη σειρά, πρώτο από αριστερά, και σκεφτόταν. Αφού ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθούν τα χρήματα, η μόνη διέξοδος θα ήταν να βρει μια δικαιολογία για να μην πάει καθόλου στην παρέλαση. Ίσως αν έκανε τον άρρωστο εκείνη τη μέρα… Αλλά τα ρούχα έπρεπε να τα αγοράσει τώρα, ώστε για τις δύο τελευταίες βδομάδες πριν από την 28η Οκτωβρίου να κάνουν τα παιδιά πρόβα με τη στολή. Έπρεπε να γίνει κάτι αμέσως, για να γλυτώσει και την αγορά και τις πρόβες και την παρέλαση.
Περνούσαν από το μυαλό του υπερβολές. Να φύγει από το σπίτι, να εξαφανιστεί, να σκηνοθετήσει ένα ατύχημα, να πέσει από κάπου ψηλά να σπάσει το πόδι του. Πιεζόταν πολύ, με την απελπισία της εφηβείας που όλα τα δραματοποιεί, ακόμα και αυτά που χρόνια μετά τα σκέφτεσαι και αναρωτιέσαι: Γιατί έδωσα τόσο πολλή σημασία; Γιατί υπέφερα έτσι τότε για κάτι τόσο ασήμαντο; Από απελπισία περισσότερο παρά από αισιοδοξία, πήρε την απόφαση να μιλήσει στους γονείς του. Ο πατέρας τού είπε να ρωτήσει τη μαμά του –«αν την βρεις», συμπλήρωσε– και η μητέρα του, όταν άκουσε το ποσό που χρειαζόταν, είπε: «Δηλαδή, να μη δώσω το νοίκι, ε, αυτό να κάνω;» Την κοιτούσε, προσπαθούσε να μην κλάψει και δεν ήξερε τι να της απαντήσει.
Έφτασε η μέρα που τα παιδιά θα έκαναν την πρώτη πρόβα φορώντας τα ρούχα τής παρέλασης. Ο γυμναστής, ένας αυστηρός τριαντα πεντάρης, το είδος του άντρα που θα άρεσε στον Αντώνη όταν θα μεγάλωνε, μόλις έμαθε ότι ακόμα δεν τα είχε αγοράσει, τού είπε: «Αύριο να φροντίσεις να έχεις τη στολή, ακούς; Ακούτε όλοι; Δεν έχουμε χρόνο! Αύριο». Ήρθε το αύριο, ο Αντώνης δεν είχε σκεφτεί κάποια λύση, όμως ο γυμναστής δεν ασχολήθηκε μαζί του γιατί ένας από τους παραστάτες στραμπούληξε το πόδι του και έπρεπε να βρεθεί αντικαταστάτης... Και άλλη παράταση της αγωνίας του. Την επομένη θα αντιμετώπιζε ξανά το πρόβλημα. Τι να έκανε; Να έλεγε ότι δεν είχε χρήματα; Δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί. Την επομένη έκανε τον άρρωστο, δεν πήγε στο σχολείο, κέρδισε ακόμα μία μέρα. Όμως, τη Δευτέρα, δεν μπορούσε να υποκριθεί πάλι ότι αρρώστησε. Θα πήγαινε στο σχολείο και τότε...
Ήρθε η Δευτέρα. Στο διάλειμμα της πρώτης ώρας, καθισμένος στο θρανίο του, με ναυτία από το άγχος, ένα βαρύ χέρι έπιασε τον ώμο του. Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον γυμναστή του.
–Αντώνη, έλα μαζί μου.
Κουρασμένα, απελπισμένα τον ακολούθησε από απόσταση ασφαλείας στο γραφείο του, δίπλα στο κλειστό κολυμβητήριο του σχολείου.
Ο κύριος Κ. έκλεισε την πόρτα.
–Κάθισε. Τι κάνεις;
–...εμμ... καλά. Μόλις που ακούστηκε ο Αντώνης. Τα μάτια χαμηλά, έτοιμα να τρέξουν.
