SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

Έφη Βατανίδου: «Ήθελα πάντα να γράψω για την Τρούμπα και τον κόσμο της»

2022-08-31 15:44:09
Η Έφη Βατανίδου, συγγραφέας του «Μινόρε της σιωπής» (Εκδόσεις Αρμός), στη συνέντευξη που παραχώρησε στο SkiathosLife.gr λίγες ημέρες προτού αποχωριστεί την αγαπημένη της Σκόπελο, αναφέρθηκε στο έργο της που ανασυνθέτει αριστοτεχνικά τη ζωή στην κακόφημη Τρούμπα της δεκαετίας του 1950. Η Ελλάδα στην πρώτη μετεμφυλιακή δεκαετία, ήταν μια χώρα ρημαγμένη που πάλευε να βρει τα πατήματά της μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ενώ η περιχαράκωση Αριστεράς - Δεξιάς αναμόχλευε τα παλιά πάθη που είχαν χωρίσει στα δύο τους Έλληνες. Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, γεμάτο από αντιφάσεις, κινούνται οι πρωταγωνιστές που εμπνεύστηκε η συγγραφέας, η οποία χάρη στη «ζωντανή» γλώσσα που χρησιμοποίησε και την αμεσότητα στη γραφή της, κάνει τον αναγνώστη να νομίζει πως οι χαρακτήρες από το τελευταίο πόνημά της στέκονται απέναντί του. Και όλα αυτά έχοντας για μουσικό «χαλί», εμβληματικά ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια που έχουν καθιερωθεί στη συλλογική μας συνείδηση. Η κ. Βατανίδου προέβη σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση για το «Μινόρε της σιωπής», ενώ αποκάλυψε άγνωστες λεπτομέρειες για το βιβλίο και την πρωτόγνωρη αίσθηση που της χάρισε η συγγραφή διεισδύοντας στον αμαρτωλό κόσμο της Τρούμπας.         [caption id="attachment_158182" align="alignnone" width="1000"] Στα κακόφημα σοκάκια της Τρούμπας εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης στο καθηλωτικό μυθιστόρημα της Έφης Βατανίδου[/caption] Αναλυτικά η συνέντευξη: Το «Μινόρε της σιωπής» ξεκινά… ανάποδα, καθώς γράφετε για την κατάληξη του Νεκτάριου, ο οποίος κρατάει τον ρόλο του αφηγητή στο βιβλίο και την αλλαγή φύλου που τόλμησε στην Καζαμπλάνκα. Πόσο βαρύ φορτίο ήταν τη δεκαετία του 1950 να νιώθει κάποιος γυναίκα, αλλά να έχει γεννηθεί σε… λάθος σώμα;  Αν σκεφτούμε πόσο δύσκολο είναι σήμερα, σκεφτείτε πόσο περισσότερο ήταν τότε. Η ελληνική συντηρητική κοινωνία έβγαινε από έναν παγκόσμιο πόλεμο και έναν εμφύλιο. Οικογένειες ρημαγμένες, πατεράδες και αδέλφια σκοτωμένοι από τον κατακτητή και στη συνέχεια άλλοι να παίρνουν τα βουνά κι άλλοι να εντάσσονται στον εθνικό στρατό, τελικά να αλληλοεξοντώνονται για την ίδια πατρίδα που αγαπούσαν και οι δυο στον ίδιο βαθμό, αλλά δυστυχώς με διαφορετικό τρόπο. Η δεκαετία του ’50 έρχεται να επουλώσει πληγές, που η χρονική εγγύτητα με τα φριχτά γεγονότα δύσκολα επιτρέπει. Ο κοινωνικός ιστός έχει διαρραγεί, η Ελλάδα μαζεύει τα κομμάτια της. Πλαστήρας, Παπάγος, Καραμανλής διαδοχικά στα ηνία της εξουσίας. Τα προσωπικά προβλήματα του καθενός μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, στοίχημα η επανεκκίνηση της οικονομίας και της κοινωνίας. Η οικογένεια θα παίξει ρόλο κρατώντας τους δεσμούς της ιερούς. Το να είσαι αμφίφυλος εκείνη την εποχή φαντάζομαι πως είναι κατάρα, ένα