Ο π. Καλλιανός γράφει για το βιβλίο του Γιώργου Σανιδά
2023-11-24 23:44:19Αλήθεια, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀθέατη, ἡ κρυμένη, ἡ μυστικὴ καὶ πανίερη Σκιάθος;
Πράγματι, ἄν κανεὶς ἐμβαθύνει στὸν ἐν λόγω τίτλο καὶ στὴ συνέχεια μὲ ὑπομονὴ συλλαβίσει τὶς 225 σελίδες τοῦ ὡς ἄνω βιβλιου, τότε θὰ καταλάβει, ἀλλὰ καὶ περισσότερο θὰ πληροφορηθεῖ, τελικά, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀθέατη Σκιαθος; Δηλαδή, δὲν εἶναι ἕνας τίτλος ποὺ δόθηκε στὸ βιβλιο γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει, ἤ κι ἀκόμα μιὰ λησμονημένη καὶ κατάστικτη ἀπὸ τὴ ναφθαλίνη, παρωχημένη ἀναπὀληση τῆς Σκιαθου, ποὺ ἀσφαλῶς κι ἀποτελεῖ τὴν ἄλλη ὄψη τοῦ νομίσματος. Τοῦ νομίσματος, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ του ὄψη ἔχει τὴν κοσμοπολίτικη ἀκτινοβολία, τοῦ ἐκτυφλωτικὰ πολύφωτου καὶ πολυθόρυβου θερινοῦ χωρόχρονου, ὅμως στὴν ἄλλη του ὄψη αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἴδιο νόμισμα ἔχει ἐκτυπωμένη τὴν ἄλλη Σκιάθο, τὴν ἀθέατη στοὺς πολλοὺς κι ἀνιέρους, τὴ Σκιάθο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Παπαδιαμαντη-Μωραϊτίδη.
Τὴ Σκιάθο ποὺ δὲν ἔχει ἀναγκη τῶν διαφημήσεων καὶ τηλεποτικῶν ἄυλων παρουσιασεων, γιατὶ διασώζεται, αἰῶνες τώρα, έπειδὴ διακρατεῖ «τὴν ἀνέσπερη ὀμορφιὰ καὶ τὰ μυστικά της καλλλη» κατὰ τὸν γνήσιο μελετητὴ τοῦ Ππδ. Κωστῆ Μπαστιᾶ. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ τί θέλει νὰ μᾶς πεῖ ὁ Μπαστιᾶς καταφεύγουμε στὸ λόγο τοῦ Γ. Σανιδᾶ, ποὺ στὸν προλόγο΄του ἐπεξηγεῖ: «ἡ καταπράσινη, ἐυωδιαζουσα, γαληνιῶσα ὡς εὐσεβὴς ψυχὴ Σκιαθος….κρύβει ἀμύθητους ἄυλους θησαυρούς. (Θησαυροὺς ποὺ) προέρχονται ἀπὸ τὴν παναρχαια ἱστορία της, καὶ ὄχι μόνο, τὸν σπουδαῖο πολιτισμό της, τὴ μακραίωνη θρησκευτική της, καὶ ὄχι μόνο παράδοση καὶ τὸ ὑπέροχο φυσικό της περιβάλλον.
Διαθέτει ψυχὴ ζῶσα καὶ αἰώνια» ( σελ.11) Προτρέπει, μάλιστα ὁ σ. «ν’ἀνακαλύψουμε τὰ γοητευτικὰ μυστικὰ τῆς Σκιαθου»καὶ πολὺ σοφὰ μᾶς δείχνει τὸ μυστικὸ μονοπάτι γιὰ νὰ καταννοήσουμε «τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἀνέδειξε καὶ ἐνέπνευσε τὸν κορυφαῖο λογοτέχη Ἀλ. Παπαδιμαντη κὰι τὸν σπουδαῖο ὁμότεχνό του Ἀλ. Μωραίτίδη».
Ξεφυλλίζοντας τώρα τὸ βιβλιο, παρατηροῦμε νὰ χωρίζεται σὲ ἕξη ἑνότητες, ποὺ ἀφοροῦν τὸν πόλη τοῦ νησιοῦ, τὰ παρακτια, τὰ μεσόγεια, τα νησάκια ποὺ τὴ συντροφεύουν, ἀλλὰ καὶ τὶς παραδόσεις ποὺ τὴν ἀκολουθοῦν καὶ τέρπουν τὶς ψυχές , καὶ τέλος τὸ βιβλιο κλεινει μὲ τὰ ἐπιλογικά.
