Οσα έζησα στη Μονή Δοχειαρίου | Ένα προσωπικό οδοιπορικό προσκύνημα | του Γιάννη Αθανασίου
Αφιερωμένο στον Ιερέα μας πατέρα Λουκά 2025-09-08 09:02:23
Το ξημέρωμα φτάσαμε στην Ουρανούπολη που μας γέμισε προσμονή και ηρεμία. Το μικρό λιμανάκι έλαμπε στο πρώτο φως της αυγής, και τα κύματα χτυπούσαν απαλά το ξύλινο καραβάκι που θα μας μετέφερε στα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Αφού παραλάβαμε το διαμονητηριο, ανεβήκαμε στο μικρό σκάφος, και η διαδρομή πάνω στο βαθύ γαλάζιο, με τη θάλασσα να καθρεφτίζει τον ουρανό, ήταν σαν ταξίδι μέσα στον χρόνο. Τα βράχια και οι μικρές παραλίες των μονών φαινόντουσαν αμετάβλητα, σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει χίλια χρόνια πριν.
Ήταν ένα χρόνο πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, 25 Αυγούστου, 12 κατά το παλαιό ημερολόγιο, όταν με το διαμονητήριο στο χέρι πέρασα το κατώφλι της Μονής Δοχειαρίου. Στην είσοδο οι Αρχάγγελοι, Ο αέρας μύριζε αλμύρα και λιβάνι, σαν να ενώνονταν τα νερά και οι προσευχές σε ένα μυστικό αρμονικό κύμα.
Φτάνοντας στη μονή, η υποδοχή στο Αρχονταρίκι ήταν ζεστή και φιλική. Οι μοναχοί μας κέρασαν λουκούμι και ρακί και δέχτηκαν με ευγνωμοσύνη το ταπεινό μας δώρο, λίγο φρεσκοκομμένο ελληνικό καφέ. Τα ξύλινα έπιπλα του χώρου εξέπεμπαν αίσθηση απλότητας και ταπεινότητας.
Η τραπεζαρία, με τα ξύλινα παγκάκια και τις τράπεζες, αντηχούσε από ήχους ψιθύρων και το τρέμουλο των κεριών, προδιαθέτοντας για το επόμενο γεύμα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος, ένας ιερέας έκανε κήρυγμα, μιλώντας με αυστηρότητα αλλά και αγάπη για την πίστη και την ταπεινότητα.
Οι μοναχοί ήταν όλοι ίσοι! Δύο μόνο βρίσκονταν απομονωμένοι λόγω τιμωρίας ίσως επειδή δεν είχαν εκτελέσει το διακόνημα τους, υπενθυμίζοντας τη σημασία της πειθαρχίας.
Η τράπεζα των μοναχών ήταν χωριστή από αυτή των προσκυνητών, αλλά δεν μείωνε την αίσθηση της κοινής πνευματικής εμπειρίας.
Μετά την τράπεζα, οι μοναχοί επέστρεφαν στα διακονήματά τους, ενώ η ησυχία που έμενε στη μονή ήταν σαν προετοιμασία για την υποχρεωτική Λειτουργία.
Και ξαφνικά βλέπω έναν άνθρωπο σε τελείως ατημέλητη κατάσταση: όλο το ράσο του ήταν παντού μπαλωμένο (δεν υπερβάλλω), και πάνω από αυτά τα κουρέλια, ας πούμε, φορούσε και μια μαύρη ποδιά ακόμα, επίσης τελείως φθαρμένη. Αυτός ο πολύ περίεργος άνθρωπος ήταν πολύ απασχολημένος: με ειδικό καθαριστικό, γυάλιζε ένα χάλκινο κηροπήγιο.
