SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ / γράφει ο Αρχιμανδρίτης Λουκάς Σταμέλος

2016-10-29 23:41:53
%ce%b1%ce%bd%cf%8e%ce%bd%cf%85%ce%bc%ce%bf-1-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%af%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%bfΣτη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί αδελφοί, μας διηγείται ο Χριστός την παραβολή του πλούσιου και του Λαζάρου. Ήταν, λοιπόν, κάποτε ένας πλούσιος ο οποίος ζούσε τρυφηλή ζωή, είχε χρήματα πολλά, μεγάλο σπίτι, φορούσε πολυτελή ενδύματα, διοργάνωνε μεγάλα τραπέζια και εν γένει ζούσε μια ζωή μες στις απολαύσεις. Στην είσοδο, όμως, της έπαυλής του βρισκόταν μονίμως ένας φτωχός, επ’ ονόματι Λάζαρος, ο οποίος καθόταν εκεί συνεχώς με την ελπίδα ότι όλο και κάτι θα του έδιναν να φάει από εκείνο το πλούσιο σπίτι, πράγμα το οποίο όχι μόνο δεν γινόταν αλλά και ήταν σε άθλια κατάσταση, ήταν το σώμα του γεμάτο έλκη, πληγές, και έρχονταν μέχρι και τα σκυλιά να γλύψουν τις πληγές του. Κάποια στιγμή πέθανε ο πλούσιος και τάφηκε, πέθανε όμως και ο φτωχός και αναπαύθηκε στους κόλπους του Δικαίου Αβραάμ. Όταν, μετά την τακτοποίηση των ψυχών, γύρισε ο πλούσιος, που ήταν στον τόπο των βασανιστηρίων, και είδε το Λάζαρο να είναι στον παράδεισο της τρυφής και της αγαλλιάσεως στην αγκαλιά του Αβραάμ φώναξε και παρακάλεσε το Δίκαιο Αβραάμ να επιτρέψει να κατέβει ο Λάζαρος στην κόλαση και να βρέξει το δάχτυλό του σε λίγο νερό και να το στάξει στο στόμα του (του πλουσίου), γιατί καιγόταν και υπέφερε. Όμως πήρε την απάντηση ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει αυτό γιατί αφ’ ενός ο καθένας απολάμβανε ό,τι είχε προετοιμάσει για την ψυχή του, δηλαδή ο πλούσιος με την αδιαφορία και την καλοπέρασή του είχε κερδίσει μία θέση στην κόλαση ενώ ο Λάζαρος με τη μαρτυρική ζωή που είχε είχε εξασφαλίσει μία θέση στον ουρανό, και αφ’ ετέρου δεν υπήρχε η δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ παραδείσου και κολάσεως γιατί υπήρχε «χάσμα μέγα» μεταξύ τους. Επέμενε όμως ο πλούσιος έστω να αναστηθεί ο Λάζαρος εκ των νεκρών για να πάει στα άλλα πέντε αδέλφια του πλουσίου, τα οποία έκαναν ανάλογη ζωή, και να τους προειδοποιήσει τί τους περίμενε αν δε μετανοούσαν. Του απάντησε τότε ο Αβραάμ πως υπάρχουν οι Γραφές που διδάσκονται για να μάθουν τί τους περιμένει. Ο πλούσιος συνέχιζε να επιμένει, πως δε δίνουν σημασία στις Γραφές και πως αν πήγαινε κάποιος απ’ τους νεκρούς και τους το έλεγε θα πρόσεχαν. Πήρε όμως την απάντηση πως αν δε δίνουν σημασία στο Λόγο του Θεού, ούτε κι αν δουν νεκρανάσταση θα πιστέψουν. Κατ’ αρχάς μπορούμε να παρατηρήσουμε κάτι πολύ σημαντικό. Ενώ ο φτωχός ονοματίζεται, ο πλούσιος παραμένει άγνωστος, δε μαθαίνουμε το όνομά του ούτε μετά το θάνατό του. Ο Χριστός διηγείται την παραβολή έτσι, θέλοντας να μας δείξει ότι όνομα, δηλαδή αξία και νόημα, έχει μόνο ο φτωχός, γιατί με τη ζωή που έκανε έγινε γνωστός στο Θεό και γράφτηκε το όνομά του στο βιβλίο της ζωής, στο βιβλίο των σεσωσμένων. Ενώ ο πλούσιος με τη ζωή του παρέμεινε ανώνυμος, άγνωστος, ασήμαντος, σημαντικός για τη γη και τους ισχυρούς της γης, όμως ασήμαντος για τον ουρανό και το Θεό γιατί δε θέλησε το Θεό, λέει ο Θεός πως «όποιος με αγαπά τηρεί τις εντολές μου» και ο πλούσιος δεν τις τήρησε, έδιωξε έτσι το Θεό από τη ζωή του και απέλαβε ό,τι ήθελε, θέρισε ό,τι έσπειρε. Είχε την ευκαιρία ο πλούσιος να ακολουθήσει τις εντολές του Θεού. Κατ’ αρχάς είχε μονίμως το φτωχό και ταλαιπωρημένο Λάζαρο έξω από την πόρτα του κάθε μέρα επί πολλά έτη, τον έβλεπε ότι πράγματι είχε