Δὲν θὰ βιαστῶ νὰ πῶ, ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ προσφορὰ τοῦ Γιώργου, ποὺ ἁπλώνεται σὲ 225 σελίδες, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον χρήσιμα βιβλια ποὺ τιμοῦν τὴ Σκιαθο, ἀλλὰ πρωτίστως ἀποτελοῦν γιὰ τὸν κάθε γνήσιο Σκιαθίτη ἤ τὸν καρδιακὸ φίλο τῆς Σκιάθου ἕνα πραγματικὰ πολυτιμότατο ἐγκόλπιο, ποὺ σοῦ γνωρίζει τὴ Σκιάθο ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, τὴ Σκιαθο ὡς νῆσο φυσικοῦ κάλλους, πολιτισμοῦ μοναδικοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν λόγιων της ὁ ἀθάνατος τόπος. Ἕνα βιβλιο ποὺ συμπληρώνει τὶς προηγούμενες καὶ σχεδὸν παρομοιες μελετες μὲ αὐτὴ τοῦ Γ. Σανιδᾶ, μελετες γραμμένες ἀπο τοὺς ἀλήστου μνήμης λογίους Ἰω. Ν. Φραγκούλα καὶ Χρ.Β. Χειμώνα-ἐξαντλημένες, ἀσφαλῶς σήμερα καὶ μὲ ἄλλο τρόπο γραμμένες.
Ἀρχιζοντας, λοιπόν ὁ Σ. ἀπὸ τὸ Πολη τῆς γείτονος νήσου ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ τοῦ Χαλκιδεῖς ἴσαμε σήμερα, μὲ ἀναφορὲς στὸ παλιὸ λιμάνι, τὸ Μπούρτζι, μᾶς σεγιανᾶ μετὰ ἀπὸ λεπτομερῆ περιγραφὴ τῶν ἐνοριῶν καὶ τῶ ἀξιοθέατων-βλ. σπίτι τοῦ ΠπΔ, προτομὲς τῶν δύο Ἀλέξανδρων, τὰ Μουσεῖα-μὲ δεσπόζον τὸ περικαλλὲς ναυτικὸ μουσεῖο, γιὰ νὰ μᾶς φτάσει στὰ «Κοτρώνια» το «οἰκίας περιβάλλον» κατὰ τὸν Ἀλεξανδρινό, ἐκεῖ ὅπου « ὁ κόσμος ο μικρός, ο μέγας είναι η γειτονιά μας. Εκεί που αντικρίσαμε το πρώτο άχραντο φως, που ζήσαμε τ’ αθώα παιδικά μας χρόνια. Εκεί που διαπλάστηκε ο χαρακτήρας μας και διαμορφώθηκε η προσωπικότητά μας. Όσο ταπεινή κι αν είναι η γειτονιά μας, εκεί λιμνάζουν οι μνήμες μας κι εκεί μας γυρνούν ξανά και ξανά τα όνειρά μας.
Επιτρέψτε μου, συνεχιζει μὲ λυρικὸ τρόπο ὁ Σ. λοιπόν να σας μιλήσω λίγο παραπάνω για τα Κοτρώνια, το δικό μου εφαλτήριο στη ζωή, το ασφαλές καταφύγιο όπου πάντοτε επιστρέφω και βρίσκω, αν μη τι άλλο, γαλήνη. Εδώ στη βόρειο- ανατολική πλευρά της πόλης Σκιάθου που την τυλίγει κλιμακωτά ένας πελώριος βράχος.
Οι δικές μου παιδικές μνήμες βέβαια είναι συνδεδεμένες με την αλάνα του Τσιλικούδη, το ξέφραγο χωράφι της παιδικής ελευθερίας που εκτόνωνε την απύθμενη ενέργειά μας και μας έκανε δημιουργικούς κι ευφάνταστους.
Το μεγαλύτερο έγκλημα που κάναμε στη γειτονιά μας, μετά την τσιμεντοποίηση της αλάνας, θαρρώ πως είναι ότι γκρεμίσαμε τις πεζούλες στις αυλές για να χτίσουμε σύριζα στο δρόμο μεγάλα άχαρα σπίτια και να κερδίσουμε μέτρα από ντουβάρια… Στις πεζούλες μαζευόμασταν άλλοτε, παρέες- παρέες, νέοι, γέροι και παιδιά, και ξομπλιάζαμε τους λίγους περαστικούς και φαρδαίναμε τον ορίζοντά μας και φαιδρύναμε τα βραδάκια μας, όπως γινόταν κατά τον κλίδωνα με τον αμίμητο μπαρμπα- Φιλίντα και τα’ αυτοσχέδια στιχάκια του.
