Στις Πανελλήνιες πέρασα μετά κόπων και βασάνων στην Aγγλική Φιλολογία με την τρίτη προσπάθεια, διότι μισούσα την Ιστορία και δεν μπορούσα να τη μάθω με τίποτα. Εκείνη την εποχή τρελαινόμουν να κάνω βόλτες και να πουλάω μούρη παίζοντας κιθάρα.
Δεν ήταν τόσο θέμα τεμπελιάς όσο η επιθυμία να κάνω τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο. Για παράδειγμα, πτυχίο Αγγλικής Φιλολογίας πήρα μετά από δέκα χρόνια, ενώ έκανα ήδη τα πρώτα μου βήματα στο τραγούδι.
• Η πρώτη μου δουλειά ήταν δάσκαλος κιθάρας. Δεν ήμουν σπουδαίος. Δούλευα ωραία με όσα παιδιά είχαν ταλέντο. Με τα υπόλοιπα δεν είχα υπομονή. Ούτε εκείνα περνούσαν καλά μαζί μου, ούτε εγώ είχα τρόπο να τα προσεγγίσω.
Δεν τους έλεγα κατάμουτρα ότι δεν κάνουν για τη μουσική αλλά εκνευριζόμουν εύκολα κι έτσι καταλαβαίναμε όλοι τι έπρεπε να κάνουμε. Το τραγούδι με έσωσε από μια μοίρα που δεν άντεχα: θα ήμουν ένας μάλλον δυστυχισμένος καθηγητής Αγγλικών ή κιθάρας και δεν θα είχα φύγει ποτέ από την Καλαμάτα.
• Βαριέμαι φρικτά τις συνεντεύξεις γιατί θεωρώ ανούσια τη διαδικασία τού να μιλάω για μένα. Αν θέλεις να δεις πότε κάποιος κάνει καλά τη δουλειά του, πήγαινε να τον τσεκάρεις στον χώρο εργασίας του. Ό,τι έχω να πω το λέω στη σκηνή. Τι παραπάνω θα σου προσφέρει να ξέρεις λεπτομέρειες για τη ζωή μου; Άσε που αρνούμαι να απαντώ σε ερωτήσεις του τύπου «σας αρέσει η Κάλλας;». Είναι σαν να κρίνεις τη Βίβλο.
Άγχος έχω παντού το ίδιο. Δεν ξέρω αν είναι λίγο ή πολύ αλλά είναι το ίδιο όπου κι αν τραγουδώ. Περνάει αυτομάτως με το που πατάω το πόδι μου στη σκηνή. Δεν υπάρχει κοινό που νιώθω ότι το έχω κατακτήσει και άρα μπορώ να το γράψω στα παπούτσια μου ή να το προδώσω. Απεναντίας, οι άνθρωποι που με ακολουθούν παντού μου δημιουργούν μεγαλύτερη υποχρέωση και όχι ασφάλεια.
• Η φωνή μάλλον είναι κληρονομιά των γονιών μου, που, αν και εκπαιδευτικοί στο επάγγελμα, υπήρξαν ερασιτέχνες χορωδοί και πασίγνωστοι στις ταβέρνες της Καλαμάτας για τα αυτοσχέδια γλέντια που έστηναν από το τίποτα.
Παρ' όλα αυτά, όταν αποφάσισα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στο τραγούδι γιατί ήμουν μεγάλος φαν της όπερας και συλλέκτης δίσκων, δεν το είπα σε κανέναν, παρά μόνο στη δασκάλα μου, τη Μαρία Μαρκέτου.
Της ζήτησα να με ακούσει, νομίζω «Κουρέα της Σεβίλλης» ή κάποιο άλλο χιτάκι της είχα ετοιμάσει στα πρόχειρα. Ενθουσιάστηκε και σχεδόν με έσπρωξε να διεκδικήσω υποτροφία Τριάντη.
• Κάπως έτσι βρέθηκα στην Ιταλία να κάνω ιδιαίτερα με μια κυρία που μου σύστησαν. Δεν είχα ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό, δεν είχα ιδέα τι σημαίνει να μελετάς με δάσκαλο, δεν ένιωσα ποτέ ότι με κυνηγά ο χρόνος επειδή είχα πατήσει τα 30.
Είχα συνηθίσει να τα κάνω όλα στους δικούς μου χρόνους, με τον δικό μου τρόπο. Μέχρι τα 29 κάπνιζα αρειμανίως, κάνα δυο πακέτα την ημέρα, live παράσταση όπερας παρακολούθησα πρώτη φορά στη ζωή μου το 1996 (!), ενώ ουδέποτε μαθήματα υποκριτικής πήρα γιατί κινήθηκα με το ένστικτο.