Στο Άγιον Όρος, σε όλα τα μοναστήρια γίνεται προσπάθεια ώστε, πριν από τις μεγάλες γιορτές, να γυαλίζουν, μέχρι που να λάμπουν, όλα τα εκκλησιαστικά σκεύη, έτσι ώστε ο Ναός να πανηγυρίζει με όλη τη μεγαλοπρέπεια. Πάνω σε αυτές τις γυαλισμένες επιφάνειες παίζουν ιδιαίτερα όμορφα οι λάμψεις από τα φώτα των κεριών και καντηλιών. Αλλά, όπως συνηθίζεται, αυτή τη δύσκολη και κουραστική δουλειά την κάνουν οι υποτακτικοί και όσοι ανήκουν στη μικρότερη αδελφότητα. Και αυτοί ήσαν πάντοτε πάρα πολλοί στη Μονή Δοχειαρίου στα χρόνια του γέροντα Γρηγορίου.
– Ευλογείτε! – απευθύνομαι στον μοναχό που γυάλιζε το κηροπήγιο (στο Άγιο Όρος ζητάνε ευλογία από όλους τους μοναχούς όχι μόνο από τους ιερείς).
– Ο Θεός να σε ευλογεί, – μου απαντάει εκείνος, χωρίς να διακόπτει τη δουλειά του.
– Θα ήθελα, αν είναι δυνατόν, να δω τον ηγούμενο – λέω.
– Και γιατί τον θέλεις; – ενώ συνέχιζε να εργάζεται το ίδιο σχολαστικά – διευκρινίζει αυτός.
Εξηγώ ότι έχω για αυτόν συστατική επιστολή.
– Και εσύ ποιος είσαι; – με ρωτάει και ξεκινάει μια συζήτηση που περισσότερο μοιάζει με ανάκριση...
Και όταν διευκρινίστηκαν όσα τον ενδιέφεραν, τότε, πάλι χωρίς να διακόψει την εργασία του, με αιφνιδιάζει:
– Έλα, εγώ είμαι ο ηγούμενος. Έλα να μας βοηθήσεις.
Ο Καθηγούμενος γέροντας Γρηγόριος με υποδέχτηκε λιτά, με εκείνη τη γαλήνη που δεν χρειάζεται λόγια· μόνο ένα βλέμμα που καθησυχάζει και σε τοποθετεί αμέσως στην αιωνιότητα.
.....
Ο μοναχός που είχε το καθήκον της αφύπνισης των αδελφών και των προσκυνητών φρόντιζε ώστε όλοι να είναι παρόντες. Ο Όρθρος και η Λειτουργία ήταν μια ζωντανή εμπειρία αιωνιότητας: οι ψαλμωδίες αντηχούσαν μέσα στους ξύλινους τοίχους, τα κεριά τρεμόπαιζαν και οι σκιές των μοναχών χόρευαν αργά πάνω στις αγιογραφίες. Κάθε ψίθυρος και κάθε κάθισμα έδιναν την αίσθηση ότι ο χρόνος είχε σταματήσει, και η ψυχή ένιωθε να ενώνεται με αιώνες προσευχής και ταπεινότητας.
Η Νύχτα της Παναγίας
Με τη πρέπουσα λαμπρότητα και σύμφωνα με την Αγιορείτικη τάξη και παράδοση, η μεγάλη Θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως της Μετάστασης της Θεοτόκου στους Ουρανούς τιμάται στο Περιβόλι της Παναγίας στις 28 Αυγούστου.
Το προηγούμενο βράδυ, η αγρυπνία στο μικρό παρεκκλήσι με την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπηκόου ήταν ένα κορυφαίο σημείο πνευματικής έντασης.
Οι μοναχοί ψάλλαν ομαδικά, με θρησκευτικό θρήνο, και η φωνή τους αντηχούσε μέσα στους χαμηλούς τοίχους, ενώ το φως των κεριών έπεφτε πάνω στην εικόνα, λούζοντας τα πρόσωπά τους σε χρυσό φως. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, αγνή και μυστηριακή· κάθε ψίθυρος, κάθε αναστεναγμός, κάθε ύψωση των χεριών προς την εικόνα ένιωθες ότι συνέχιζε μια παράδοση αιώνων.
Ο χρόνος φαινόταν να έχει σταματήσει, και η ψυχή ένοιωθε ενωμένη με μια βαθιά, διαχρονική πίστη.
