Ψηλαφώντας ξανά τον Παπαδιαμάντη | της Κούλας Αδαλόγλου [*]
2018-11-27 00:57:25
Το βιβλίο της Πόλυς Χατζημανωλάκη είναι ένας συναρπαστικός τρόπος να ξαναπροσεγγίσει κανείς τον Παπαδιαμάντη ή να τον προσεγγίσει για πρώτη φορά μέσα από την προσωπική της οπτική και ευαισθησία. Λόγος επιστημονικός αλλά και λόγος συγκινησιακός – ένα συνειρμικό δοκίμιο· αφήγηση με λογοτεχνικά χαρίσματα· ματιά ερευνητή· επιστημονική παρατήρηση, συνδυαστική ικανότητα, διακειμενικότητα· όπου η ομιλία/φωνή και η αφήγηση συνδέονται με τη μνήμη (Λιαλιώ, Λαλιώ, λαλιά). Και από την άλλη, η αλαλία/αφωνία («Βωβόν ξύλον») με τη λήθη και τον θάνατο. Όλες οι αισθήσεις σε ένταση, της συγγραφέως και ταυτόχρονα αναγνώστριας του παπαδιαμαντικού έργου. Αλλά και του αναγνώστη του βιβλίου, μέσα στο πλαίσιο που τόσο εύστοχα τοποθετεί η Πόλυ Χατζημανωλάκη.
Μέσα στο έργο του Παπαδιαμάντη, μερικά από τα θέματα που ξεδιπλώνει η Χατζημανωλάκη είναι τα παρακάτω.
Ο λόγος
Η Φραγκογιαννού και οι παπαδιαμαντικοί κήποι
Ο προφορικός λόγος-ομιλία, τόσο εκ μέρους του πομπού όσο και εκ μέρους του δέκτη. Ο πομπός μαγεύει, ξεγελά, αποπλανά κάποτε. Ή και χύνει φαρμάκι με ψευδείς ειδήσεις και διαδόσεις. Και ο δέκτης αποπλανάται, αποσβολώνεται (οι «σημαδιακοί»). «Ο ηδύς μορμυρισμός του ύδατος», η παραφθορά λέξεων από απλούς ανθρώπους αλλά και η σκόπιμη παραφθορά με τις ψευδείς ειδήσεις. Αυτές οι παραφθορές του προφορικού λόγου αναφέρονται με εύθυμη και ανεκτική διάθεση από τον Παπαδιαμάντη, όπως και το «Άλαλα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες! την εικόνα σου την σεπτήν…», όπως ενθυμείται να το ψάλει κάποιος σεβάσμιος Κρητικός στην Αθήνα. Διαφέρουν δηλαδή από τον αδιάφορο και πλανερό μορμυρισμό του ύδατος –τον προφορικό λόγο των ασεβών– και όχι μόνο δικαιολογούνται και συγχωρούνται, αλλά και καταγράφονται με σχολαστική λεπτομέρεια για να μνημονεύονται εσαεί με αγάπη και νοσταλγία. Το στόμα, όταν βγει το «πώμα» του, γίνεται κατά τον Παπαδιαμάντη –αλλά και τη λαϊκή έκφραση– «απύλωτο». Αμετροέπεια, κακοήθεια, φαρμάκι. Σε πολλά από τα έργα του το βάρος της ευθύνης πέφτει στον δέκτη που αποδέχεται τις κακοήθεις διαδόσεις και τα σχόλια (Γυφτοπούλα, Μετανάστις, Βαρδιάνος στα σπόρκα, Γλυκοφιλούσα). Και «το χάσκον στόμα της πολυλογίας γίνεται φρέαρ, βάραθρον και πύλη της κολάσεως». Το απύλωτο στόμα ρουφά και καταπίνει το ανθρώπινο θύμα του. Αλλά το ίδιο υπεύθυνο είναι και το αυτί-κοχλίας-κοχύλι-αχιβάδα, γίνεται η πύλη του Άδη, του θανάτου, όπως η αχιβάδα του ναού της Γλυκοφιλούσας ή το αντηχείο του Κοχυλιού στο «Μυρολόγι της φώκιας». Ακολουθώ τους εκπληκτικούς συνειρμούς της Χατζημανωλάκη, τους τρόπους με τους οποίους συνδέει την ομιλία και την ακοή με τους τόπους του παπαδιαμαντικού έργου. Τις ερμηνείες, τις προεκτάσεις της, το δέσιμο του επιστημονικού με τις δοξασίες. Και εσωτερικά στο κάθε κεφάλαιο αλλά και από το ένα κεφάλαιο στο άλλο οι συνειρμοί οδηγούν τη σκέψη σε θαυμαστή διακειμενικότητα. Για τον λόγο αυτό θέλω να ονομάσω τη συγκεκριμένη μελέτη στοχαστικό δοκίμιο. Οι ήχοιΑυτές οι παραφθορές του προφορικού λόγου αναφέρονται με εύθυμη και ανεκτική διάθεση από τον Παπαδιαμάντη, όπως και το «Άλαλα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες! την εικόνα σου την σεπτήν…», όπως ενθυμείται να το ψάλει κάποιος σεβάσμιος Κρητικός στην Αθήνα.