βάρος που καλείσαι να κουβαλήσεις μόνος σου, δεν έχεις καν το δικαίωμα να το μοιραστείς με κάποιον άλλον. Περίγελως, άξιος καταφρόνιας και απόρριψης. Αν καταφέρεις να το κρύψεις, επιβιώνεις, αν όχι, αυτοκαταστρέφεσαι. Η οικογένεια σε έχει καταδικάσει, ίσως να έχεις τη συμπαράσταση κάποιας αδελφής ή της μάνας. Ο πατέρας αμείλικτος, μεγάλη η ρετσινιά για τον δικό του ανδρισμό, καθώς και για την σεξουαλική υγεία της οικογένειας, κανείς δεν θέλει να μπλέξει με μια οικογένεια που έχει έναν «ντιγκιντάγκα». Στην επαρχία, αλλά και στις μεγάλες πόλεις δεν υπάρχει χώρος για τέτοιους ανθρώπους, παραμένουν στα σκοτεινά και συχνά με μοιραία κατάληξη. Στο βιβλίο όμως θέλησα να κάνω την εξαίρεση κανόνα, έτσι η Ευθαλία σαν μάνα συμμερίζεται την ιδιαιτερότητα του παιδιού της και μάλιστα φτάνει στο σημείο να τον χρηματοδοτεί προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρό του, όσο ακραίο κι αν φαίνεται. Η λογοτεχνία πολλές φορές διορθώνει με τον λόγο της τα κακώς κείμενα της ζωής. Η αφήγηση των γεγονότων που διατρέχει το βιβλίο σας, οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο Νεκτάριος δείχνει παράταιρος στον κόσμο της Τρούμπας. Πόσο εύκολη ήταν η διαχείριση του συγκεκριμένου χαρακτήρα κατά τη διάρκεια της συγγραφής;  Καθόλου δύσκολη, αφού ο Νεκτάριος γεννήθηκε σαν χαρακτήρας μαζί με την Ευθαλία. Σε όλα τα περιβάλλοντα, ακόμη και στα πιο σκληρά, υπάρχουν ευαίσθητοι χαρακτήρες που καταφέρνουν να επιβιώσουν με τις κρυφές άμυνες που διαθέτουν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πατέρα Φιλόθεου Φάρου, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τρούμπα, υπήρχε τότε ένας γιατρός ομοφυλόφιλος στον οποίο προσέτρεχαν όλες οι πόρνες για θεραπεία. Τον αγαπούσαν και τον σέβονταν όλοι. Οι μάγκες της Τρούμπας τον υπολήπτονταν και τον προστάτευαν, δεν τολμούσε κανείς να τον περιγελάσει. Η Τρούμπα είχε τους δικούς της κώδικες τιμής και σεβασμού. Ο Νεκτάριος ή Δαντελένιος ήταν εξαρχής η ευγένεια και η καλαισθησία του βιβλίου. Του δάνεισα χαρακτηριστικά από την ψυχοσύνθεση της γυναίκας, κάτι που χαρακτηρίζει αυτούς τους ιδιαίτερους ανθρώπους. Σιχαίνεται τα αταίριαστα χρώματα, τα ακαλαίσθητα πατούμενα, τις βαριές κουβέντες, τους τσακωμούς και τα μαλλιοτραβήγματα, γενικά τη ζωώδη πλευρά του ανθρώπου, που όλοι διαθέτουμε. Το στοίχημα είναι πώς να καταφέρουμε την ισορροπία, η αγγελική μας πλευρά να νικά και να ποδοπατά την πρωτόγονη, που πάντα υφέρπει μέσα μας. Ο Νεκτάριος είναι ευγενικός, έχει τους τρόπους ενός καλομεγαλωμένου αστού, ξέρει να μιλάει ευαίσθητα ακόμη και σε μια ξεπεσμένη πόρνη, όπως στην περίπτωση της γριάς Σωτηρίας. