Στις 27 Ιανουαρίου 1903, ξεκίνησε η τμηματική δημοσίευση της μετάφρασης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στο μυθιστόρημα Drakula, του Bram Stoker. Ο τίτλος αποδόθηκε ως «Ο Πύργος του Δράκουλα» και η εφημερίδα εξέδιδε αποσπάσματα ως και τις 24 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Διαφημίστηκε ως το «περιεργότερον μυθιστόρημα όπερ εδημοσιεύθη εις ἑλληνικήν εφημερίδα» και εκθειάστηκε ως μια από τις κορυφαίες κυκλοφορίες της βρετανικής λογοτεχνίας.
Ας θαυμάσουμε ένα απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου ο Ιωνάθαν Αρκερ, έχοντας ήδη υποψιαστεί ότι δεν είναι φιλοξενούμενος αλλά φυλακισμένος στον Πύργο του Δράκουλα, αποφασίζει να αγνοήσει τη νουθεσία του τελευταίου και να μην επιστρέψει στο δωμάτιό του για ν’ αναπαυθεί. Τι είδους εκπλήξεις τον περιμένουν τώρα;
«Βραδύτερον, πρωία της 16 Μαΐου. – Ο Θεός να φυλάξη τον νουν μου, διότι εις τούτο κατήντησα. Η ασφάλεια και η βεβαιότης της ασφαλείας είναι πράγματα περασμένα. Ενόσω ζω εδώ, έν πράγμα μόνον πρέπει να εύχωμαι: να μη τρελλαθώ, εάν εντούτοις δεν είμαι τρελλός ήδη. Εάν εχεφρονώ, τότε βεβαίως είναι τρελλόν να σκέπτωμαι ότι εξ όλων των βδελυρών πραγμάτων, τα οποία ανέρπουσιν εις το μισητόν τούτο μέρος, ο Κόμης είναι το ολιγώτερον φοβερόν εις εμέ• ότι εις αυτόν μόνον δύναμαι ν’ αποβλέπω προς ασφάλειαν, και τούτο μόνον ενόσω δύναμαι να υπηρετήσω τον σκοπόν του. Μέγιστε Θεέ! Θεέ πολυεύσπλαγχνε! Δος να είμαι ατάραχος, διότι πέραν τούτου κείται η παραφροσύνη.
Η μυστηριώδης νουθεσία του Κόμητος μ’ ετρόμαξεν εν καιρώ ώρα με τρομάζει περισσότερον, όταν την αναλογίζωμαι, διότι εις το μέλλον αυτός έχει φοβεράν λαβήν επ’ εμού. Θα φοβούμαι και ν’ αμφιβάλλω εις ό,τι και να είπη!
Όταν είχα γράψει εις το ημερολόγιόν μου, και είχα βάλει ευτυχώς το βιβλίον και την γραφίδα εις το θυλάκιόν μου, ησθάνθην νυσταγμόν. Η νουθεσία του Κόμητος ήλθεν εις τον νουν μου, αλλ’ εύρον ηδονήν εις το να παρακούσω. Η αίσθησις του ύπνου ήτο επ’ εμού, και μετ’ αυτής η ισχυρογνωμοσύνη, την οποίαν ο ύπνος ως προπομπόν φέρει. Το μελιχρόν της σελήνης φως εμάλασσε την καρδίαν, και η αχανής έξω έκτασις παρείχεν αίσθημα ελευθερίας, το οποίον με ανέψυχε. Απεφάσισα να μη επιστρέψω απόψε εις τους θαλάμους τους κατηφείς, αλλά να κοιμηθώ εδώ, όπου το πάλαι δέσποιναι εκάθηντο και έψαλλον και έζων αβράν ζωήν, ενώ τα ευγενή στέρνα των ήσαν τεθλιμμένα, διότι οι άρρενες οικείοι των έλειπον εις τους απηνείς πολέμους. Έσυρα μέγα ανάκλιντρον από την θέσιν του παρά την γωνίαν, ώστε πλαγιασμένος να βλέπω την ωραίαν θέαν προς ανατολάς και μεσημβρίαν, και χωρίς να με μέλη διά την σκόνην, διετέθην προς ύπνον.Υποθέτω ότι απεκοιμήθην• ελπίζω τούτο, πλην φοβούμαι, διότι παν ό,τι επηκολούθησεν ήτο εκπάγλως πραγματικόν – τόσον πραγματικόν, ώστε τώρα, καθήμενος εδώ εις τον ήλιον της πρωίας δεν δύναμαι το παράπαν να πιστεύσω ότι όλα ήσαν καθ’ ύπνους.
Δεν ήμην μόνος. Ο θάλαμος ήτο ο ίδιος αμετάβλητος καθ’ όλα αφότου εισήλθα, έβλεπα κατά μήκος του δαπέδου, εις το λαμπρόν σεληνόφως, τα ίχνη των ιδίων βημάτων μου αποτυπωμένα, όπου είχα διαταράξει την μακροχρόνιον επισώρευσιν της σκόνης. Εις το φως της σελήνης αντικρύ μου ήσαν τρεις νεαραί γυναίκες, κυρίαι εκ της ενδυμασίας και του τρόπου των. Εσκέφθην την ώραν εκείνην ότι πρέπει να ωνειρευόμην, όταν τας είδα, διότι, καίτοι το σεληνόφως ήτο όπισθέν των, δεν έρριπτον σκιάν επί του δαπέδου.