Το βάραθρον του θανάτου και το αντηχείο του Κοχυλιού μέσα από την οπτική γωνία· ήχος, ακοή, υπόκωφος, απόκοσμος, θάνατος, στο «Μυρολόγι της φώκιας». Η Χατζημανωλάκη συνδέει πλέον το σκιαθίτικο τοπίο με την ομηρική χώρα των Κιμμερίων. Παρενθετικά: οι Κιμμέριοι αναφέρονται από τον Όμηρο (ραψωδίες κ, λ, ξ) ως λαός που κατοικούσε κάπου στον Βορρά και η μέρα διαρκούσε μία ώρα. Γι’ αυτό και ο τόπος θεωρούνταν η είσοδος στον Άδη. Οι ήχοι, που έχουν πολιτιστικό και συναισθηματικό φορτίο: Το πένθιμο τραγούδι της Λούκαινας την ώρα της δουλειάς της, ο μαυλιστικός ήχος από το σουραύλι του βοσκού, που μαγεύει και παρασύρει την Ακριβούλα στο απόκρημνο μέρος, προετοιμάζουν και νοηματοδοτούν τη στιγμή του ήχου που κάτι διαφορετικό σημαίνει, αλλά και του τόπου ως περάσματος στον θάνατο. Με κατακλείδα το άφωνο-άγλωσσο μοιρολόγι της φώκιας: Είναι η άφωνη γλώσσα της φώκιας, που πρέπει να νοηματοδοτηθεί από κάποιον, κι αυτός είναι ο ψαράς που γνωρίζει τον «λόγο» τους. Ένα ευλαβικό περπάτημα στους τόπους και στις διακλαδώσεις της σκέψης του Παπαδιαμάντη, με οδηγό την Χατζημανωλάκη. Το θέμα της Ετερότητας Από το «Γουτού-Γουπατού» και το bullying στους σημαδεμένους, με ή χωρίς εισαγωγικά. Ο Μανώλης ο Ταπόης (από τα χταπόδι), άκακος μογιλάλος, είναι θύμα εκφοβισμού από μια ομάδα μάγκες του νησιού. Κοροϊδίες για τη νηπιώδη ομιλία του, βία, πετροβόλημα. Βέβαια, στη σύγκρουση με τον αρχηγό της ομάδας ο Μανώλης θα βγει νικητής, ανατρέποντας τα δεδομένα των ισχυρών. Ο Παπαδιαμάντης ξέρει καλά τα ανθρώπινα. Στο έργο του υπάρχει ο «Ξένος, ο Άλλος, ο Αταίριαστος», ας πούμε ο Μανώλης ο Προυσαλής, ο Ελόγου του, με το πρόβλημα στο μάτι, ή ο Σταμάτης ο Αταίριαστος στα «Ρόδινα ακρογιάλια», «που ήταν παρδαλός και ιδιόρρυθμος», όπως λέει ο Παπαδιαμάντης, «και είχε έναν πύργο με χρωματιστά μπαντερόλια, σημαίες». Η εκείνο το μικρό βοσκόπουλο, ο Σουραυλής «που έμελπε τη χαρμόσυνη μελωδία καθισμένος χωρίς να φαίνεται στον λόφο του κοιμητηρίου, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του το πένθιμον του τόπου, επισύροντας την οργή της γραίας Λούκαινας, που ήθελε να μοιρολογήσει για τα παιδιά της, για τους νεκρούς της, στους οποίους θα προσετίθετο και η μικρή Ακριβούλα, η εγγονή της».Το πένθιμο τραγούδι της Λούκαινας την ώρα της δουλειάς της, ο μαυλιστικός ήχος από το σουραύλι του βοσκού, που μαγεύει και παρασύρει την Ακριβούλα στο απόκρημνο μέρος, προετοιμάζουν και νοηματοδοτούν τη στιγμή του ήχου που κάτι διαφορετικό σημαίνει, αλλά και του τόπου ως περάσματος στον θάνατο.