ανάγκη, δεν ήταν απατεώνας. Παρ’ όλ’ αυτά θεληματικά τον αγνοούσε, τον άφηνε έρμαιο των ζώων, γυμνό και πεινασμένο. Δεν του έδειξε ποτέ αγάπη, δεν τον τάισε ούτε τον έντυσε ποτέ, δεν του έδωσε ούτε ένα υπόστεγο να μη βρέχεται ή έστω λίγα χρήματα να μπορέσει να ζήσει λίγο ανθρώπινα. Επίσης, από το διάλογο του πλουσίου με τον Αβραάμ καταλαβαίνουμε ότι ο πρώτος ήταν άνθρωπος με θρησκευτικές γνώσεις, ήταν άνθρωπος της συναγωγής, της «Εκκλησίας» θα λέγαμε σήμερα. Δεν απορεί ο πλούσιος για το τί του συμβαίνει, δεν ερωτά, δε διαμαρτύρεται, απλά παρακαλεί για μια ανακούφιση και θέλει να γλυτώσει και τα αδέρφια του τα οποία θα είχαν το ίδιο τέλος με αυτόν. Άρα πρόκειται για μια επιφανή οικογένεια η οποία μόνο εξωτερικά, δυστυχώς, θρήσκευε. Μπορεί ο πλούσιος να πίστευε, μπορεί να πήγαινε στη συναγωγή, μπορεί να τα ήξερε όλα, όμως δε τα εφάρμοζε. Προτιμούσε να αγαπά τον εαυτό του παρά το συνάνθρωπο, προτιμούσε να φροντίζει υπέρμετρα τη σάρκα του παρά να ελεεί τους συνανθρώπους του, προτιμούσε να ενδιαφέρεται μόνο γι’ αυτή τη ζωή παρά για την επουράνια. Έτσι, δεν του κάνει εντύπωση η κατάληξη, μετανοιώνει αλλά είναι πλέον αργά, θέλει να διδάξει και σε άλλους τη Βασιλεία του Θεού αλλά δεν υπάρχει πλέον χρόνος, θέλει να απολαύσει έστω και μια σταγόνα παραδείσου αλλά η ετυμηγορία έχει βγει, θέλει να αλλάξει τη ζωή του και τη ζωή των άλλων αλλά έχει ήδη «κερδίσει» αυτή τη θέση στην κόλαση. Πόσες φορές, αδελφοί μου, δε βρισκόμαστε στη θέση του πλουσίου. Μπορεί να έχουμε ή όχι πολλά χρήματα, όμως πόσες φορές δε προσκολούμαστε στα υλικά αγαθά, έστω και σε αυτά τα λίγα που έχουμε; Πόσες φορές δεν προτιμάμε να ικανοποιήσουμε ένα πάθος μας ή να απολαύσουμε κάτι αντί να βοηθήσουμε το συνάνθρωπό μας; Ακόμα χειρότερα δε, πολλές φορές αδικούμε το συνάνθρωπό μας για να ζούμε εμείς καλά; Λένε οι πατέρες πως είσαι ένοχος απέναντι στο συνάνθρωπό σου τόσες φορές, όσες θα μπορούσες να τον ελεήσεις ή να τον βοηθήσεις και δε το έκανες. Πόσο μάλλον όταν εν γνώσει μας αδικούμε, εξευτελίζουμε, ταλαιπωρούμε τους άλλους για να απολαύσουμε εμείς κάποια υλικά αγαθά ή για να ικανοποιήσουμε κάποιο πάθος μας, είτε πρόκειται για τη σάρκα μας, είτε πρόκειται για τον εγωισμό και την υπερηφάνειά μας είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Ο χρόνος της ζωής μας αυτής έχει ένα τέλος, είναι πεπερασμένη η ζωή μας. Χρόνος για νίκη σε έναν αγώνα δρόμου υπάρχει όσο διαρκεί ο αγώνας, τόσο χρόνο έχει ο αθλητής να κερδίσει. Αν τελειώσει ο αγώνας εις μάτην προσπαθεί ο αθλητής να αλλάξει την κατάσταση. Έτσι συμβαίνει και με την επίγεια βιωτή μας, έχουμε συγκεκριμένο χρόνο που μπορούμε να προσπαθήσουμε να κερδίσουμε την επουράνια βασιλεία, και είναι τα χρόνια μας εδώ. Μετά το τέλος αυτής της ζωής όσο κι αν θέλουμε, όσο κι αν μετανοήσουμε, όσο κι αν κλάψουμε δε μπορεί να αλλάξει τίποτα. Στο χέρι μας είναι αν θα γραφτούμε στη βίβλο της ζωής ή αν θα διαγραφούμε από τα επουράνια κατάστιχα. Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον εφάμαρτο βίο, ας αποκολληθούμε από την υπέρμετρη αγάπη στα υλικά αγαθά και στην ικανοποίηση των παθών μας. Το κλειδί για την πόρτα του παραδείσου αγοράζεται μόνο με τις αρετές, με την αγάπη, την ελεημοσύνη, την ταπείνωση, την εγκράτεια και όσα διδάσκει ο Χριστός. Ο δρόμος για την άνω Ιερουσαλήμ περνάει μέσα από τις καρδιές των συνανθρώπων μας, ας μη χάσουμε αυτή την ευκαιρία όσο ακόμα μπορούμε. Η Υπεραγία Θεοτόκος, τη φωτοφόρο Σκέπη της οποίας εορτάσαμε την Παρασκευή, ας μας σκεπάζει όλους και ας μας βοηθά στον πνευματικό μας αγώνα. Αμήν.