Ως πότε θα συνδέουμε την Ανάσταση με τη βαρβαρότητα; |Γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2024-05-04 07:26:18To έθιμο έρχεται από το χρόνια της τουρκοκρατίας όπου οι οι Έλληνες έψαχναν αφορμή να κάνουν σαματά για να διώξουν δήθεν τα κακά δαιμόνια. Σήμερα όμως, και με την εξέλιξή του επί των χείρω –φτάσαμε να πέφτουν ως και αυτοσχέδιες μολότωφ-, σε ποιον επιδεικνύουμε τούτη τη βαρβαρότητα; Ο ένας στον άλλον, στα ζωντανά της φύσης που παθαίνουν από καρδιακή προσβολή ή στους αλλοδαπούς επισκέπτες της Ελλάδας που με το δίκιο τους θα μας αποκαλούν αγροίκους; Το πράγμα θαρρώ πως κατάντησε γελοίο μα κυρίως είναι άκρως επικίνδυνο!
Εν ώρα ‘’εορτής’’ πολλοί διαμαρτυρόμαστε, αλλά τα ξεχνούμε όλα αμέσως μετά το πέρας της… και το κακό, δυστυχώς, επαναλαμβάνεται. Κάθε χρόνο και χειρότερα! Όσοι τολμάμε να ψελλίσουμε γιατί να γίνεται με τόσο βάρβαρο τρόπο το ‘’Χριστός Ανέστη’’, εισπράττουμε, προς τέρψη των πυρομανών και των επιλεκτικών θεματοφυλάκων της παράδοσης, την περιπαικτική απάντηση πως το έθιμο είναι έθιμο κι έτσι συνεχίζεται απρόσκοπτα κι επεκτείνεται –δες Πρωτοχρονιά, γήπεδα, εκδηλώσεις, γάμους, πάρτι ακόμα και βαφτίσεις-, παρότι μετρούμε πανελλαδικά συνεχώς θύματα, δυστυχώς και αθώων παιδιών. Κι όλα αυτά με την ανοχή των αρχών και της εκκλησίας που δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν το ποίμνιο, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στους πολεμοχαρείς και στα απερίσκεπτα παιδιά. Η δε αστυνομία αγρόν ηγοράζει. Περιμένει πρώτα να συμβεί το κακό και μετά να δράσει.
Μου φαίνεται πως τελικά βγαίνουμε σ’ αυτή την Ανάσταση του τρόμου από συνήθεια ή ακόμα χειρότερα, από κρυφομαζοχισμό κι από την ηδονή της αδρεναλίνης που προκαλεί ο φόβος. Λέμε πάντα πως δε θα συμβεί σε μας το κακό και βουρ συν γυναιξί και τέκνοις. Θέλουμε να μυρίσουμε το μπαρούτι του πολέμου και τον καπνό της πυρκαγιάς, αλλιώς δεν εξηγείται η μαζική συμμετοχή μας. Το άραγμα αμέτρητων εξ ημών στα καφέ τριγύρω απ’ τα πεδία της μάχης, δίκην θεατών, από νωρίς το βράδυ του Μ. Σαββάτου, το επιβεβαιώνει περίτρανα.
Ωστόσο νομίζω πως κάποιοι φτάσαμε στο έσχατο σημείο να μη θέλουμε πια να πάμε στην Ανάσταση – και τι να πεις στα παιδιά;- γιατί αν πάμε, αναρωτιόμαστε πώς θα γλυτώσουμε απ’ τα ανεξέλεγκτα βεγγαλικά, τα βαρελότα, τα πυροκρόταλα, τα καψούλια, τις κροτίδες, τους δυναμίτες, τις φωτιές, τα καπνογόνα, τις αναθυμιάσεις, τον κουρνιαχτό και τους άναρχους εκκωφαντικούς πυροβολισμούς από αόρατες και σκοτεινές ταράτσες που δεν συγκινούν κανένα αρμόδιο ως να είναι όλα νομίμως καμωμένα.
Απορούμε επίσης για το αν θα ξαναβγούμε σώοι μέσα απ’ τον συνωστισμό όπου αλλόφρονες, σχεδόν άπαντες τρέχουμε με τις λαμπάδες αναμμένες στα χέρια, πριν τελειώσει καν το ‘’Χριστός Ανέστη’’ για να προφτάσουμε αχνιστή τη μαγειρίτσα και το κατσίκι λες κι έχουμε κατοχική πείνα.
Ώρες- ώρες πιστεύω στ’ αλήθεια πως όλα ξεκίνησαν απ’ τη στιγμή που μετατράπηκε η Ανάσταση σε θέαμα, από εκείνη την καταραμένη διαταγή των αρμοδίων κατά τον 19ο αιώνα αιώνα «νὰ κατασκευασθῇ ἐξέδρα ἐπὶ τῆς μικρᾶς πλατείας διὰ νὰ ψαλῇ ἡ Ἀνάστασις.». (1)
Α ρε κυρ- Αλέξανδρε, ποιος σ’ ακούει και σένα …
« Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία (οι πανούκλες) ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καί τινες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας…» (2)
Κι όμως υπάρχουν σήμερα άηχα πυροτεχνήματα, υπέροχα μικρά αερόστατα και πανίσχυρα λέιζερ για να μετατρέψουμε τον αχρείαστο πόλεμο σε ειρηνική γιορτή , όπως άλλωστε της αξίζει…