Οι παρέες μου είχαν περάσει νωρίτερα από μένα στο πανεπιστήμιο κι έτσι, όταν ανέβηκα, είχαν ήδη χαρτογραφηθεί όλα τα μπαρ των περιοχών που με ενδιέφεραν. Επιπλέον, είχα νονό στην Αθήνα τον μεγαλύτερο ταβερνάκια του πλανήτη. Έβγαινα κάθε μέρα. Λεφτά δεν είχαμε για να τρώμε, αλλά τις μπίρες μας τις πίναμε. Είχα όλα τα συστατικά για να μην περάσω ποτέ κανένα μάθημα στη σχολή. Και τα αξιοποίησα.
• Έχω μια αδυναμία στο καλό κρασί. Η μητέρα μου έχει καταγωγή από τη Νάουσα και όσο ήμασταν μικρά πηγαίναμε απαραιτήτως μία φορά τον χρόνο στον τόπο της. Δεν άντεχα να μείνω πολύ καιρό λόγω βουνού, αλλά η περιοχή είχε έναν εξωτισμό για μας που ερχόμασταν από την καυτή Καλαμάτα.
Ταξιδεύαμε ατελείωτες ώρες και διασχίζαμε ολόκληρη τη χώρα με το λεωφορείο για να φτάσουμε. Από αυτές τις επισκέψεις στη βόρεια Ελλάδα μυήθηκα στο καλό εμφιαλωμένο κρασί και συνειδητοποίησα πόσο σπουδαία ήταν η προσφορά των Μπουτάρηδων που έβαλαν τον ελληνικό οίνο στον παγκόσμιο χάρτη και άνοιξαν τον δρόμο γι' αυτό που ονομάζουμε σήμερα σοβαρή ελληνική παραγωγή.
Αφού επιζήσαμε από τα χύμα κρασιά που πίναμε τόσα χρόνια στις ταβέρνες και στο κατώγι του σπιτιού μας, νομίζω τους χρωστάμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ».
• Δεν κάνω τη ζωή του πρωταθλητή που συχνά ακούγεται ότι οφείλουν να διάγουν οι λυρικοί τραγουδιστές. Δεν έχω παράλογες απαιτήσεις ούτε και... μυθιστορηματικές ιδιοτροπίες.
Γενικά, δεν είμαι το πρόσωπο που δικαιολογεί όλη αυτή την αίγλη και το σταριλίκι που συνοδεύει τους τενόρους ή τις σοπράνο. Φοράω τα ίδια μπλουζάκια Lacoste σε διάφορα χρώματα, το ίδιο τζιν σε μικροπαραλλαγές, έχω ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, δύο κοστούμια κι ένα σμόκιν.
[caption id="attachment_117390" align="alignnone" width="2367"] Η μεγαλύτερη πολυτέλεια που μου εξασφάλισε η δουλειά είναι να μπορώ να ξοδεύω χρήματα για καλό κρασί και φαγητό με εκείνους που αγαπώ.[/caption]
• Όταν δεν πρόκειται να τραγουδήσω άμεσα ή δεν είμαι σε περίοδο προβών, δεν αισθάνομαι κανέναν περιορισμό. Περιορισμό στη ζωή μου κανονικά θα έπρεπε να μου βάζει μόνο το βάρος και οι αντοχές της καρδιάς μου.
Αλλά, όπως είναι φανερό, ούτε αυτά κατάφεραν κάτι μαζί μου. Με το που ξεκινούν οι πρόβες, κόβονται όλα. Όταν έρχομαι αντιμέτωπος με έναν ρόλο πράγματι γίνομαι προσεκτικός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακολουθώ πρόγραμμα αθλητή που κάνει κατοστάρι.
Αντιθέτως, χρειάζομαι τα αποθέματα και τις δυνάμεις της καλοπέρασης για να ανταποκριθώ στη σωματική και ψυχολογική πίεση που μου προκαλεί η σκηνή.
• Άγχος έχω παντού το ίδιο. Δεν ξέρω αν είναι λίγο ή πολύ αλλά είναι το ίδιο όπου κι αν τραγουδώ. Περνάει αυτομάτως με το που πατάω το πόδι μου στη σκηνή. Δεν υπάρχει κοινό που νιώθω ότι το έχω κατακτήσει και άρα μπορώ να το γράψω στα παπούτσια μου ή να το προδώσω.
Απεναντίας, οι άνθρωποι που με ακολουθούν παντού μου δημιουργούν μεγαλύτερη υποχρέωση και όχι ασφάλεια. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, παρατηρώ ‒και μου αρέσει πολύ‒ πως έχει δημιουργηθεί στην Αθήνα ένα νέο φανατικό κοινό της όπερας.
Δεν μιλώ για τους παραδοσιακούς ακροατές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αλλά για νέα παιδιά που παρακολουθούν ανελλιπώς τις δουλειές μας στην Ελλάδα, είναι βαθιά ενημερωμένα και ταξιδεύουν πολύ στο εξωτερικό για να μας ακούσουν.