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να παρεκτραπεί, παρά μόνο όταν θυμωμένος και πληγωμένος από την γενική απρέπεια και το ψέμα μονολογεί κατάρες και αφορισμούς. «Δαντελένιος» ήταν και ο δεύτερος πιθανός τίτλος του βιβλίου, προτίμησα όμως «το μινόρε της σιωπής» για να τιμήσω τον χρόνο που διάβηκε από εκείνα τα χρόνια, αλλά και τους ανθρώπους του μόχθου που στερούνται κοινωνικού λούστρου και εφέ. [caption id="attachment_158185" align="alignnone" width="800"] Το «Μινόρε της σιωπής» αναβιώνει την εκπληκτική απόδραση των 27 κρατούμενων κομμουνιστών από τις υψίστης ασφαλείας φυλακές των Βούρλων στη Δραπετσώνα τον Ιούλιο του 1955. Ήταν η εποχή που το ΚΚΕ βρισκόταν στην παρανομία και η απόδραση προκάλεσε μεγάλους τριγμούς στην κυβέρνηση του ετοιμοθάνατου τότε Παπάγου[/caption] Στο παλιατζίδικο που επισκέπτεται τακτικά ο Νεκτάριος και προμηθεύεται βιβλία λογοτεχνίας, διάλεξε τους «Αδελφούς Καραμαζώφ» για να διαβάσει. Να υποθέσει κάποιος ότι δεν ήταν τυχαία η μνεία στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, στο οποίο παρουσιάζεται η ζωή τριών αδελφών δίχως τίποτα κοινό μεταξύ τους, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα τρία παιδιά της Ευθαλίας; Ήταν εντελώς τυχαία η επιλογή, χωρίς καμία σύνδεση με τα τρία αδέλφια του βιβλίου. Οι «Αδελφοί Καραμαζώφ» είναι βέβαια ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Όταν γράφω, αφήνομαι χωρίς να υπολογίζω και να μετρώ. Οι χαρακτήρες ξεδιπλώνονται διστακτικά στην αρχή, είναι σαν να βρίσκονται απέναντί μου, αλλά δεν τους βλέπω, μας χωρίζει κάποιο σύννεφο. Όταν αυτό αραιώνει, μου αποκαλύπτονται ένας-ένας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρώτη κατέφθασε η Ευθαλία με το γερό εκτόπισμά της, μετά ο Νεκτάριος με δειλά βήματα, στη συνέχεια ανακάλυψα τον Αλέκο μέσα από τις επιστολές που μου έδωσε μια φίλη από κάποιον συγγενή της μετανάστη στο Σαρλερουά, κατόπιν ήρθε η Αγνή με τα νιάτα και την ομορφιά της και τέλος ο Στελάκης, ο αμετανόητος κομμουνιστής που με παίδεψε στο ξεδίπλωμα του χαρακτήρα του, κάτι που ομολογώ και στο βιβλίο. Βέβαια διέκοψα την αφήγηση με το παράπονό μου, αλλά ήθελα να μοιραστώ με τον αναγνώστη την γοητεία και την απόσταση που κρατούσε ο ήρωάς μου απέναντι στον γεννήτορά του. Η Ιωάννα Καρυστιάνη, που θαυμάζω ιδιαίτερα σαν συγγραφέα, είπε σε συνέντευξή της πως γράφει βάσει σχεδίου που έχει ετοιμάσει, γνωρίζει εξαρχής ακόμη και το τέλος του βιβλίου  της. Το δοκίμασα και εγώ κάποτε, όμως δεν κατάφερα τίποτα, μπερδεύτηκα στις νόρμες και καθώς έγραφα, η έμπνευση αφηνίαζε και κατέληγα να γράφω άλλα. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να ξεκινώ από μια πρωτόλεια υπόθεση και δυο βασικούς χαρακτήρες και να αφήνομαι να με οδηγήσει η ίδια η ιστορία εκεί που θέλει να πάει. Υπάρχει για καλή μου τύχη μια οικονομία λόγου και σεναρίου και μέχρι τώρα και στα τέσσερα βιβλία μου έχω αποφύγει το χάος της γραφής. Ελπίζω και στο 5ο που ετοιμάζω, να συμβεί το ίδιο. Την Ευθαλία την έτρωγε ο σεβντάς να ξαναγυρίσει στο πάλκο. Και τα κατάφερε, ανοίγοντας το δικό της μαγαζί στη Δραπετσώνα. Ονομάζοντάς το «Οδός Απελπισίας αρ. 2», θελήσατε να αποδώσετε φόρο τιμής στον θρυλικό ρεμπέτη του Πειραιά, Γιώργο Μπάτη και το ομώνυμο καφενεδάκι του στα Λεμονάδικα, όπως και στο λαϊκό - ρεμπέτικο τραγούδι γενικότερα; Σωστά, εδώ η ταμπέλα του μαγαζιού