“Έφυγε” σε ηλικία 104 ετών η Νίκη Μάργαρη, μια Βολιώτισσα από τις τελευταίες της γενιάς της
2022-02-02 10:42:36
Σε ηλικία 104 ετών “έφυγε” από τη ζωή η Νίκη Μάργαρη, από τον Βόλο. Έζησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, την περίοδο των μεγάλων σεισμών. Παντρεύτηκε τον αντιστασιακό Γιάννη Μάργαρη και μαζί απέκτησαν ένα παιδί. Ολιγαρκής και αυτάρκης, με αξιοπρέπεια και χαμόγελο στάθηκε στα μικρά και στα μεγάλα, ευτυχισμένη δίπλα στην οικογένειά της, όπως αναφέρει η Μαρία Σπανού-Μάργαρη, πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων και μέλος του ΣΙΜΕΑ- Σύλλογος Ιστορίας και Μνήμης της Εθνικής Αντίστασης:
«Ένα από τα τελευταία σύμβολα της μακροζωίας, η Νίκη Μάργαρη πέθανε σε ηλικία 104 ετών
Προχθές σταμάτησε να χτυπά η υπεραιωνόβια καρδιά της Νίκης Μάργαρη. Μιας Βολιώτισσας από τις τελευταίες της γενιάς της. Ετών 104! Η αγέραστη ψυχή της πήρε τον ανήφορο για τον ουρανό.
Είχε γεννηθεί ανήμερα του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου του 1918, όταν γράφονταν οι τελευταίες σελίδες του τρομερού Μεγάλου Πολέμου. Γι΄ αυτό και ο νονός της θέλησε να της χαρίσει συμβολικά το όνομα «Νίκη». Μεγάλωσε στην περίοδο του Μεσοπολέμου μέσα σε μια πόλη που όδευε πρόσω ολοταχώς, έχοντας μεγάλα κέφια. Έμαθε κέντημα και μοδιστρική στο Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου.
Όταν πρωτοχτύπησαν οι σειρήνες κήρυξης του Πολέμου (28.10.1940) τη βρήκαν αμέριμνη να πηγαίνει με τα πόδια από τη Νέα Δημητριάδα, όπου ήταν το πατρικό της, στην οδό Ροζού, στο νεοκλασικό σπίτι των δερματεμπόρων Δίκου. Στο τεντωμένο χέρι της κρατούσε ατσαλάκωτο το ολοκαίνουργιο βραδινό φόρεμα που είχε τελειώσει η μοδίστρα της, παραγγελιά της οικοδέσποινας Δίκου, γιατί το βράδυ θα είχαν βεγγέρα.
Ως νεαρή κοπέλα έζησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε όλο του το μεγαλείο. Το ίδιο και την Κατοχή. Πείνασε αλλά δε λύγισε. Στον Εμφύλιο γνώρισε πως είναι ν’ αποχωρίζεσαι ό,τι αγαπάς. Ο καλός της, ο Γιάννης Μάργαρης ακολούθησε το δρόμο της εξορίας με σκληρό τίμημα. Πριν φύγει για τα νησιά του Αιγαίου κρατήθηκε κάμποσο στην Κίτρινη Αποθήκη. Στο διάστημα αυτό, εκείνη προσπαθούσε καθημερινά να τον επισκεφθεί. Απ’ όσο θυμόταν, συχνά, κάπου εκεί κοντά στεκόταν ένας «περίεργος» τύπος, που πάντα κάτι της έγνεφε. Προσπαθούσε ενστικτωδώς να τον αποφύγει. Μια μέρα καθώς έπεσε πάνω του, πρόλαβε και της έδωσε μια κόλλα χαρτί. «Δώστο στο Γιαννάκο», της είπε «κι αν το υπογράψει όλα τα βάσανά του θα τελειώσουν εδώ». Εκείνος δεν δέχτηκε «κουβέντα» για το θέμα.
Όταν αργότερα, ο Γιάννης επέστρεψε ελεύθερος στο Βόλο ένωσαν τις ζωές τους. Ο γάμος τους έγινε στην Παναγία Τρύπα, όπως ήταν τότε το συνήθειο των αριστερών. Από τότε, η ζωή τους αποζημίωσε, όπως η ίδια της άρεσε να εξομολογείται. Έζησαν την ανείπωτη ευτυχία ενός ζευγαριού που έκλεισε τους λογαριασμούς τους με τις οδυνηρές συνέπειες του πολέμου για τους ίδιους και την οικογένειά τους.