Και η θαυμαστή διακειμενικότητα της Χατζημανωλάκη: από τον πύργο του Σταμάτη στον Πύργο Μαρτέλο στο Δουβλίνο, όπου έμενε ο Τζέιμς Τζόις, ο συγγραφέας με την καλύπτρα στο μάτι, σημαδεμένος κι αυτός. Και στον «Αυλητή του Χάμελιν», το γνωστό παραμύθι των αδελφών Γκριν για τον αυλητή και τον μαγεμένο αυλό – σύνδεση με το βοσκόπουλο τον Σουραυλή. Από τη γοητεία του αυλού σώθηκαν τρία μόνον παιδιά, ένα τυφλό, ένα κουφό κι ένα κουτσό, αυτά τα διαφορετικά, τα αταίριαστα. Να σημειώσω επιπλέον ότι τον Αυλητή του Χάμελιν συνοδεύει το επίθετο Παρδαλός λόγω του ντυσίματός του, κι εδώ πάλι οι υπόγειες διαδρομές οδηγούν τον Παπαδιαμάντη σε απροσδόκητες συνδέσεις και καταγωγές. Ένα εξαιρετικό κείμενο-κεφάλαιο της Πόλυς για τον Άλλο, τον διαφορετικό, τον απροσάρμοστο, μέσα από πολλά διαβάσματά της, στα οποία παραπέμπει, αλλά και μέσα από την προσωπική της ματιά και τη στάση της στη ζωή. Ο Μανώλης ο Ταπόης συνδέεται και με ένα ακόμη θέμα που αναδεικνύει η Πόλυ Χατζημανωλάκη: τη Δρακοντοκτονία – η λέξη να διαβαστεί κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο Τσηλότατος, ο αρχηγός των δυνατών που εκφοβίζουν τα παιδιά, είναι ο δράκος που νικιέται από τον Μανώλη. Αλλά «δράκος» μπορεί να είναι ο εσωτερικός μας κόσμος, ο εαυτός μας. Όπως ο Γιωργής που νικάει τον δράκο-θυμό του και δεν διαπράττει τον φόνο εκείνου που του πήρε την αγαπημένη («Έρως-Ήρως»). Και ο μικρός Κώτσος («Η φωνή του Δράκου») πείθεται τελικά από την υποστηρικτική θεία του ότι ο δράκος της σπηλιάς φωνάζει ό,τι μας πονεί, και πιθανότατα βρίσκει έτσι έναν δρόμο να ξεπεράσει το πρόβλημα που τον βασανίζει. Και πάλι εδώ η φωνή-λαλιά που πληγώνει και ενδεχομένως σημαδεύει.Και η θαυμαστή διακειμενικότητα της Χατζημανωλάκη: από τον πύργο του Σταμάτη στον Πύργο Μαρτέλο στο Δουβλίνο, όπου έμενε ο Τζέιμς Τζόις, ο συγγραφέας με την καλύπτρα στο μάτι, σημαδεμένος κι αυτός.