δεν ήταν τυχαία, ήρθε να αποτίσει φόρο τιμής σε κείνους τους διωγμένους και κατατρεγμένους από την πατρίδα τους αλλά και από τη χώρα που τους δέχτηκε ρεμπέτες, αυτούς που κατάφεραν να αναστήσουν το ρεμπέτικο στις φτωχογειτονιές των λαϊκών συνοικιών, όπου οι καθωσπρέπει αστοί απέφευγαν να συχνάζουν. Βαμβακάρης, Μπάτης, Δελιάς, Παπάζογλου, Κηρομύτης, Μπαγιαντέρας, Τούντας, Περιστέρης, Σέμσης, Ογδοντάκης, Γιοβάν Τσαούς για να αναφέρω μόνο μερικούς από τους ρεμπέτες. Δημιούργησαν τη βάση του λαϊκού μας τραγουδιού όπου πάτησαν ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Παπαϊωάννου, ο Καλδάρας, ο Γαβαλάς, ο Άκης Πάνου και τόσοι άλλοι για να φτάσουμε μέχρι τους ύμνους του Χατζηδάκη και του Θεοδωράκη που κόσμησαν το ελληνικό τραγούδι. Με ένα «ζητιανόξυλο», όπως έλεγαν τότε υποτιμητικά το μπουζούκι, έφτιαξαν τη μουσική που μίλησε στην καρδιά του Έλληνα τραγουδώντας τον πόνο της ανέχειας, της αδικίας, της προδοσίας, του αποχωρισμού, της μετανάστευσης και του θανάτου. [caption id="attachment_158183" align="alignnone" width="1600"] Ο Γιώργος Μπάτης (δεξιά) και το θρυλικό καφενεδάκι που λειτούργησε στα Λεμονάδικα. Ο ξακουστός προπολεμικός ρεμπέτης αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη συγγραφέα στο «Μινόρε της σιωπής» (Πηγή φωτογραφίας: panossavopoulos.gr)[/caption] Η Αγνή από τα μαγαζιά της Τρούμπας, λόγω της εξαιρετικής φωνής που διαθέτει, καταλήγει να κάνει καριέρα στο τραγούδι, μέχρι και τουρνέ στην Αμερική. Η πορεία της, πρωτίστως, είναι δικαίωση για όσα δεν πέτυχαν άλλες δύο εξίσου ταλαντούχες συγγενείς της, η γιαγιά και η μητέρα της; Θα μπορούσαμε να το πούμε και έτσι, αφού όταν τραγουδάει, μέσα από το λαρύγγι της ξεπετάγεται η μουσική προϊστορία της οικογένειάς της. Όλοι κουβαλάμε κάτι από τους προγόνους μας, το χρώμα των ματιών τους, το ιδιαίτερο βάδισμά τους, τη φωνή τους, κάποια κλίση στο οικογενειακό DNA. Γιατί όχι και η Αγνή; Δεν σκέφτηκα πως αποτελεί τη δικαίωση των γυναικών της οικογένειας, περισσότερο θα έλεγα πως είναι μια συνέχεια και μια πορεία που την καθοδηγεί χωρίς εκείνη να το έχει σχεδιάσει, ένα κισμέτ που σέβεται και ακολουθεί. Είναι εκείνη που συναντάμε στην αρχή του βιβλίου να διαπληκτίζεται και ξεκατινιάζεται με την Ευθαλία, γιατί θέλει να κάνει το δικό της. Ό,τι κι αν της προσάπτει άδικα η μάνα, εκείνη θα σεβαστεί τους ηθικούς περιορισμούς με τους οποίους την έχει εμποτίσει, αλλά θα χαράξει το δικό της δρόμο μέσα στη νύχτα της Τρούμπας. Είναι μια εξαιρετική κόρη, μόνο που δεν το δείχνει, τόσο εκείνη όσο και η μάνα πονούν και υποφέρουν, αλλά προτιμούν να εκτοξεύουν θυμό για να καλύπτουν τις αδυναμίες τους. Μέσα από την ιστορία του Στέλιου, του πρωτότοκου γιου της Ευθαλίας, αναβιώνουν οι πρωτοφανείς διώξεις όσων ανήκαν στην Αριστερά εκείνη την εποχή, αλλά και η θεαματική απόδραση των 27 κομμουνιστών από τη φριχτή φυλακή των Βούρλων τον Ιούλιο του 1955. Η θύμηση του διχαστικού σχίσματος που «σημάδεψε» την πατρίδα μας δεκαετίες ολάκερες, ποια αίσθηση