«Ξεκινᾶμε, πᾶμε μακρυά....» | του π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
2020-06-09 18:36:21
( Μιὰ ἀκόμα ἐπίσκεψη στὸ Λεύκωμα «φωτο-μνῆμες» τοῦ καπετὰν Γιαννη Θεοδ Παρρίση)
Θέλω νὰ πιστεύω πὼς ἕνα πολύτιμο λευκωμα-ὅπως αὐτό, τὸ ἐσχατως ἐκδοθὲν ἀπὸ τὸ Ναυτικο Μουσεῖο τῆς Σκιάθου-ἀναμφίβολα εἶναι κι ἕνα ἀστειρευτο ὀρυχεῖο, πνευματικὸ ὀρυχεῖο παραγωγῆς πανακριβου ἐποπτικοῦ ὑλικοῦ. Ὑλικοῦ, ποὺ δὲν εἶναι κι εὔκολο νὰ τὸ ξεπεράσεις κοιτώντας το μιὰ φορὰ μονάχα καὶ θαυμαζοντας τις φωτογραφίες ποὺ τὸ κοσμοῦν. Γιατὶ θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε, πὼς ἡ κάθε εἰκόνα, του ἤ ἡ ὅποια παλιὰ φωτογραφία του, διακρατεῖ μέσα της, στὸν πυρήνα της δηλαδή, καὶ προβάλλει σὲ ὄσους προσπαθοῦν νὰ τὴ μελετήσουν, ὄχι μονάχα μιὰ κρυσταλλωμένη μορφὴ τοῦ Χρόνου, ἀλλὰ κι ἕναν ἄλλο πολύτιμο θησαυρό: .Τὴν ἀγωνία καὶ τὸ πάιδεμα ἐκείνων τῶν παλιῶν ναυτικῶν μας. Θησαυρὸ ἀθάνατο, ἀλλὰ καὶ πολυτιμο, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι κι ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ ἐποπτικὸ ὑλικὸ, πάνω στὸ ὁποῖο θὰ μαθητέψουν οἱ νέες γενιές.
Ὅμως, ἐπειδὴ πολλὰ εἶπα, καλὸ θὰ εἶναι νὲ ἔλθω στὸ θέμα μου καὶ νὰ καταθέσω τὰ δικά μου τὰ βιώματα, ὅσα δηλαδή, ἔζησα στὰ δικά μου τὰ παιδικὰ τὰ χρόνια τῆς δεκετίας τοῦ 1950. Χρὀνια ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ ναυτικὴ ζωὴ τῶν συγχωριανῶν μου, καὶ δὲν ἦταν , πιστεύω, διόλου διαφορατικὰ ἀπὸ παρόμοια βιώματα ποὺ ἔζησαν στὴ γείτονα νῆσο Σκιάθο. Γιατἲ ἐκεῖνα τὰ δύσκολα χρόνια τῶν δεκαετῶν τοῦ 1950-60 ἦταν ὄντως οἱ καιροί, ποὺ ἄνθιζε στὰ νησιά μας τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους μας «μπαἀρκο». Μὲ λίγα λόγια τὰ νέα τὰ παιδιά, ἐπειδὴ εἶχαν πολλὲς καὶ ποικίλες ὑποχρέωσεις –νὰ βοηθησουν τοὺς γονιούς, νὰ βγαλουν πέντε δραχμὲς , γιὰ νὰ φτιαξουν τὶς προίκες τῶν ἀδερφάδων τους, ἀλλὰ καὶ νὰ κοιταξουν κι οἱ ἴδιοι ν’ἀνοίξουν ἕνα σπίτι, ἀποφάσιζαν νὰ «μπαρκάρουν», ταξιδεύοντας ὡς ναῦτες, ναυτοπαιδες κ.λ.π. σὲ ποντοπόρα πλοῖα.. Κι αὐτό, γιατὶ στὸ χωριὸ τὰ πράγματα ἦταν πολὺ στριμωγμένα καὶ καχεκτικά Τὰ μεροκάματα λίγα, οἱ δουλιές ἀραιἐς καὶ τὰ μαξούλια ποτε ἔτσι, ποτε ἀλλιῶς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἀποφάσιζαν νὰ βγαλουν τὸ λεγόμενο «φυλλαδιο»καὶ νὰ μπαρκάρουν σὲ κάποιο μεγαλο πλοῖο. Ἄλλοι πάλι διάλεγαν τὸ δρόμο τῆς ξενιτιᾶς σὲ Ἀμερική, Καναδᾶ, Αὐστραλία κ.λ.π.