Η Πόλυ Χατζημανωλάκη |
Η Φραγκογιαννού είναι κεντρικό πρόσωπο στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, επισημαίνει, πολύ σωστά, η Χατζημανωλάκη. Αλλά και οι κήποι αποτελούν «θεατρικό σκηνικό» σε πολλά έργα του, τονίζει επίσης. Θα προσπαθήσω να δώσω τους πολύ ενδιαφέροντες συλλογισμούς της σε αδρές γραμμές. Η Φραγκογιαννού έχει μείνει σε μια κατάσταση εφηβείας («η ατέλειωτη εφηβεία της Φραγκογιαννούς» λέει συγκεκριμένα, μια έκφραση που, ομολογώ, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση), δεν έχει δηλαδή αποδεχθεί τον ρόλο της ως γυναίκας και μητέρας, τη δυστυχία και τις δύσκολες συνθήκες της ζωής της. Είναι η κατάσταση που ο Παπαδιαμάντης αποδίδει με το όνομα Στρίγλα ή στριγλίτσα. Εκδηλώνεται με κακία ή και μανία, σε ένα είδος καταστροφής για το είδος τους. Η κατάσταση αυτή εξηγεί και τις εγκληματικές ενέργειες της Φραγκογιαννούς στα μικρά κορίτσια. Η Χαδούλα-Φραγκογιαννού τριγυρνά στους κήπους. Κήποι φροντισμένοι, περιβολάρηδες που την καλοδέχονται και τη φιλεύουν – η ίδια βέβαια δεν διστάζει να κάνει κακό μέσα στον χώρο τους. Και κήποι αφρόντιστοι, όπου η Χαδούλα μαζεύει βότανα για τα γιατρικά της. Υπάρχει και το δικό της, αφρόντιστο προικιό, που η ίδια δεν θέλησε σε όλη της τη ζωή να περιποιηθεί, ταυτίζοντάς το ενδεχομένως με την ενηλικίωσή της. Ωστόσο, εκεί καταλήγει στη φυγή της, στο «προικιό» της, εκεί, πριν χάσει τη ζωή της μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παπαδιαμάντης. Η Χατζημανωλάκη συσχετίζει του παπαδιαμαντικούς κήπους με κήπους άλλων συγγραφέων, με τον κήπο της Ντίκινσον, για παράδειγμα, όπου εκείνη, η έγκλειστη ποιήτρια καλλιεργεί: Ο παπαδιαμαντικός κήπος θυμίζει ενδεχομένως τον κήπο της Έμιλυ Ντίκινσον στο Άμχερστ, εκεί που έγκλειστη καλλιεργούσε τις παιονίες και τα χρυσάνθεμά της, όπως και τους στίχους της για την αιωνιότητα. Ο κήπος ανακαλεί τη φροντίδα της ποίησης και την επίπονη καλλιέργεια –το δηλώνει άλλωστε η λέξη «καλλιέργεια»– χαρακτηριστικό του πολιτισμού σε αντίθεση με την αυτοφυή αγριότητα. Να θυμίσω και τον κήπο της Ντίκινσον στη συλλογή της Πόλυς Χατζημανωλάκη Το αλφαβητάρι των πουλιών (εκδ. Εύμαρος) και τα ποιήματα «Ο κήπος με βλέπει» και «Στο αρχαίο περιβόλι με τον παππού» της ίδιας συλλογής. Οπότε, δικαιούμαι να μιλήσω για τους κήπους στην ψυχή της Χατζημανωλάκη. Σε ένα πανί να χωρέσει «ο κόσμος όλος» Η ηρωίδα του Παπαδιάμάντη, η Σεραϊνιώ, στα «Άγια και πεθαμένα», ασθενική και έγκλειστη στο σπίτι, αποφασίζει να δει τον κόσμο με ένα τηλεσκόπιο και να παρατηρήσει πώς τα καταφέρνει η αντίζηλός της στο κέντημα. Και φιλοδοξεί σε ένα πανί να χωρέσει «ο κόσμος όλος». Να προσθέσω εδώ τη δική μου αναφορά στη Μικρά Αγγλία της Καρυστιάνη και στα κεντήματα της Κατερίνας, που κεντούσε στα άθικτα λευκά σεντόνια της προίκας της, με καταπληκτικές λεπτομέρειες, τραγωδίες πλοίων – σε ένα ναυάγιο είχε χάσει τον άντρα της, που δεν τον χάρηκε. Όραση, και η αναπαράσταση του κόσμου σε ένα πανί-κέντημα. Στην κλίμακα του μικρού το όλον. «Οι κοπέλες στα κεντήματά τους κεντούν ιστορίες» σημειώνει η Χατζημανωλάκη. Όπως ένα κομμάτι του ουρανού σε σχέση με το σύμπαν. Η μικρογραφία. Όπως το διήγημα σε σχέση με το μυθιστόρημα. Όπως η αέναη πάλη της γραφής και της αφήγησης. Το ΟδοιπορικόΗ Φραγκογιαννού έχει μείνει σε μια κατάσταση εφηβείας, δεν έχει δηλαδή αποδεχθεί τον ρόλο της ως γυναίκας και μητέρας, τη δυστυχία και τις δύσκολες συνθήκες της ζωής της. Είναι η κατάσταση που ο Παπαδιαμάντης αποδίδει με το όνομα Στρίγλα ή στριγλίτσα. Εκδηλώνεται με κακία ή και μανία, σε ένα είδος καταστροφής για το είδος τους.