δημιουργεί στον σημερινό αναγνώστη; Πιστεύω πως οι μετεμφυλιακές γενιές αλλά και οι πρώτες μεταπολιτευτικές έχουν μνήμες από τα φριχτά γεγονότα εκείνων των ημερών. Οι πρώτοι έζησαν τα γεγονότα, πολέμησαν, έκλαψαν, βασανίστηκαν, γιατί δεν υπάρχει χειρότερος πόλεμος από τον αδελφοκτόνο. Οι δεύτεροι άκουσαν τους γονείς και συγγενείς και βρέθηκαν κοντά στους πρωταγωνιστές των γεγονότων, οι μνήμες ήταν ακόμη ζωντανές. Με το πέρασμα του χρόνου βέβαια ο εμφύλιος, ο κομμουνισμός, η λευκή τρομοκρατία και τα κόκκινα αντίποινα, τα νεκροταφεία που γέμισαν αδικοσκοτωμένους και από τις δύο πλευρές, όλα αυτά είναι σελίδες στα βιβλία της ιστορίας που δεν συγκινούν ιδιαίτερα  τα σημερινά παιδιά. Διαβάζονται και αποστηθίζονται μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια σαν ύλη κάποιου μαθήματος. Η οικογένεια, το πρώτο κύτταρο κοινωνικοποίησης,  παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην παιδεία και ευαισθητοποίηση των νέων και κατόπιν το σχολείο, που έχει την ηθική υποχρέωση να διδάξει την ιστορία όχι μόνο από την πλευρά του νικητή, αλλά και του ηττημένου, χρησιμοποιώντας  πρωτότυπες πηγές, δείχνοντας όχι μόνο γεγονότα και χρονολογίες, αλλά και τη λάντζα της ιστορίας. Μιας και είμαι εκπαιδευτικός και έχω άμεση επαφή με τα νιάτα, συχνά απογοητεύομαι βλέποντας πως ένα μεγάλο μέρος των παιδιών είναι ανιστόρητο, σφάλμα της οικογένειας και της πολιτικής της εκπαίδευσης. Βέβαια υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις παιδιών που είναι ενημερωμένα και ευαισθητοποιημένα για εκείνα τα γεγονότα, χάρη στους γονείς ή κάποιους φωτισμένους δασκάλους που εμμένουν στην ποιότητα και όχι την ποσότητα που επιτάσσει συχνά το εκάστοτε Υπουργείο Παιδείας. Η σκηνή που η Ευθαλία μουτζώνει τα πορτρέτα του Λένιν και του Φλωράκη δίπλα από το αδειανό κρεβάτι του, ενώ ο Στέλιος παραμένει εξόριστος στη Μακρόνησο και αρνείται πεισματικά να υπογράψει δήλωση… νομιμοφροσύνης, αντανακλά πάνω απ’ όλα την αγωνία μίας μάνας για τα μαρτύρια του παιδιού της; Είναι μια μάνα απολιτίκ θα λέγαμε σήμερα, την ενδιαφέρει το τραγούδι και η οικογένειά της, τους νοιάζεται έναν-έναν, ακόμη και τον φοβικό και αδύναμο Αλέκο. Η πολιτική μέχρι τώρα όλο βάσανα της έφερε. Της πήρε τον Στελάκη της και παρά λίγο να τον χάσει, αν δεν μεταφερόταν στο «Σωτηρία» εσπευσμένα. Κι όταν αργότερα το παιδί της μπλέκεται με το ΚΚΕ εσωτερικού και τα παιδιά του Κύρκου, εκείνη μπερδεύεται ακόμη περισσότερο. Για κείνη όλα αυτά είναι θεωρίες, οράματα, και δεν σου γεμίζουν την κοιλιά ούτε σου κρατούν την οικογένεια, όταν εκείνη γέρνει στο γκρεμό. Είναι καπάτσα όμως και ξέρει να τους χειρίζεται όλους τους κορδωτούς της εξουσίας, τους ταϊζει στο μαγαζί ερήμην του Στέλιου και έτσι έχει το παιδί της σπίτι. Γιατί πάνω από την πολιτική και τα κόμματα, όποια κι αν είναι αυτά, και ό,τι κι αν πρεσβεύουν, η Ευθαλία και η κάθε Ευθαλία πρέπει να σώσει το σπίτι της. Θα έριχνε φάσκελα σε οποιονδήποτε θεωρούσε υπαίτιο για τα βασανιστήρια και τη φυλάκιση του