Πολιτική συναίνεση ενάντια στο λαϊκισμό | γράφει ο Αντρέας Βασιλιάς
2023-10-03 19:11:34Εάν στις βουλευτικές εκλογές η συναίνεση μεταξύ των αντιπάλων πολιτικών συνδυασμών αποτελεί ένα δυσκολοπρόσιτο σημείο στις αυτοδιοικητικές και ειδικά στις δημοτικές εκλογές πρέπει να αποτελεί μια αναγκαία πολιτική θέση. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω το γιατί αφού το διεκδικούμενο αντικείμενο δεν είναι κάτι το απρόσωπο και απόμακρο όπως η διακυβέρνηση της χώρας, αλλά κάτι το άμεσο και χειροπιαστό όπως η διακυβέρνηση ενός χωριού.
Σ’ ένα μικρό μέρος όλα και όλοι είναι γνωστά και γνώριμα. Όλοι γνωρίζουν ποιος είναι ο νόμιμος και ποιος ο παράνομος. Ποιος ακολουθεί τη νόμιμη διαδικασία και ποιος την παραβαίνει. Ποιος επιδιώκει τον πλουτισμό χωρίς να νοιάζεται για τον τόπο, κλπ, κλπ.
Σ’ αυτήν την περίπτωση όπου η ατομική επιθυμία υπερβαίνει και καταστρατηγεί τη νομιμότητα και λειτουργεί ενάντια στον τόπο και στο συλλογικό συμφέρον μια δημοτική αρχή έχει όλη τη δυνατότητα να παρέμβει και να σταματήσει κάθε είδους παρανομία. Όμως πολύ συχνά αυτό δεν γίνεται.
Διαχρονικά είναι γνωστό ότι τα περισσότερα και μεγαλύτερα σκάνδαλα αφορούν σε δημοτικές αρχές. Πολλοί δήμοι αποτελούν μεγάλες εστίες κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος, ρουσφετολογικούς παράδεισους και βέβαια είναι οι βασικοί υπεύθυνοι της καταστροφής του φυσικού κάλους και τοπίου ενός τόπου. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Γιατί ενώ η κεντρική διοίκηση του κράτους εξελίσσεται προοδευτικά και προοδεύει μεταρρυθμίζοντας και μεταρρυθμιζόμενη, οι δήμοι, στην πλειονότητα, τους παραμένουν εγκλωβισμένοι σ΄ ένα διαρκές και ανελέητο αλισβερίσι ανάμεσα στους κατοίκους, στην κοινωνία και στην εκάστοτε δημοτική αρχή; Και γιατί σχεδόν καμιά νεοεκλεγείσα δημοτική αρχή δεν μπορεί να απεμπλακεί απ’ αυτές τις ρουσφετολογικές δαγκάνες;
Νομίζω ότι μεταξύ πολλών και διάφορων παραγόντων, πραγματικών και φανταστικών ένας είναι ο σημαντικότερος και είναι ο ίδιος που ανέφερα και στην αρχή: η αμεσότητα και η εγγύτητα μεταξύ των κατοίκων. Είναι αυτός ο ίδιος ο παράγοντας που ενώ κάνει τον κάτοικο ενός μικρού τόπου να νοιώθει οικεία με τον άλλον, σε αντίθεση με την αποξένωση της μεγαλούπολης, ταυτόχρονα αυξάνει και το φθόνο απέναντι στον άλλον ο οποίος τα «κατάφερε».
Κάτι τέτοιο φυσικά δεν εκλείπει από τους δημοτικούς συνδυασμούς και υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους αφού το σημαντικό είναι η προάσπιση των ευρύτερων οικογενειακών μικροσυμφερόντων, συχνά και κυρίως, ενάντια στο συμφέρον του χωριού. Έτσι, οι εκάστοτε δημοτικές αρχές θα φροντίσουν να ικανοποιηθούν πολλά από τα προσωπικά συμφέροντα και αυτό γίνεται σε βάρος του τόπου. Γι’ αυτό και η ψήφος στις δημοτικές εκλογές δεν είναι ψήφος πολιτική αλλά προσωποκεντρική.
Τι σημαίνει η παραπάνω κατάσταση; Σημαίνει ότι αναπτύσσεται και θεριεύει μέσα στην κοινωνία ένα λαϊκίστικο κίνημα και από τις δύο μεριές (δημοτικές παρατάξεις, κοινωνία) το οποίο απαιτεί να ικανοποιούνται τα αιτήματα του στο διηνεκές. Έτσι, οι δημοτικές αρχές καταλήγουν υπηρέτες συγκεκριμένων μικροσυμφερόντων, εγκαταλείποντας τις όποιες μεγαλόσχημες ιδέες σχετικά με τα συμφέροντα του χωριού.
Κάπως έτσι, κι ενώ η χώρα προοδεύει η «ενδοχώρα» μένει τραγικά πίσω. Το «παράδοξο» βέβαια στην όλη ιστορία είναι ότι οι μεγαλύτερες διαμαρτυρίες για την καθυστέρηση της επαρχίας τις έχουν οι ίδιοι οι κάτοικοι των επαρχιών ενώ είναι εκείνοι οι ίδιοι οι οποίοι πρωτοστατούν στους ρουσφετολογικούς αγώνες.
Πως μπορεί να σπάσει αυτός ο χρόνιος παθολογικός εναγκαλισμός ο οποίος κρατάει τα πράγματα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο σταθερά κάτω και να μετατραπεί σε μια υγιή συνθήκη συνεργασίας;
Ένας τρόπος υπάρχει. Να υπάρξει μια κεντρική συμφωνία ανάμεσα στις παρατάξεις που διεκδικούν τη δημαρχεία σε συγκεκριμένα βασικά σημεία υπέρ του τόπου και της προστασίας του, στην πράξη. Μόνον έτσι μπορεί να νικηθεί ο λαϊκισμός που ξεκινάει από την κοινωνία και γίνεται ψηφοθηρικό όπλο κάθε δημοτικής παράταξης.
Έτσι, τελικά το πολιτικό διακύβευμα θα βρει την πραγματική του θέση: την πρόοδο του τόπου για όλους με στόχο την προστασία του. Αυτή η συμφωνία και η τήρηση της δεν είναι παρά μια θεσμική συμφωνία, μια απόφαση στη βάση της θεσμικής αναγνώρισης του άλλου ως κάτι το ξεχωριστό και διαφορετικό. Και είναι απαραίτητη.