Μετά από κάποια χρόνια, στην περίοδο των σεισμών, και ενώ η Νίκη περίμενε το πρώτο και μοναδικό τους παιδί, ένα βράδυ που σειόταν συθέμελα ο Βόλος, εκείνη βρέθηκε μαζί με το κρεβάτι της από το πάνω πάτωμα του σπιτιού τους στο κάτω, χωρίς να πάθει το παραμικρό. Τυχερή ήταν και αργότερα, όταν μόλις που πρόλαβε να την ξεγεννήσει ο γιατρός της και οικογενειακός τους φίλος Αριστείδης Στουρνάρας, αφού σε λίγη ώρα έπρεπε ως πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου να ακολουθήσει τον τότε δήμαρχο Γεώργιο Καρτάλη μαζί με άλλους, για το αλησμόνητο ταξίδι του Δήμου Βόλου στο Ροστώβ της Ρωσίας. Αδιανόητο τόλμημα για την εποχή του ψυχρού πολέμου. Σε λίγο θα υπογραφόταν η επίσημη αδελφοποίηση μεταξύ των δυο πόλεων, η πρώτη ιστορικά σε ολόκληρη την Ελλάδα. Παρένθεση ήταν και επιστρέφω:
Η οικογένεια του πατέρα της καταγόταν από τη Λήμνο. Γι’ αυτό και τον παππού της που ήταν ναυτικός, όταν κάποτε προσορμίστηκε με το καΐκι του, λόγω θαλασσοταραχής, στο ανατολικό Πήλιο, όπου και παρέμεινε, τον είπαν «Λημνιό». Από τότε, το προσωνύμιο αυτό πήρε τη θέση του αληθινού του επιθέτου. Ο πατέρας της Νίκης, Στρατής Λημνιός παντρεύτηκε την Αναστασία Koυλιακιώτη από την Πρόπαν. Δύσκολα χρόνια. Με τη γέννηση της Νίκης και της αδελφής της, της Ευρυδίκης κατέβηκαν στο Βόλο. Ο πατέρας της αρχικά έγινε ο οδηγός της άμαξας που κουβαλούσε την οικογένεια Γκλαβάνη στις δουλειές και τις εξόδους της. Τα πρωινά φόρτωνε τα άλευρα προς διανομή που έβγαζε ο μύλος τους στον Άγιο Ονούφριο και τα κατέβαζε στο λιμάνι προς διανομή. Όταν ο μύλος κάηκε άλλαξε δουλειά. Έγινε ο φύλακας-άνθρωπος για όλες τις δουλειές του Γυμναστικού Συλλόγου Βόλου, όπου και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του. Στο σπιτάκι του ΓΣΒ η οικογένειά του αυγάτισε, αφού εκεί γεννήθηκαν ο Στέλιος και η μικρότερη κόρη τους, η Καίτη.
Από την άλλη μεριά, η οικογένεια του Γιάννη Μάργαρη, ορμώμενη εκ Ζαγοράς είχε εγκατασταθεί πριν τα τέλη του 19ου αιώνα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπως πλείστες οικογένειες του ανατολικού Πηλίου προς καλύτερο βιοπορισμό και πρόοδο. Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα του, Παναγιώτη Μάργαρη το 1920 από αρρώστια του Νείλου, υποχρέωσε τη γυναίκα του Ελένη Μάργαρη, το γένος Κόνσολα, επίσης από τη Ζαγορά, να πάρει τα δυο της μικρά αγόρια, Γιάννη και Φίλιππο και να επιστρέψουν στο Βόλο. Προστάτης τους έγινε από εκείνη τη στιγμή ο κουνιάδος της Κωστής Μάργαρης, που τους συνόδεψε στο ταξίδι και στη νέα τους εγκατάσταση. Ήταν από τους πρώτους μηχανολόγους που εργάστηκε στην αναδυόμενη βολιώτικη βιομηχανία. Τα δυο αδέρφια μεγαλώνοντας αποφοίτησαν από την Εμπορική Σχολή Βόλου. Ο Φίλιππος, πριν ανοίξει τα φτερά του, αρρώστησε από φυματίωση και πέθανε στο σανατόριο του Καραμάνη. Ο Γιάννης επαγγελματικά ασχολήθηκε με τα εκτελωνιστικά, αποτελώντας έναν από τους πρώτους και τους πιο πετυχημένους εκτελωνιστές της πόλης. Ήταν ιδεολόγος με πολλά ενδιαφέροντα, ανοικτή καρδιά και πολλούς φίλους. Από τα ιδρυτικά μέλη της Φωτογραφικής και Περιηγητικής Λέσχης Βόλου. Αγαπούσε τα ταξίδια, τις εκδρομές, τη μουσική, το διάβασμα, τις συζητήσεις. Καθημερινά. Η ζωή του όλη μια παρέα. Πέθανε από καρκίνο στα εβδομήντα του.
Η Νίκη συνέχισε ήρεμα τη ζωή της. Ολιγαρκής και αυτάρκης, με αξιοπρέπεια και χαμόγελο στάθηκε στα μικρά και στα μεγάλα, ευτυχισμένη δίπλα στην οικογένεια του γιου της. Χορτασμένη από τη ζωή, αναπολούσε τη διαδρομή της που μοιάζει με παραμύθι, όπως έλεγε. Παρέα με τις αναμνήσεις της, έζησε πολλά χρόνια με ευθυκρισία και πνεύμα αναλλοίωτο. Δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Ακόμα και τα τελευταία δύο χρόνια που έζησε σε δομή υγείας, δυστυχώς απομονωμένη λόγω της συγκυρίας, δεν σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τους αγαπημένους της. Παρά ταύτα υπέμεινε παλληκαρήσια. Απόδειξη είναι, ότι όταν ο κορωνοϊός την πολιόρκησε, πριν από ένα χρόνο, εκείνη τον προσπέρασε. Παρά τα βαθιά της γεράματα ως το τέλος, το καντήλι της επέμεινε να εκπέμπει μικρές φλογίτσες, εκτιμώντας στο έπακρο τη ζωή που της δωρήθηκε. «Να αγαπάτε τη ζωή». Αυτό μας συμβούλεψε. Καλοτάξιδη κυρά -Νίκη! Θα μείνεις πάντα στη σκέψη μας».
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