παιδιού της. Βέβαια, δεν σκέφτεται πως ο Στέλιος είναι μεγάλος πια και εκείνος επιλέγει  πώς θα  περπατήσει στη ζωή, όπως ακριβώς κάνουν και τα υπόλοιπα παιδιά της, ο καθένας το σταυρό του και το δρόμο του. Δείχνει να του έχει ιδιαίτερη αδυναμία, μεροληπτεί υπέρ του, θαυμάζει τη δύναμή του και την αφοβία του, ξεμυαλίζεται με το σεμνό γοητηλίκι του. Εκείνη δεν την έχει αυτή την τόλμη να τα βάλει με το άδικο, μόνο διπλωματία και μπαξίσια με τους διώκτες του παιδιού της καταφέρνει. Έτσι ξέρει να ασκεί την μικροπολιτική του κουμπαρά στο δικό της μαγαζί, όπου είναι αφέντρα και κυρά και οι υπόλοιποι κάθονται σούζα. [caption id="attachment_158186" align="alignnone" width="788"] Στις στοές των ανθρακωρυχείων του Βελγίου κατέληξαν χιλιάδες Έλληνες, οι οποίοι στα πρώτα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς και αναζητώντας μία καλύτερη μοίρα υποχρεώθηκαν σε απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς, πνιγμένοι στην καρβουνόσκονη.[/caption] Ο επαναπατρισμός του Αλέκου έπειτα από πέντε χρόνια παρουσίας στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, προσομοιάζει με την παραβολή της επιστροφής του ασώτου. Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα από την πορεία του συγκεκριμένου άντρα και τη στάση που κράτησε απέναντι στην οικογένειά του; Δεν θέλησα να δώσω κάποιο ηθικό δίδαγμα, εγώ γράφω βιβλία για να διηγούμαι ιστορίες που βουίζουν στο μυαλό μου μέρα νύχτα, που λύνουν δικά μου αδιέξοδα και ευελπιστώ να τέρπουν αλλά και να βοηθούν συναισθηματικά τον αναγνώστη. Η ηθική είναι ένα τσουβάλι που κατά καιρούς χώρεσε πολλά αντικρουόμενα κελεύσματα και μπέρδεψε την ανθρωπότητα. Δεν ηθικολογώ, οι ήρωες μού επιβάλλουν ο καθένας τα «πρέπει» και τα «μη» τους. Ο Αλέκος δεν θεωρώ πως είναι άσωτος, ήξερε πού πήγε να μπλέξει. Μπροστά στο οικογενειακό αδιέξοδο προτίμησε την ξενιτειά, που φέρνει λεφτά και τα λεφτά είναι δύναμη. Προσπάθησε να βουλώσει το συναισθηματικό κενό με μασούρια από χαρτονομίσματα και να βουλώσει στόματα. Δεν πέτυχε και πολλά πράγματα με τα σχέδιά του, η οικογένειά του θα χρειαζόταν μεγαλύτερα ψέματα, με τα ευτελή που τους σέρβιρε δεν μπόρεσε να πειστεί. Και υπήρξε μεγαλειώδης όταν τον αγκάλιασε ξανά και τον ενσωμάτωσε. Η Ευθαλία πάντα ήξερε πού βρίσκεται ο Αλέκος, περίμενε όμως να σταθεί στα πόδια της για να τον κάνει να γυρίσει πίσω. Αν βέβαια κάποιος αναγνώστης θελήσει να διαβάσει ένα ηθικό δίδαγμα μέσα στις σειρές των λέξεων που παραθέτω, καλώς να το πράξει. Εξάλλου πιστεύω πως η συγγραφή είναι σαν τη ζωγραφική. Δεν έχει σημασία τι θέλω να πω εγώ, σημασία έχει τι διαβάζει ο καθένας και μέχρι πού θέλει να στρέψει και να τεντώσει το νόημα. Χαίρομαι όταν ακούω κατά καιρούς αναλύσεις πάνω στο κείμενό μου που ειλικρινά ποτέ δεν φαντάστηκα. Και όταν μου κάνουν ερωτήσεις κατανόησης, εγώ ανταπαντώ ερωτώντας εκείνοι τι εννοούν διαβάζοντας.  