Ο Ήχος των ονείρων | Γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2023-08-01 10:56:49
Τι ήχο να έχουν τα όνειρα;
Για τη Μαλαμίτσα που έζησε την εφηβεία της στην Κατοχή, δεν υπήρχε αμφιβολία πως έκαναν τακ τακ τακ τακ…, όπως η ταχύτατη βελόνα της ραπτομηχανής όταν γυρίζει ο τροχός της. Αυτός ο ήχος την περνούσε απ’ την ομίχλη της ασπρόμαυρης πραγματικότητας, σ’ ένα μέλλον έγχρωμο, σ’ ένα κόσμο λαμπερό που φορούσε φανταχτερά φορέματα και πολλά πλατιά χαμόγελα. Της υποσχόταν ατομικό εισόδημα κι αυτό με τη σειρά του, αυτοπεποίθηση, ανεξαρτησία, δυνατότητα επιβίωσης και δημιουργίας προίκας, συνεπώς και οικογένειας που ξεκινούσε απ’ το πατρόν του νυφικού. Σήμαινε κοινωνικότητα, γνωριμίες, εξόδους διαφυγής από την απομόνωση του σπιτιού, ενδιαφέροντα πέρα απ’ τα οικιακά, με λίγα λόγια: ζωή χαρισάμενη.
Μόνο που ως τα είκοσί της ο ήχος ετούτος του τακ τακ τακ τακ…έμοιαζε ακόμα ξένος, απόμακρος, ένα άπιαστο όνειρο μέσα στο όνειρό της καθώς δεν διέθετε δική της ραπτομηχανή ούτε τα μέσα για να την αποκτήσει. Με τη μηχανή της μοδίστρας και δασκάλας της στη μοδιστρική έμαθε να ράβει ως μοδιστράκι. Με τη μηχανή της κινητής σχολής ραπτικής που πέρασε και απ’ τον τόπο της, πήρε επάξια το πολυπόθητο χαρτί. Και τώρα που αισθάνεται φτασμένη πια κι ασυγκράτητη να βγει να πιάσει τον ταύρο της ζωής από τα κέρατα, πώς να τα καταφέρει δίχως μια μηχανή; Δεν το’ χε και σε τίποτα ο πατέρας της να την περιορίσει και πάλι μες στο σπίτι. Καλός χρυσός μα αυτό επιβαλλόταν για όλα τα κορίτσια του χωριού. Ο εγκλεισμός. Δίχως σοβαρή αφορμή δεν επιτρέπονταν να βγαίνουν απ’ το σπίτι.
Ωστόσο, τα καμώματα με τη μοδιστρική τ’ ανέχτηκε, αν και με τα χίλια ζόρια, όχι τόσο λόγω της θέλησης που έδειχνε η μικρή, μα ένεκα κυρίως της μακράς ανέχειας στο σπιτικό του που έκανε το μέλλον των παιδιών του σκοτεινό κι αυτόν εξαιρετικά ανήσυχο. Αλλιώς, ούτε που θα ξεμυτούσε το παιδί του απ’ το κατώφλι να τρέχει σε μοδίστρες και σχολές. Δεν ήταν τα κορίτσια για την αγορά, ήτανε μόνο για το σπίτι και τα οικιακά. Ούτε του άρεσαν τα χάχανα που άκουγε σαν περνούσε απ’ το κατώφλι της μοδίστρας όπου μαθήτευε η κόρη του. Πάντα του πίστευε πως τα πολλά χαχανητά είναι ασύμβατα με τα καλά κορίτσια. Μα έκανε υπομονή για να τελειώσει την εκπαίδευσή της. Τι να κάνει ο δόλιος καθώς έβλεπε στα μάτια της μικρής τη φλόγα που την έκαιγε για τη μοδιστρική και τις τσέπες του μονίμως άδειες. Πώς όμως να τη βοηθήσει τώρα που τέλειωσαν όλα αυτά για να πάρει το δρόμο της μοδίστρας; Η μηχανή κόστιζε ένα σκασμό λεφτά και σ’ εκείνον, με τόσα στόματα να θρέψει από δυο κτήματα μ’ ελιές κι ένα με σταφύλια, έλειπαν μονίμως τα ρημάδια;
Μια μέρα που κλάδευε την αμυγδαλιά στη μέση της αυλής τους, μπούκαρε φουριόζα η Μαλαμίτσα από την καγκελόπορτα. - Πατέρα μ’, είπε κι έτρεξε κοντά του, αύριο φεύγει η κυρά Δέσποινα για την Αμερική. Κείνος κατάλαβε πως επρόκειτο για τη γειτόνισσά τους που ήξερε πως θα μεταναστεύσει με τον άντρα της, όπως τόσοι και τόσοι, πέρα απ’ τον Ατλαντικό, μα τίποτε άλλο.
