ΘΕΟΔΟΣΗΣ Θ. ΠΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ 23/8/44 ΣΤΗ ΣΚΙΑΘΟ | του Γιώργου Σανιδά
2020-08-22 19:55:50
Το πατρικό μου βρίσκεται απέναντι απ’ το σπίτι του Θεοδόση Θ. Παρίση, παππού από τη μητέρα του Βαγγελιώ του καλού μου φίλου, πρώην Προέδρου του ΔΣ, Θεοδόση Α. Τρακόσα στον οποίο και ανήκει. Το σπίτι αυτό τροφοδοτεί συνεχώς τις αναμνήσεις της δικής μου μάνας και το μνημονεύει καθημερινά καθώς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της. Εκεί η σύζυγος του αείμνηστου Θεοδόση ,η θεια το Ματώ, άφταστη μοδίστρα, την έμαθε να ράβει. Εκεί έπαιζε με την καλύτερή της φίλη την αδικοχαμένη Βαγγελιώ και με τ’ αδέλφια της: τη Σοφία, το Θωμά, την Κρατερία ( Λούλα Παπαδούλια, μάνα της Ματούλας…) και το Γιάννη, τον νυν Πρόεδρο των Συνταξιούχων Ναυτικών.
Εκεί έρχονταν στην Κατοχή ως και Ιταλοί για να παραλάβουν τα ρούχα τους, τα πουκάμισα των οποίων έφτιαχνε η θεια το Ματώ και τα παντελόνια ο μπαρμπα Θεοδόσης στο δικό του ραφτάδικο κοντά στους Τρεις Ιεράρχες. Ήρεμα κυλούσε η ζωή του κυρ Θεοδόση που γεννήθηκε το 1895 στη Σκιάθο, μέχρι και το καλοκαίρι του 1944. Παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του το Ματώ, έκαναν πέντε παιδιά που τα συντηρούσαν με το βελόνι, έχαιρε γενικής εκτίμησης παρά τις προοδευτικές του ιδέες που δεν καλακούγονταν στο ανέκαθεν συντηρητικό χωριό. Πρωτοστάτησε μάλιστα τη δεκαετία του 30 στην ίδρυση και τη δράση της ‘’Τοπικής Ένωσης’’ ενός σωματείου που μεριμνούσε για το λαό. Κι ενώ όλα κυλούσαν σχετικά ομαλά, έφθασε εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του 44…
Ήταν 12 του Αυγούστου, όταν οι αντάρτες του ΕΑΜ από το Πήλιο, με εντολή των Συμμάχων, παρέσυραν και συνέλαβαν στη Σκιάθο τον Γερμανό διοικητή των Β. Σποράδων, Γιόζεφ Άντλερ, τον επονομαζόμενο απ’ τους κατοίκους «Μιλεούνη», γιατί τους είχε στραγγίσει, απαιτώντας συνεχώς λύτρα. Έτσι, άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου. Την επομένη κιόλας, οι Γερμανοί έπιασαν 18 ομήρους. Την ίδια ώρα οι κάτοικοι έφευγαν έντρομοι απ’ την πόλη για να κρυφτούν στα βουνά, φοβούμενοι περισσότερα αντίποινα. Οι όμηροι μεταφέρθηκαν στη Βάση της Σκοπέλου, ώστε να αποτελέσουν υπό την απειλή του θανάτου, προϊόντα ανταλλαγής με τον Γερμανό διοικητή, που απ’ τους αντάρτες φυγαδεύτηκε στο Κάιρο.
Οι Σύμμαχοι όμως αρνήθηκαν να τον επιστρέψουν, κι οι Γερμανοί ενώ ελευθέρωσαν τους 12 απ’ τους 18 ομήρους, τους άλλους έξι τους έπνιξαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο: δένοντάς τους ζωντανούς και τραβώντας τους σαν έμψυχες άγκυρες, πίσω από τα πλοία! Ωστόσο, στη Σκιάθο επικρατούσε αφύσικη ησυχία που έκανε κάποιους ντόπιους να ξεθαρρέψουν και ν’ αφήσουν τις άβολες κρυψώνες τους στα βουνά επιστρέφοντας στην πόλη. Ένας από δαύτους ήταν κι ο μπαρμπα- Θεοδόσης με τη φαμελιά του… Μα στο λυκαυγές της 23ης του μήνα, μέσα στο μούχρωμα της νύχτας, εμφανίστηκαν στο νησί γερμανικές καταδιώξεις κι άλλα επιταγμένα σκάφη γιομάτα με στρατιώτες και ταγματασφαλίτες. Ακροβολίστηκαν στ’ ανοιχτά.
Βομβάρδιζαν ανελέητα την παραλία σπέρνοντας τον τρόμο. Στη συνέχεια άραξαν στο λιμάνι και έστησαν τα πολυβολεία τους απέναντι απ’ τα σπίτια. Στρατιώτες ξεχύθηκαν σαν αρπαχτικά στις γειτονιές. Φώναζαν, έβριζαν απειλούσαν. Χτυπούσαν λυσσασμένα τις καμπάνες. Καλούσαν με τις ντουντούκες τους να μαζευτούν οι πολίτες στο μουράγιο. Έφτασαν κι ως τα Κοτρώνια. Ο Ηλίας Μουτζούρης -παλικάρι πάνω στα νιάτα του- κατάφερε να κρεμαστεί κάτω απ’ τα σκίνα. Τον Θεοδόση όμως τον συνέλαβαν μ’ όλη την οικογένειά του. Διακόσια γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι κατηφόρισαν με τη βία προς το παλιό λιμάνι. Τους μάντρωσαν στο καφενείο του Δ. Ασβέστη μπροστά στο Μπούρτζι. Τους απειλούσαν πως θ’ ανατινάξουν το κτήριο αν δεν μαρτυρούσαν πού κρύβονται οι αντάρτες και γενικότερα οι άντρες.
Τα στόματα, παρά το τρέμουλο στα χείλη, έμειναν ερμητικά κλειστά. Οι παρείσακτοι μουσαφίρηδες άφρισαν απ’ το κακό τους. Μες τη σιωπή έκλαψε ένα μωρό στην αγκαλιά του μοναδικού άντρα ανάμεσα στο πλήθος. Τον τράβηξαν μπροστά κι απαγκίστρωσαν το παιδί από την αγκαλιά του δίνοντάς το να το κρατήσει η μεγάλη του αδελφή, η Σοφία. Γύρω απ’ τον άντρα στοιβάχτηκε η φαμίλια του να τον υπερασπιστεί, μα εκείνοι την παραμέρισαν βίαια. Τον έβγαλαν έξω και δίχως δισταγμό, τράβηξαν τη σκανδάλη…. Ήταν ο Θεοδόσης Παρίσης, που άφησε πίσω του γυναίκα και πέντε ορφανά…. Οι Γερμανοί σάστισαν κι οι ίδιοι με την αποτρόπαιά τους πράξη. Άνοιξαν τις πόρτες του καφενέ. Ο κόσμος έτρεξε έξω να σωθεί.
Πολλοί δεν πρόσεξαν στη σαστιμάρα τους και πάτησαν το πτώμα.
Τα παιδιά του έκλαιγαν μ’ αναφιλητά, ιδίως το μωρό που μπορεί να μην καταλάβαινε, μα διαισθανόταν το κακό…
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