Πιστεύω πως όλοι μαζί γράφουμε ένα βιβλίο, ο καθένας με τις πληγές και τις ανάγκες του. Από την άλλη πλευρά, ποια αίσθηση αποκομίσατε, καθώς ερευνούσατε για τις απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς των Ελλήνων μεταναστών στα ορυχεία άνθρακα και τη σκληρή ζωή που έκαναν πνιγμένοι στην καρβουνόσκονη; Μέσα από τα γράμματα που στέλνει ο Αλέκος παραθέτω κάποια στοιχεία από την κόλαση του ανθρακωρύχου, που ναι μεν βγάζει λεφτά για να στείλει πίσω στην οικογένεια την δεκαετία του ΄50, την δεκαετία της μαύρης φτώχειας, αλλά ζει στην κόλαση. Οι άνθρωποι εργάζονται σαν τα ποντίκια μες στη γη, κατεβαίνουν με σιδερένια κλουβιά στα σπλάχνα της γης και με την αξίνα για προέκταση του χεριού τους σκάβουν κάθε ίντσα κάρβουνου. Η κάθε μέρα είναι στοίχημα ζωής και θανάτου. Κλουβιά με διασωθέντες να ανεβαίνουν και κλουβιά με μελλοθάνατους να κατεβαίνουν, να διασταυρώνονται οι βάρδιες και τα βλέμματά τους, καλή τύχη οι μεν, καλή ξεκούραση οι δε. Και στις ανατινάξεις σωρός τα πτώματα, Ιταλοί, Ισπανοί, Βέλγοι, Έλληνες, Πολωνοί, δεν έχει σημασία η εθνικότητα, όλη η φτωχολογιά της Ευρώπης στο θάνατο ίδια είναι. Η καρβουνόσκονη καλύπτει τα πάντα και πρωτίστως τα πνευμόνια τους, βήχουν πολύ, όταν το σάλιο είναι μαύρο, έρχεται η πρώτη ειδοποίηση, όταν είναι κόκκινο, ο γιατρός και ο νεκροθάφτης ακολουθούν.  Η κόλαση του Δάντη επί γης. Τη δεκαετία του ΄50 αγρότες από τη Μακεδονία που προέρχονταν από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία ή τα βάθη της Ανατολίας, αλλά και εργάτες από όλη την Ελλάδα αναζητούν την τύχη τους στα ανθρακωρυχεία της Κεντρικής Ευρώπης, δηλαδή του Βελγίου, της Γερμανίας και της Ολλανδίας. 3% από αυτούς κατευθύνεται με τραίνο στο Βέλγιο και από αυτούς 30% θα επιστρέψει στην Ελλάδα πριν το 1965. Τότε συμπίπτει και ο ερχομός του Αλέκου στα πάτρια εδάφη του Πειραιά. [caption id="attachment_158180" align="alignnone" width="670"] Στο βιβλίο είναι συχνές οι αναφορές στον Βασίλη Τσιτσάνη και τη Μαρίκα Νίνου. Και πώς θα μπορούσαν να απουσιάζουν, αφού τη δεκαετία του 1950 οι δύο θρύλοι του λαϊκού τραγουδιού έζησαν έναν φλογερό έρωτα…[/caption] Οι μετανοημένες πόρνες που έγιναν καλόγριες, η επίσκεψη του Νεκτάριου στη μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, αλλά και η καταφυγή του στο Άγιο Όρος, επιβεβαιώνουν την ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει στον Θεό, όταν η ζωή του παίρνει την κατιούσα; Επιβεβαιώνουν την ανάγκη του ανθρώπου να αντλήσει ελπίδα από μια παντοδύναμη πηγή γνώσης και σοφίας, τη στιγμή που εκείνος είναι μόνος και αβοήθητος, και οι δικές του δυνάμεις έχουν εξαντληθεί. Θεωρεί παράλογο τον χαμό του, άδικη και αδύνατον να εκτελεστεί τη σκέψη πως θα πεθάνει, θα πάψει να βλέπει τον κόσμο και όσους αγαπά και ότι όλα θα συνεχίζουν να υπάρχουν εν απουσία του. Δύσκολα συμφιλιωνόμαστε με την ιδέα του τέλους, αρεσκόμαστε και εντρυφούμε σε μια εγωιστική θεώρηση του κόσμου, όπου δεν υπάρχει θάνατος. Δεδομένου λοιπόν ότι ο χρόνος μας πάνω στη γη είναι μετρήσιμος, θα ήταν ίσως ανυπόφορο να ζει κανείς χωρίς την τέχνη, τον έρωτα και τη θρησκεία. Η ανάγκη