- Ε και; Ρώτησε μόνο γεμάτος περιέργεια και τότε λύθηκε η γλώσσα της μικρής.
-Ε να, όταν της ράβαμε και πήγαινα στο σπίτι της για πρόβα, έβλεπα σ’ ένα ράφι ακουμπισμένη μια ραπτομηχανή της μάνας της, βαριά-ασήκωτη που αποκλείεται να’ χει θέσει στα μπαγκάζια της για ένα τόσο μακρινό ταξίδι. Αποκλείεται σίγουρα, τη ρώτησε πριν από λίγο κι η μοδίστρα μου…
-Και τι της αποκρίθηκε;
-Πως θα την αφήσει εδώ, στο σπίτι της, επάνω στο πατάρι γιατί τι να την κάνει η μάνα της γριά γυναίκα μια μηχανή, τρέμουν τα χέρια της πώς να περάσει την κλωστή, άσε που ούτε βλέπει…Μα θα σκουριάσει η καημένη η μηχανή…
-Κατάλαβα. Σου κάνει παιδί μου τούτο το μαραφέτι;
-Αν μου κάνει λέει, ταμάμ είναι πατέρα μ’, ότι πρέπει για να ξεκινήσω, Απάντησε η μικρή και τα μάτια της έκαιγαν από την αγωνία.
-Ε να της το ζητήσουμε τότες να μας το δανείσει. Χριστιανή είναι κι αυτή… -Θα το κάνεις πατέρα μ’ αυτό για μένα;
-Έχω εγώ άλλη μοδιστρούλα;
-Μμμ. Κι άμα το θέλει πίσω αύριο- μεθαύριο και μ’ αφήσει στη μέση με τις παραγγελιές;
-Ως τότε θα’ χεις πάρει καινούργια απ’ τον κόπο σου κοκκώνα μου. -Κι άμα μου πούνε πως την έκλεψα απ’ το σπίτι της μετά που έφυγε;
-Να τους στείλεις σε μένα αν βρεθούνε μασκαράδες και τολμήσουν τέτοια λόγια…
- Αχ μωρέ πατέρα μ’ τι καλά που σ’ έχω… Είπε η μικρή και χώθηκε στο στέρνο του κι εκείνος απόμεινε να την κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του και να κοιτά ψηλά τον ουρανό μ’ ένα γλυκόπικρο χαμόγελο στα χείλη.
Μέχρι να πάει και να γυρίσει ο γονιός της στη γειτόνισσα, η Μαλαμίτσα καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Όταν τον είδε όμως να’ ρχεται χαρούμενος, άκουσε δυνατά τον ήχο της καρδιάς της. Της φάνηκε πως έκανε τακ τακ τακ τακ….
Σημείωση: Η ‘’μικρή’’ είναι η μάνα μου Μαλαμώ Σανιδά και η ευεργέτης που της παραχώρησε τη μηχανή η Δέσποινα Παπαδοπούλη. Για να μην αισθάνεται μάλιστα καμιά ανασφάλεια η Μαλαμίτσα έγραψε επί τόπου την παρακάτω δήλωση: «Εν Σκιάθω τη 5 Αυγούστου 1961 Η κάτωθι Δέσποινα Παπαδοπούλη, σύζυγος του Αλέκου Παπαδοπούλη παραδίδει μια ραπτομηχανή (Σίγγερ) εις την Μαλαμώ Μ. Ρήγα προς ατομική της χρήσιν. Δεν έχει άλλος δικαίωμα να ζητήσει ή να ενοχλήσει τη Μαλαμώ Μ. Ρήγα παρά μόνο αν ζητηθεί εκ της κατόχου Κυρατσούλας Μιχαήλ και εκ της κόρης αυτής Δέσποινας. Η Δηλών Δέσποινα Παπαδοπούλη»
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