• Αγαπώ πολύ τον Βέρντι, αλλά αγαπημένο ρόλο δεν έχω. Δεν είναι εύκολο να διαλέξεις ανάμεσα στον Ναμπούκο, τον Οθέλλο, το Ριγκολέτο, τον Σιμόν Μποκανέγκρα. Την ώρα που τραγουδώ δεν έχω κανέναν συναισθηματισμό.
Το cold blood μάλλον περιγράφει καλύτερα τη στιγμή. Δεν είναι μόνο το ότι με απωθούν οι υπερβολές και σιχαίνομαι το μελό. Είναι που το συναίσθημα είναι δίκοπο μαχαίρι, ένα ολίσθημα τεχνικό που δεν επιτρέπεται στις μεγάλες ερμηνείες.
Αν κάνεις το λάθος να παρασυρθείς και του δώσεις περισσότερο χώρο χάνεις τον έλεγχο, συχνά και τη φωνή σου. Χρειάζεται αποστασιοποίηση και κυρίως απόλυτη ισορροπία.
• Το 2010 πέρασα ένα σοβαρό επεισόδιο με την καρδιά μου. Δυο-τρεις μέρες πριν φύγω για Πάσχα στην Καλαμάτα ένιωσα έναν έντονο πόνο και χάρη στην επιμονή της γυναίκας μου πήγα στο νοσοκομείο. Πρώτη φορά φοβήθηκα. Ποτέ ως τότε δεν είχα σκεφτεί πώς είναι να χάνεις την επαφή με τη ζωή.
Αλλά δεν ήταν ο θάνατος αυτό που με τρόμαξε. Ήταν η σκέψη, όσες μέρες έμεινα στο νοσοκομείο, ότι από ώρα σε ώρα θα έμπαιναν οι γιατροί στο δωμάτιο και θα μου ανακοίνωναν ότι δεν μπορώ να ξανατραγουδήσω. Τίποτα δεν τήρησα από τα πράγματα που μου απαγόρευσαν. Βλέπεις τι είναι ο άνθρωπος; Όταν απομακρύνεται από τον κίνδυνο τα ξεχνάει όλα.
• Ποτέ δεν περίμενα ότι θα έκανα διεθνή καριέρα. Ωστόσο, μετά τα πρώτα τρία-τέσσερα χρόνια στο τραγούδι ένιωσα ότι άξιζα μια ευκαιρία να δοκιμαστώ στα μεγάλα.
Για να ξεκαθαρίσουμε, όμως, λίγο τα πράγματα: δεν ισχύουν αυτές οι υπερβολές που συχνά διαβάζω, ότι είμαι ο κορυφαίος Έλληνας τραγουδιστής όλων των εποχών και ότι έχω τραγουδήσει στα κορυφαία θέατρα του κόσμου.
Έχω τραγουδήσει σε κάποια σπουδαία θέατρα, όπως το Κόβεντ Γκάρντεν, όπου πάω συχνά, και η Λα Μονέ στις Βρυξέλλες, στη Βαλένθια, στο Μόναχο, στη Βενετία, κλπ. Δεν έχω ούτε μία εμφάνιση στην παρισινή όπερα, δεν έχω κάνει Βιέννη και Μιλάνο ακόμα, ενώ πρεμιέρα στη Αμερική κάνω τον Σεπτέμβριο, όπου τραγουδάω «Καβαλερία Ρουστικάνα» και «Παλιάτσους» στο Σαν Φρανσίσκο.
Είναι ωραίο να αβαντάρουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε, αλλά η αλήθεια είναι μία και καλό είναι να την ξέρω: όταν σταματήσω να τραγουδώ, κανείς δεν θα θυμάται τίποτε απ' όλα αυτά.
• Έχω σκεφτεί πώς θα είναι αυτό το τέλος για μένα. Δεν είμαι έτοιμος ούτε το παίζω άνετος, αλλά κάποια στιγμή το περιμένω. Νομίζω πως την ημέρα που θα σηκωθώ και δεν θα μπορώ να τραγουδήσω ούτε νότα η πρώτη αντίδραση θα είναι να με πιάσουν τα γέλια.
Θα κλείσω τις βαλίτσες, θα τις καταχωνιάσω κάπου, γιατί βαρέθηκα να τις ετοιμάζω κάθε τόσο, και θα αρχίσω το πάρτι.
Δεν ξέρω αν με ενδιαφέρουν πια τα ταξίδια. Ίσως να τα χορταίνω και μόνο στην ιδέα ότι τους επόμενους μήνες έχω κλεισμένες εμφανίσεις σε Αμερική, Μόναχο, Αθήνα, Αμβούργο, Λονδίνο, Μαδρίτη.
Ίσως, τελικά, να είμαι ένας αθεράπευτος Καλαματάκιας...
Η μεγαλύτερη πολυτέλεια που μου εξασφάλισε η δουλειά είναι να μπορώ να ξοδεύω χρήματα για καλό κρασί και φαγητό με εκείνους που αγαπώ.