Τώρα απόμεινε να εξέχει μόνο το σκαλί σε κάποιες λιγοστές εξώπορτες. Μα αυτό ίσα που χωράει να κάθονται οι ελάχιστες πια και συνήθως σιωπηλές γριούλες της γειτονιάς που κοιτούν πάντα το δρόμο μα χωρίς να βλέπουν»
Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, ἐπίτηδες παράθεσα αὐτὸ τὸ κομμάτι ἀπὸ τὸ βιβλιο, γιατὶ νοιώθω πὼς ἔχει βαθύτατη σημασία γιὰ τὸν Σ. ἐπειδὴ λειτουργεῖ βιωματικὰ μέσα του-ἀλλὰ καὶ μέσα μας.
Π. χ. ποιὸς δὲ θυμᾶται τὴ δικιά μας ἀλάνα στὸ οἰκόπεδο δίπλα στὸ σπίτι τῆς θειᾶς τῆς Παναταζίνας στὸ χωριοό μου τὸ Κλῆμα, ἤ τὶς ἀναπαυτικὲς ἐκεῖνες πεζοῦλες, ὅπου χρησιμευαν γιὰ καθίσματα τῶν γιαγιάδων τὰ θερινὰ τ’ἀπογεύματα, ἀλλὰ καὶ τὸ σημεῖο ὅπου «ξαβὀηθαε» ὁ ἀποσταμένος ὁ νοικοκύρης ποὺ ἔρχονταν σὲ ὥρα ἀπόβραδη ἀπὸ τὸ χωράφι…Ἀλλὰ κι ἐκεῖ ποὺ ξαπόσταινε κι ὁ ἴδιος μετὰ τὸ φαγητό, ὅταν ἔπινε τὸ κρασί του καὶ φουμαριζε τὸ τσιγαρο πρὶν πλαγιάσει…
Συγχωρέστε τὴν παραλληλη νοσταλγικὴ ἀναπόληση τοῦ ὑποφαινόμενου, ὅμως μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ τὸ ξεπεράσω, χωρὶς νὰ δῶ καὶ τὸ δικό μου, καὶ ἐξάπαντος συγγενικὸ μὲ τοῦ σ. χτές. Κι εἶναι, στ’ἀλήθεια, τόσο ἀναγάιες ἀυτὲς οἱ συγγένειες…
Συνεχίζοντας ὁ Σ. νὰ μᾶς σεργιανᾶ, μᾶς δειχνει τωρα τὴ δαντελωτὴ ἀκτογραμὴ τὴς Σκιαθου, ποὺ τὴ συντροφεύουν μικρὰ καὶ μεγαλα νησάκια, ὕφαλοι, σκόπελοι, βραχοι, ἀλλὰ καὶ περιούσιες, ἱστορικὲς περιοχές. Ὅπως τοῦ ἀθανατου καρνάγιου, ποὺ δούλεψαν καὶ τόσοι συντοπίτες μου σκοπέλίτες, τῶν ὁποίων τοὺς διαλόγους μὲ ποιητικὸ τρόπο μᾶς διασώζει ὁ Ππδ.
Κι ὕστερα ἐρχόμαστε στὰ ὀνομαστὰ Λαλάρια, ποὺ μὲ ἐπιτυχῆ τρόπο μᾶς έξηγεῖ ὁ Σ. τί σημαίνει ἡ λέξη λάλαρος. «Αυτά τὰ πάλλευκα, ολοστρόγγυλα ή αυγοειδή, λεία, γυαλιστερά βότσαλα» λοιπόν, ονομάστηκαν «Λαλάρια». Η λέξη προέρχεται, όπως είπαμε παραπάνω, απ’ το «λάας» που θα πει πέτρες. Παρήχθη απ’ το «λαός», σύμφωνα με τον μύθο του Δευκαλίωνα, του γενάρχη των Ελλήνων»
Γιατὶ σᾶς ἐξομολογοῦμαι, πὼς τὸ λάλαρο τὸν ξέραμε στὸ χωριό μου γιὰ τὸ μέσον ποὺ θὰ μᾶς βοηθοῦσε νὰ τρίψουμε τὸ χοντρὸ τὸ ἁλάτι-παλιότερα τὰ ἀμύγδαλα καὶ τὰ καρύδια-καὶ γιὰ ἄλλες χρήσεις . Κι ὅμως ἔχει τόση βαθειὰ σημασία, καθὼς μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὰ παναρχαια χρόνια ἡ ὀνομασία τους.