για επικοινωνία με το υπερβατικό υπάρχει και μας λυτρώνει από την βασανιστική επανάληψη της καθημερινότητας. Οι ζωγράφοι των τρούλων, οι μελωδοί των ύμνων καθώς και τα μύρα και τα αρώματα του εκκλησιαστικού χώρου ενεργούν ανακουφιστικά και ικανοποιούν την ανάγκη μας να μην νοιώθουμε μόνοι και αβοήθητοι. Ο Νεκτάριος τώρα, για να πάμε και στο βιβλίο,  βρίσκεται σε κομβικό σημείο της ζωής του, πρέπει να πάρει την απόφαση, θα συνεχίσει έτσι υποκρινόμενος ή θα φανερωθεί μέσα από το επιθυμητό σώμα η αλήθεια του; Πιστεύει πως η απάντηση θα του δοθεί, και του δίνεται. Και σε μας δεν συμβαίνει αυτό; Πόσες φορές δεν παρακαλάμε στα κρυφά για κάτι και συχνά πραγματώνεται προς μεγάλη μας έκπληξη; Ζήτημα τύχης ή ανταποδοτικό του δικαίου ερωτήματός μας προς το σύμπαν-Θεό, δεν γνωρίζω να απαντήσω. Χάρις στις γλαφυρές περιγραφές στο «Μινόρε της σιωπής», καταφέρατε να εισχωρήσετε στη ζωή της Τρούμπας, σαν να ζήσατε κάποτε εκεί και την περπατήσατε. Ποιο ήταν το… κλειδί για να αναβιώσετε το αμαρτωλό παρελθόν της Τρούμπας και τις ζωές τόσων ανθρώπων που ζούσαν στο περιθώριο; Ήθελα πάντα να γράψω για την Τρούμπα και τον κόσμο της. Στο τέταρτο βιβλίο μου λοιπόν το τόλμησα. Είχα διαβάσει  ένα βιβλίο του Λεονάρδο Παδούρα που μιλούσε για κάποιον συγγραφέα ο οποίος δεν είχε την τόλμη να ξεπεράσει τον εαυτό του στο γράψιμό του και σκέφτηκα να κάνω κάτι και για το δικό μου κουσούρι, να βάλω το μαχαίρι πιο βαθειά, τόσο όσο μπορούσα να αντέξω. Τώρα που τελείωσε το βιβλίο και κοσμεί το ράφι της βιβλιοθήκης μου, θα έλεγα πως η πληγή που άνοιξα ήταν μικρή, έχει πολύ περισσότερο εκεί μέσα, με τρόμαξαν τα αβυσσαλέα σκοτάδια όμως και έκανα πίσω. Ελπίζω κάποια επόμενη φορά να κατέβω πιο βαθειά. Για να μιλήσω τη γλώσσα της πιάτσας λοιπόν μπήκα σε πηγές, διάβασα βιβλία, κράτησα σημειώσεις, είδα ταινίες, έκανα επιτόπιους περιπάτους- δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα στην Τρούμπα από εκείνα τα χρόνια- και προσπάθησα να φανταστώ πως κάνω ένα σάλτο στο χρόνο και βολτάρω με τα ναυτάκια, τους σκυλόμαγκες, τους σωματέμπορους, τις πόρνες, τις τραγουδιάρες, πως βρίσκομαι εκεί, τότε, με εκείνους. Όταν ένοιωσα έτοιμη και άρχισα να γράφω με παρέσυρε η ιστορία, δεν μπορούσα να σταματήσω. Διέκοπτα μόνο όταν έπρεπε να ερευνήσω τα ιστορικά γεγονότα για να είμαι σίγουρη για την ορθότητα των γραφομένων. Εννοείται πως τα έβλεπα όλα σαν σκηνές έργου, πρώτα έπαιζε η εικόνα στο μυαλό μου, την παρατηρούσα όπως στο σινεμά και άρπαζα το λάπτοπ να την καταγράψω πριν χαθεί. Γιατί οι εικόνες έχουν αυτό το κουσούρι, χάνονται τόσο γρήγορα όπως έρχονται. Αν προσπαθήσεις μετά να θυμηθείς, δεν είναι δυνατόν, πάει, έσβησαν. Μένεις με την αγωνία πότε θα σε ξαναπροτιμήσουν, γιατί έχουν πολλούς αποδέκτες που περιμένουν με τον υπολογιστή ή το μολύβι στο χέρι. Η βόλτα στη Τρούμπα λοιπόν μου γνώρισε δυνατούς χαρακτήρες που τους εμπιστεύθηκα και δεν με απογοήτευσαν. Με πήραν από το χέρι και μαζί σκαρώσαμε μια όμορφη ιστορία, έτσι τουλάχιστον πιστεύω.