Ήλθαν πλησίον μου και μ’ εκοίταξαν επί τινας στιγμάς και είτα ήρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ των. Δύο ήσαν μελαχροιναί και είχον υψηλάς γρυπάς ρίνας, όπως ο Κόμης, και μεγάλους, βαθείς, διαπεραστικούς οφθαλμούς, οι οποίοι εφαίνοντο να είναι σχεδόν ερυθροί εν συγκρίσει προς την ωχράν λευκήν σελήνην. Η άλλη ήτο ξανθή, ξανθοτάτη, με μεγάλους μεταξοειδείς βοστρύχους χρυσής κόμης και όμματα ως σαπφείρους ωχρούς. Και αι τρεις είχον στιλπνούς λευκούς οδόντας, οίτινες έφεγγον ως μαργαρίται επάνω εις το ρουβίνιον των ηδυπαθών χειλέων των. Είχον κάτι τι επάνω των, το οποίον με έκαμεν ανήσυχον• ένα πόθον και συγχρόνως ένα θανάσιμον φόβον. Ησθάνθην εν τη καρδία μου πονηράν, καίουσαν επιθυμίαν όπως με φιλήσουν μ’ εκείνα τα κόκκινα χείλη. Εψιθύρισαν ομού, είτα και αι τρεις εγέλασαν — τόσον αργυρόηχον, μουσικόν γέλωτα, αλλά και τόσον σκληρόν, ως εάν ο ήχος ουδέποτε ηδύνατο να προέλθη εκ της μαλακότητος ανθρωπίνων χειλέων. Ήτο όμοιος με την αφόρητον, την κωδωνίζουσαν κλαγγήν ποτηρίων όταν δι’ επιδεξίας χειρός συγκρούωνται. Η ξανθή έσεισε φιλαρέσκως την κεφαλήν της και αι άλλαι δύο την παρώτρυνον. Η μία είπεν: — Υπαγε! Είσαι πρώτη κ’ εμείς θ’ ακολουθήσωμεν• δικαίωμά σου είναι ν’ αρχίσης. Η άλλη προσέθηκεν: — Είναι νέος και δυνατός• υπάρχουν φιλήματα δι’ όλας μας.
Εγώ κατεκείμην ήσυχος, ρίπτων βλέμματα υπό τας βλεφαρίδας μου, εν αγωνία ηδονής και προσδοκίας. Η ξανθή επροχώρησε και έκυψεν επάνω μου, εωσότου ησθάνθην την κίνησιν της πνοής της επ’ εμού. Γλυκύ ήτο κατά μίαν έννοιαν, ως μέλι γλυκύ, και μετεβίβαζε τον αυτόν κωδωνισμόν εις τα νεύρα όπως η φωνή της, αλλά μετά πικράς υποστάθμης το γλυκύ, μετά πικράς προσβολής, ως όταν οσφραίνεταί τις αίμα.
Εφοβούμην να υψώσω τα βλέφαρά μου, πλην εκοίταζα κ’ έβλεπα εντελώς υπό τας βλεφαρίδας. Η ξανθή κόρη εγονάτισε και έκυψεν επ’ εμού, εμπαθώς κοιτάζουσά με. Ενυπήρχε μία εσκεμμένη ηδυπάθεια, ήτις ήτο άμα ριγηλή και απεχθής, και καθώς έκαμπτε τον λαιμόν της πράγματι έλειχεν ως θηρίον τα χείλη της, εις τρόπον ώστε ημπόρεσα να ίδω εις το σεληνόφως την υγρότητα στίλβουσαν επί των πορφυρών χειλέων και της ερυθράς γλώσσης, καθώς προέκυπτε διά των λευκών αιχμηρών οδόντων. Χαμηλότερα ολονέν κατήρχετο η κεφαλή της, καθώς τα χείλη ήρχοντο κάτω του επιπέδου του στόματος και του πώγωνός μου, κ’ εφαίνοντο έτοιμα να ριφθώσι κατά του λαιμού μου. Τότε εστάθη, κ’ ηδυνάμην ν’ ακούω τον λείον ήχον της γλώσσης της, καθώς έλειχε τους οδόντας της και τα χείλη, και ησθανόμην επί του λαιμού μου την θερμήν πνοήν. Τότε η επιδερμίς του πώγωνός μου ήρχισε ν’ ανατριχιάζη, όπως ανατριχιάζει η σαρξ όταν η χειρ ήτις θα την ψαύση επί μάλλον και μάλλον προσεγγίζη. Ηδυνήθην να αισθανθώ την μαλακήν, ριγηλήν επαφήν των χειλέων επί του ευαισθήτου δέρματος του λαιμού μου και τα σκληρά ούλα δύο αιχμηρών οδόντων, τα οποία έψαυσαν κολλώντα εκεί. Έκλεισα τα όμματα εις ναρκώδη έκστασιν κ’ έμεινα — έμεινα με πάλλουσαν καρδίαν…»
Με πληροφορίες από
Lexilogia