SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

Παπαδιαμάντης- Καζαντζάκης: Δυο ασύγκριτα μεγέθη | γράφει ο Ιερεύς Γεώργιος Σταματάς Αρχιερατικός Επίτροπος Σκιάθου

2017-02-28 12:57:22
[caption id="attachment_5969" align="alignleft" width="300"] Ιερεύς Γεώργιος Σταματάς Αρχιερατικός Επίτροπος Σκιάθου[/caption] Αρκεί κανείς να μελετήσει το τέλος του Παπαδιαμάντη και Καζαντζάκη, για να διαπιστώσει το μέγα χάσμα που τους χωρίζει. Γι’ αυτό και δεν μπορούν ούτε να συγκριθούν, ούτε και να παραλληλιστούν. Συγκεκριμένα η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η οποία ήταν αναδεξιμιά του Καζαντζάκη, έδωσε συνέντευξη στην εφημ. «Καθημερινή» (9/1/1997) και σε σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου Αλέξη Σταμάτη είπε: «Μία ήταν η έμμονη ιδέα του: Ο Θεός. Ο Θεός όμως, σαν έννοια στον Καζαντζάκη περιλαμβάνει και την άρνηση και την κατάφασή του ταυτόχρονα. Λένε πως ο Καζαντζάκης δεν πιστεύει στον Θεό, κάτι που παραδέχεται και ο ίδιος και γι’ αυτό η Εκκλησία παρά λίγο να τον αφορίσει. Η Ελένη Καζαντζάκη (σύζυγος του Καζαντζάκη) αναφέρει στο βιβλίο της για τον άντρα της ότι όταν έφτανε πια το τέλος, βρισκόταν στο νοσοκομείο ένας παπάς, μάλλον καθολικός, με τον οποίον ο Καζαντζάκης είχε πιάσει φιλίες, συζητήσεις περί Θεού κ.λ.π. Την τελευταία μέρα, λέει η Ελένη, ήρθε ο ιερωμένος να τον δει και του λέει «Νίκο, ήρθε να σε δει ο πάτερ-τάδε, θέλεις να τον δεις;» Εκείνος αρνήθηκε και γύρισε το σώμα του πάνω στο κρεβάτι με το πρόσωπό του στον τοίχο. Για μένα αυτό είναι πολύ σημαντική λεπτομέρεια, ότι δηλ. αυτή την ύστατη στιγμή, που και οι πιο άπιστοι στρέφονται στον Θεό, ο Καζαντζάκης του γύρισε την πλάτη». Είναι λοιπόν θλιβερό να έρχονται άνθρωποι των γραμμάτων, ακόμη και θεολόγοι και Μητροπολίτες, να χαρακτηρίζουν τον Καζαντζάκη «ένθεο συγγραφέα και αληθινό χριστιανό», όταν ο ίδιος αρνείται την θεότητα του Χριστού στο έργο του «Τελευταίος πειρασμός» και ομολογεί για τον εαυτό του στο έργο του «Αναφορά στο Γκρέκο» ότι: «Έλαμπε ο εωσφόρος στο μυαλό μου». Ας δούμε τώρα τις τελευταίες επίγειες στιγμές του Παπαδιαμάντη, όπως μας την περιγράφει ο Αλέξανδρος Μαραϊτίδης. «Είχε δύσπνοιαν. Από 30 Νοεμβρίου ήτο πλέον κλινήρης. Μίαν ημέραν κατέβη εις την αυλίτσαν. Ελιποθύμησε. Μόλις τον επρόφθασαν να μη πέση και σκοτωθή. Όταν συνήλθε, μας ηρώτησε· Τι μου συνέβη; Άκουσας ότι ελιποθύμησεν. –Έ! θα πεθάνω, είπε. Τόσα χρόνια δεν ελιποθύμησα. Τα κορίτσια έκλαιον. –Ε! δεν πεθαίνω, τα ενεθάρρυνε. Να πάρουμε, του είπαν τα κορίτσια, γιατρό; –Θα καλέσωμεν πρώτον τον ουράνιον ιατρόν, απήντησεν. Εκάλεσαν όμως τα κορίτσια ιατρόν. Αλλά δεν τον εδέχθη. Ξαναήλθεν ο ιατρός. Δεν τον εδέχθη. Το βράδυ ήλθεν ο Παπανδρέας  και εδιάβασε Παράκλησιν. Ύστερα εδέχθη και τον ιατρόν. Επρίσθηκαν τα πόδια του. Είχε δύσπνοιαν. Διήρκεσεν η ασθένεια 35 ημέρας, κατά τας οποίας ήτο κλινήρης. Μετάλαβε τρεις φοράς εις το διάστημα αυτό. Έκαμεν Ευχέλαιον. Του εδιάβαζεν ο Παπανδρέας την μεγάλην συγχωρητικήν Ευχήν· αυτήν ήθελε. –Την μεγάλην Ευχήν, Παπανδρέα, του έλεγεν. Του αγίου Βασιλείου το βράδυ μετάλαβε δια τελευταίαν φοράν. Όταν εβράδυασε καλά, ανεσηκώθη ολίγον ωσάν ενθουσιασμένος από κάποιαν ανάμνησιν. Ηκροάτο σιωπών το τραγούδι του αγίου Βασιλείου, όπου το ετραγουδούσαν τα παιδιά εις το αγαπημένον του καφφενείον, εις την παραλίαν. –Τι ωραία που το πάνε ‘ς του Λάμπρου! είπε. Και μετ’ ολίγον προσέθηκε. –Να ήμουν κ’ εγώ κειδά! Εζήτησεν έπειτα βιβλίον να διαβάση. Του έδωσαν τον Σαίξπηρ. Το έλαβεν, αλλά δεν ημπόρεσε να διαβάση. Δεν έβλεπεν, αν και το φως ήτο πολύ. –Ε, τώρα θα πεθάνω πλέον! Τα κορίτσια άρχισαν να κλαίουν. –Μη κλαίτε, δεν αποθνήσκω. Από την νύκτα έπαυσε τον καφέ και το γάλα. Εννοών εκλιπούσας τας δυνάμεις του, σαν να ήθελε να παρηγορήση τας θρηνούσας αδελφάς του δια την ορφανείαν και ταις έλεγεν· –Έννοια σας. Αλήθεια. Δεν σας αφήνω τίποτε. Έννοια σας, από τα έργα μου θα λάβητε κάποιαν βοήθειαν. Μη κλαίτε! Λίγο κονιάκ του έδωσαν τελευταίον. Μετά 24 ώρας απέθνησκεν. Ολίγην ώραν πριν, ήρχισε να ψάλλη, «Την χείρα σου την αψαμένην» (διότι επλησίαζεν η παραμονή των Φώτων, ότε ψάλλεται το εύμορφον αυτό τροπάριον). Αλλά δεν ηκούοντο καθαρά οι λόγοι. Μετ’ ολίγον εξέπνευσε· μεσάνυκτα της 2ας προς την 3ην Ιανουαρίου….»                                        (Εφημερίς «Πρωτεύουσα» της 8 Νοεμβρίου 1921)                   Ιερεύς Γεώργιος Σταματάς Αρχιερατικός Επίτροπος Σκιάθου