–Θα τα καταφέρεις για την παρέλαση; Πήρες τη στολή;
«Θα του πω ότι είμαι πολύ άρρωστος, και ότι είναι καλύτερα να με αφήσει να μην έρθω» σκέφτηκε, τελευταία ελπίδα.
–Εεεε... δεν ξέρω... είμαι πολύ άρρωστος. Όλο το Σαββατοκύριακο...
–Θα τα καταφέρεις... είμαι σίγουρος, τον διέκοψε ο γυμναστής.
Ο Αντώνης κατάπιε τη γλώσσα του. Περίμενε κατσάδα και, το ένιωθε να έρχεται, το ξέσπασμα σε ντροπιαστικό, ανεξέλεγκτο κλάμα, από αυτά που ταιριάζουν σε έξι χρόνων παιδιά, όχι σε σχεδόν άντρες δεκατεσσάρων χρόνων.
–Πάρε εδώ, είναι για σένα, είπε πιο χαμηλόφωνα και λιγότερο αυστηρά ο κύριος Κ.
Σήκωσε το κεφάλι του. Πάνω στο γραφείο βρισκόταν μια μεγάλη σακούλα, από παχύ άσπρο πλαστικό, με ένα μπλε λογότυπο που διακρινόταν μισό. Ο κύριος Κ. τον κοιτούσε με κάπως αμήχανο βλέμμα, που δεν το είχε ξαναδεί, τρυφερό, καθησυχαστικό. Πήρε τη σακούλα, την άνοιξε. Μέσα υπήρχαν διπλωμένα, ολοκαίνουρια, ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι, ένα άσπρο αφράτο πλεχτό πουλόβερ με κεντημένο στο μανίκι το σήμα του σχολείου κι ένα ζευγάρι μαύρα δερμάτινα παπούτσια. Η στολή για την παρέλαση.
Ο κύριος Κ., σαν να συνήλθε, πήρε πάλι το αυστηρό ύφος.
–Άφησέ τα στο ντουλάπι σου στα αποδυτήρια. Και μην πεις σε κανένα τίποτε. Ποτέ! Σύμφωνοι;
Πήγε στην πόρτα και του την άνοιξε για να περάσει.
Ο Αντώνης δεν μπορεί να πει αν του χαμογέλασε, αν τον χάιδεψε στο κεφάλι. Προσπαθεί αλλά δεν καταφέρνει να θυμηθεί με σιγουριά. Νομίζει, ναι. Νιώθει το χάδι.
Πηγαίνει, λοιπόν, κάθε 28η Οκτωβρίου στη σχολική παρέλαση, βλέπει τους μαθητές να περνάνε χωρίς να προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυα που κυλάνε στα μάγουλά του. Περίεργο θέαμα. Με το υφασμάτινο παντελόνι του και το ωραίο πουκάμισο, με το σοβαρό σακάκι, ολόκληρος άντρας σαράντα χρόνων να κλαίει. Και κάθε χρονιά οι περαστικοί που τον βλέπουν φαντάζονται τραγωδίες. Δεν μπορεί να πάει το μυαλό τους στη βαθιά ανάσα που πήρε για πρώτη φορά στη ζωή του.
Έχει κρατήσει στο μυαλό του την ημέρα τής μοναδικής παρέλασης στην οποία είχε συμμετάσχει ως ηλιόλουστη, ανάλαφρη. Είχαν έλθει και οι γονείς του να τον δουν. Μετά την εθνική γιορτή, ο γυμναστής ήταν όπως και πριν: αυστηρός, φωνακλάς. Την επόμενη χρονιά πήρε μετάθεση, και ο Αντώνης δεν άκουσε ξανά γι’ αυτόν. Κάποτε προσπάθησε να τον βρει αλλά δεν κατάφερε τίποτε. Η στολή δεν θυμάται τι απέγινε, μα έχει κρατήσει τα μαύρα παπούτσια. Σ’ ένα κουτί, στο πατάρι. Δίπλα στις φωτογραφίες των γονιών του.
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