Με το πέρας της αγρυπνίας, οι μοναχοί επέστρεφαν στα κελιά τους,και οι προσκυνητές στον κοιτώνα αθόρυβα, σε μια πορεία ρυθμική που θύμιζε χορό. Τα ξύλινα δάπεδα έτριζαν κάτω από τα βήματά τους, ενώ οι προσκυνητές ακολουθούσαν σεβαστικά, κρατώντας μέσα τους τη βαριά αίσθηση του μυστηρίου και της πνευματικής συγκίνησης.
Κάθε λεπτό στη μονή Δοχειαρίου ήταν σαν να ζούσαμε σε έναν άλλο κόσμο, όπου η απλότητα, η ταπεινότητα και η ευλάβεια συνυπήρχαν με την αίσθηση αιωνιότητας. Οι εικόνες, οι ήχοι, οι μυρωδιές και οι κινήσεις των μοναχών δεν ήταν απλώς ανάμνηση· ήταν ζωντανή εμπειρία που χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή, σαν ένα ατέλειωτο ποίημα φωτός, σκιών και ψαλμών...

Την επόμενη μέρα αξημερωτα ο μοναχός που είχε οριστεί για την αφύπνιση μας ειδοποίησε και πάλι!
Όταν έφτασα στο καθολικό της μονής...
Η πανηγυρική τελετή της Κοιμήσεως και Μεταστάσεως της Θεοτόκου στους Ουρανούς είχε ήδη ξεκινήσει. Το καθολικό της μονής αφιερωμένο στους αρχαγγέλους ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο, κι οι μοναχοί, αόρατες σκιές, έσερναν τα ράσα τους σαν κύματα που σκουπίζουν την πέτρα. Από τα κεριά και τα καντήλια ανάβλυζε ένα φως ζεστό, αδύναμο αλλά νικηφόρο, σαν να έδινε μορφή σε κάθε ψαλμωδία που ανέβαινε ψηλά.
Η ψυχή μου ακολουθούσε τα μονοπάτια του ήχου. Ήταν σαν να μην υπήρχε χρόνος. Ο Όρθρος έρρεε σαν ποτάμι, η Θεία Λειτουργία ξημέρωνε μαζί με την πρώτη ακτίνα φωτός που τρύπησε τον τρούλο.
Η Παναγία – η μόνη γυναίκα που το Άγιον Όρος την δέχεται ως βασίλισσά του – έμοιαζε να στέκεται αόρατη μέσα στο ναό, μάνα όλων, συνοδοιπόρος στις προσευχές των μοναχών, καταφύγιο των πονεμένων.
Όταν ακούστηκε το «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…», ένιωσα πως οι τοίχοι σείστηκαν. Η φωνή του καθενός γινόταν μέρος ενός σώματος, ενός στόματος που υμνούσε. Δεν υπήρχε πλέον διαφορά ανάμεσα σε μοναχούς και προσκυνητές· όλοι ήμασταν ένα.
Μετά το τέλος, βγήκαμε όλοι σιωπηλοί στην τραπεζαρία για το κοινό γεύμα.
Ο κήρυκας έπιασε το κήρυγμα από κει που το είχε αφήσει.

Το ψωμί, οι ελιές, οι φακές, όλα είχαν γεύση παράξενη, γεύση ιερής μοιρασιάς. Δεν ήταν η τροφή που χόρταινε· ήταν η βεβαιότητα πως εκείνη τη νύχτα, μέσα στο Όρος, είχαμε σταθεί για λίγο στο κατώφλι του παραδείσου.
Με το πέρας της τράπεζας οι μοναχοί επέστρεφαν ο καθένας στο διακόνημα του, αθόρυβα, και αγογγυστα.
Ακόμη και σήμερα, χρόνια μετά, όταν κλείνω τα μάτια, βλέπω εκείνο το μισοσκόταδο. Νιώθω τη δροσιά του μαρμάρου στα γόνατα και τις ψαλμωδίες να αντηχούν. Και ξαναζώ το θαύμα: τη νύχτα που το Άβατο υποκλίθηκε στη Μάνα του κόσμου.