Το «Οδοιπορικό στη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη», με το οποίο κλείνει το βιβλίο, είναι η οπτικοποίηση, ας πούμε, κάποιων τόπων του παπαδιαμαντικού έργου, ή αλλιώς «επί τον τύπον των ήλων» (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Οροπέδιο», τεύχ. 14, με μια επιλογή φωτογραφιών). Η Χατζημανωλάκη περιδιαβαίνει μέρη της Σκιάθου και αγγίζει την ατμόσφαιρα που αποπνέουν, συνδέοντάς τα με τα κείμενα του Παπαδιαμάντη και συνδυάζοντάς τα με τη δική της οπτική αλλά και με φωτογραφίες. Η πιο κατάλληλη κατακλείδα για μια τέτοια μελέτη. Γιατί μαζί της περιδιαβαίνει κι ο αναγνώστης και αγγίζει τον κόσμο του Παπαδιαμάντη, κατανοεί καλύτερα, ερμηνεύει αλλά και μπαίνει στον πειρασμό να γνωρίσει και ο ίδιος τους τόπους, με κάποιους τόμους του Σκιαθίτη και με τη μελέτη της Χατζημανωλάκη στο χέρι. Θέλω να κλείσω με την αναφορά στη Βιρτζίνια Γουλφ, στην αφιέρωση του βιβλίου, και μέσα από αυτή την εικόνα στην πολύτιμη ψηφιοποίηση του παπαδιαμαντικού έργου, όπως αποτυπώνεται στην εισαγωγή του βιβλίου από την Πόλυ Χατζημανωλάκη. Η αφιέρωση γράφει: Στην αγαπημένη μνήμη της Βιρτζίνιας Γουλφ/ Μαζί της έξω από τη βιβλιοθήκη. Η Χατζημανωλάκη εκφράζει την ευγνωμοσύνη της στην Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών για την ψηφιοποίηση πολύτιμου υλικού για τον Παπαδιαμάντη, όχι δηλαδή μόνον την ψηφιοποίηση των δικών του κειμένων αλλά και πρακτικών συνεδρίων και μελετών. Και κλείνει έτσι την εισαγωγή: Θυμάμαι με συγκίνηση […] την αγαπημένη Βιρτζίνια Γουλφ απελπισμένη στο γρασίδι έξω από την κλειστή πόρτα της βιβλιοθήκης κάποιου επιφανούς κολεγίου του Κέμπριτζ να μην μπορεί να ελέγξει τις σελίδες του Θάκερεϋ για το δοκίμιό της, γιατί ήταν γυναίκα, γιατί δεν ήταν μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας. Κάθε σελίδα αυτού του πονήματος είναι αφιερωμένη στην αγαπημένη της μνήμη. Αυτή την εικόνα της Βιρτζίνιας Γουλφ και της Πόλυς Χατζημανωλάκη κρατώ στο μυαλό μου, σημαντικά δεμένες, σημαντικά δεμένη η Χατζημανωλάκη με τη βιβλιοθήκη, ψηφιακή ή μη, και την ανάγνωση, τη δημιουργική ανάγνωση, την άλλη όψη της γραφής που μας χαρίζει. [*] Η ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Εποχή αφής» (εκδ. Σαιξπηρικόν).Η Χατζημανωλάκη περιδιαβαίνει μέρη της Σκιάθου και αγγίζει την ατμόσφαιρα που αποπνέουν, συνδέοντάς τα με τα κείμενα του Παπαδιαμάντη και συνδυάζοντάς τα με τη δική της οπτική αλλά και με φωτογραφίες.
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