Θὰ ἤθελα νὰ πῶ περισσότερα καὶ γιὰ τὴν ἐνδοχώρα τῆς Σκιάθου ποὺ εἶναι κυρίως ὀρεινὴ μὲ μεγαλύτερο ὀρεινὸ ὄγκο την Καραφλητσανάκα. Σε κάθε βήμα, θὰ μᾶς πεῖ ὁ σ. και μια ευχάριστη έκπληξη, μεθυστική από τα υπέροχα αρώματα των βοτάνων του βουνού, μελωδική απ’ τα κελαηδήματα των πουλιών, στολισμένη με τα πιο όμορφα χρώματα της φύσης! Ο ουρανός καθρεφτίζεται διαρκώς στη θάλασσα, κι εκείνη παίζει με τις ακτές του νησιού, όπως και οι σκιές απ’ τ’ άστρα και το φεγγάρι…
Κλείνοντας αὐτὰ τὸ ἀτελὲς κείμενο δὲ θἄθελα δυὸ πράγματα νὰ λησμονήσω.
Τὸ ἕνα ἔχει σχέση μὲ τὶς πανευλόγητες Κουκουναριὲς ποὺ ἔχω νὰ τὶς ἐπισκεφτῶ ἀπὸ τὸ Μάη τοῦ 1962, ὅταν πήγαμε ἐκδρομὴ μὲ τὸ Σχολεῖο, μὲ τὸ τρεχαντήρι τοῦ μπάρμπα –Γιάννη Φυβγα. Ἐκεῖ ἀναφέρει ὁ Σ. πὼς μέσα στὴ λίμνη ὑπαρχει τὸ λεγόμεμο «μάτι», ἕνα φαινόμενο δηλαδή, ποὺ ἄν πᾶς σιμά σου σὲ ρουφᾶ-ὅπως ητὰν καὶ στὸ δικό μας τὸ Ἔληος, ὅπου μιὰ φορὰ πρὶν ἀπὸ 100 περίπου χρόνια καταπιε ἕνα γελάδι καὶ τὸ «ξέρασε» στὸ Πλαροννησι ἀπέναντι. Τώρα φυσικὰ πέρασε κι αὐτὸ στὴν ἱστορία ὅπως τὸ Ἔληος, ἕνα σημαντικότατος βιότοπος, ποὺ ἀποξηρανθηκε πιά…
Τὸ ἄλλο ζήτημα ποὺ βαθειὰ μὲ συγκίνησε εἶναι ἡ ἀφιέρωση τοῦ βιβλιου σὲ δύο Σκιαθίτισες «Τὴ Μαλαμίτσα καὶ τὴ Ματούλα».
Τὴν ἀείμνηστη Μητέρα του καὶ τὴ συμπεθέρα του. Αὐτὲς ποὺ συντρόφευαν τὴ γραφή του καὶ προσεύχονταν γιὰ τὸ «καλὸ τελέιωμα». Ποὺ ὄντως ἦρθε καὶ γεμᾶτο εὐχὲς συγκίνηση, μνῆμες ϊερὲς καὶ σκιὲς ἁγίων ψυχῶν ποὺ σεργιανοῦν στὶς σελίδες τουΤῶν δύο Ἀλέξνδρων, τοῦ Δρος Ἰω, Ν. Φραγκούλα-ὅπως ἤθελε νὰ τὸν γραφουν, τοῦ πρόωρα χαμένου Χρ. Β. Χειμώνα, τοῦ π. Γ. Ρήγα καὶ τόσων ἀκόμα…
Ὀ ἀκροτελέυτιος λόγος ἀνήκει δικαιωματικὰ στὸν συγγραφέα. Τὸν παραθέτω συγχαιροντας καὶ εὐχαριστώντας τον μὲ ἀμειωτη φιλία καὶ τιμή:
«Απολαύστε όμως τη Σκιάθο, χωρίς να τη συνδέετε με τη μιζέρια των εγκοσμίων. Μόνο τότε θα σας δοθεί ολόκληρη, ολόγυμνη, ηδονική. Προσπαθήστε να την ξεκόψετε από τα πιο πολλά έργα και τις ημέρες των ανθρώπων, όπως, ενδεχομένως, θα κάνατε, αν τύχαινε να περάσετε τις πύλες του Παραδείσου…»