Ἀλλησμόνητες θὰ μείνουν οἱ μέρες καὶ οἱ στιγμὲς τῆς πρετοιμασίας καὶ τῆς φυγῆς. Μὲ πρόσωπα ὅπου ἄνθιζαν μαραμένα χαμόγελα, ἀλλὰ μὲ τὰ ματια «νὰ τρέχουνε σὰ βρύση» ἀποχαιρετούσανε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους κι ὕστερα, τὴν ἀλλη μέρα κατέβαιναν στὸ Λουτρακι γιὰ νὰ φύγουν μὲ τὸ καΐκι ἤ τὸ πλοῖο τῆς γραμμῆς.Μάλιστα, ποτὲ δὲν κατέβαιναν μοναχοί τους, ἀλλὰ πάντα κάποιοι τοὺς συνόδευαν μέχρι νὰ ἔρθει τὸ πλοῖο.Καὶ τοὺς συντρόφευανμὲχρι τὴν τελευταία στιγμή...
Ναί, δὲν περιγραφονται οἱ στιγμὲς τῆς ἀναμονῆς τῆς ἀναχώρησης τοῦ ξενητεμένου καὶ μάλιστα ἐκείνου ποὺ γιὰ πρωτη του φορὰ μπαρκάριζε. Γιαιτὶ ὅλοι τὸ καταλάβαιναν πὼς ἦταν μεγάλη ἡ περιπέτεια κι ἐπικίνδυνη συνάμα.
Μέσα στὸ Λεύκωμα αὐτὸ, λοιπόν, ὑπάρχουν φωτογραφίες ἀπὸ τραγικὲς στιγμὲς ποὺ ζοῦσαν οἱ ναυτικοί μας, ἰδιάιτερα στὰ μεγαλα ποντοπόρα πλοιῖα, ποὺ ταξίδευαν μέρες ὁλόκληρες ἤ καὶ βδομάδες στοὺς ἀπέραντους τοὺς ὠκεανούς, βλέποντας, ὅπως ἀναφέρει καὶ παλιὸ τὸ λαίκὸ τραγούδι «θάλασσα καὶ οὐρανό». Μονάχα πὼς ἐκέινη ἡ θάλασσα δὲν ἦταν σὰν τὴν τρυφερή καὶ γνωριμη θάλασσα τοῦ νησιοῦ τους, ἀλλὰ σκληρή, ἐπικίνδυνη καὶ θύμιζε, σὲ καιροὺς φουρτουνιασμένουν τὸν «μεγαλο βύθιο δράκοντα» τῶν μεταβυζαντινῶν τοιχογραφιῶν , ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ καταπιεῖ τὸ πλοῖο καὶ τοὺς συν αὐτῷ
Οἱ φωτογραφίες, ποὺ δανειζομαι ἀπὸ τὸ ἐν λόγω Λευκωμα καὶ παρουσιαζω, νομίζω ὄτι ἀπὸ μόνες τους μᾶς ἀφήνουν νὰ δοῦμε καὶ νὰ βιώσουμε-κατὰ τὸ δυνατόν, βέβαια-τὴ ζωὴ ποὺ πέρναγαν οἱ ναυτικοί μας, «οἱ παπουριέρδις», ὅπως τοὺς λέγανε παλιὰ στὸ χωριό μου, τὸ Κλήμα, λὲς καὶ ἦταν ἐφοπλιστές!....Ὡστόσο,πρέπει νὰ σημειώσουμε, πὼς ὁ τιτλος αὐτὸς δὲν ἦταν κι ἄσχετος, γιατὶ πράγματι, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα-ἐνάμισυ χρόνο πολλὲς φορὲς, ξεμπάρκαραν κι ἐρχόντουσαν στὸ χωριό, ἔφερναν γιὰ τοὺς δικούς τους πολλὰ κι ὁμορφα πράγματα. Κυρίως δέ, ἦταν πιὸ περιποιημένοι, καλοντυμένοι, ἀλλὰ καὶ περιζήτητοι γαμπροί. Κι ἄς κουβαλοῦσαν πάνω τους ἔνα φορτίο ὀδυνηρὸ καὶ δύσκολο: αὐτὸ τὴς ξενητιᾶς καὶ τῆς σκληρῆς, μὲ ἀρκετὴ δοκιμασία, δουλιᾶς
π. Κωνσταντίνος Καλλιανός
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