Οι Τοκογλύφοι στο έργο του Παπαδιαμάντη - Μέρος Α | Γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2023-07-05 14:51:03
Η λέξη τοκογλύφος προέρχεται από τις λέξεις τόκος (γεννώ, τίκτω) και γλύφω (χαράσσω, λοξεύω, σμιλεύω) εκφράζοντας την παλιά συνήθεια των τοκιστών να χαράσσουν επί ξύλου ή μαρμάρου τα επιπλέον ποσά με τα οποία χρέωναν τους πελάτες τους.
Κατά τον 19ο αιώνα, πριν και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, το φαινόμενο της τοκογλυφίας εκτινάχτηκε λόγω της προσδοκίας πολλών για μια καλύτερη ζωή μα και εξαιτίας της ανάγκης για επιβίωση από τις φοβερές επιδημίες που έπλητταν τον κόσμο και τις οικονομικές καταστροφές κυρίως της αγροτικής παραγωγής (φυλλοξήρα, καιρικά φαινόμενα). Ελλείψει φιλολαϊκού τραπεζικού συστήματος, δηλαδή νόμιμου και φυσιολογικού τοκισμού για όλους με επιτόκια στο ύψος του πληθωρισμού και χωρίς εξωφρενικές εγγυήσεις για τους αδυνάτους, οι τοκογλύφοι κυριολεκτικά οργίαζαν με «το διάφορο κεφάλι», που σήμαινε τόκους επί των τόκων καθώς ο τόκος (διάφορο) ανατοκιζόταν και κεφαλαιοποιούταν.
Εκείνος βέβαια που στηλίτευε διαρκώς μέσα απ’ το έργο του όσο κανείς (και) τούτο το μέγα βάσανο του κοσμάκη ήταν –ποιος άλλος;- ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ο οποίος υπήρξε σαρξ εκ της σαρκός του και σταθερά και σθεναρά απέναντι στην πλουτοκρατία, τον «μόνιμο άρχοντα του κόσμου». Στο διήγημα δε «Βενέτικα» αναφέρεται στο πώς πλουτίζουν υπέρμετρα κάποιοι άνθρωποι: «(…) Για ν’ αποκτήσει κανείς γρόσια (…) πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια». Πώς όμως οι αθώοι έπεφταν συνήθως στα νύχια των στυγνών κι αδίστακτων τοκογλύφων;
Ο συγγραφέας μας το εξηγεί στο «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» όπου συναντάμε τον Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα που «είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, καί χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τόν αντίσπορον τών χωραφίων ημπορούσε νά μήν αγοράζη ψωμί δι᾿ όλου τού έτους, αυτός καί η οικογένειά του. Οι δέ ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν, έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ᾿ επειδή δέν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα "τόν έτρωγαν"! Είτα αυξανομένης τής οικογενείας, συνηυξάνοντο καί αι ανάγκαι. Καί όσον ηύξανον τά έξοδα, τόσον τά έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν "δυστυχισμένες χρονιές", αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δέν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρά κάμπη αρκεί διά νά καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον τού τόπου. Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι "φερτοί", απ᾿ έξω, καί όταν κατέφυγον εις τόν τόπον, εν ώρα συμφοράς καί ανεμοζάλης, κατά τήν Μεγάλην Επανάστασιν ή κατά τά άλλα κινήματα τά πρό αυτής, αρχομένης τής εκατονταετηρίδος, κανείς δέν έδωκε προσοχήν καί σημασίαν εις αυτούς. Αλλ᾿ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τά κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες… έδωκαν όλην τήν σημασίαν καί τήν προσοχήν των εις τά χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ᾿ εμπορεύοντο, κ᾿ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν ώρα, όπως καί τώρα καί πάντοτε συμβαίνει, οπότε οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην τών χρημάτων, καί τότε ήρχισαν νά υποθηκεύουν τά κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία καί ημίσεια, καί τά χρήματα επέστρεψαν εις τούς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ εαυτών καί τά κτήματα. Έως τότε δέν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τόν έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ᾿ επ᾿ εσχάτων, είχε λάβει ανάγκην καί δευτέρου καί τρίτου δανείου, καί οι δανεισταί προθύμως τού έδιδαν, αλλ᾿ απήτουν νά τούς καθιστά υπέγγυα τά καλύτερα κτήματα, εκ τών οποίων έκαστον είχε, κατ᾿ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν τού ποσού του δανειζομένου.»
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