SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

Ιστορίες τουριστών - Τα καμάκια των Rooms | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς

2025-11-01 10:32:08
Ιστορίες τουριστών - Τα καμάκια των Rooms | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς

Η άγρα πελατών απ’ τα καταστήματα της εστίασης και τα καραβάκια για το μπάνιο, επιτρεπόταν πάντα κι εξακολουθεί να επιτρέπεται, σε αντίθεση με το καμάκι για τα ‘Rοοms’’ που ανέκαθεν απαγορευόταν κι απαγορεύεται τουλάχιστον μπροστά στη μπούκα των πλοίων της γραμμής, καθότι παρακωλύει την αποβίβαση.

Εντούτοις, τα όρια που έθετε το λιμενικό για τα καμάκια των ενοικιαζομένων δωματίων παραβιάζονταν συχνότατα για να αποσπάσουν πρώτοι οι τολμηροί καμακόβιοι το πολυπόθητο ‘’Yes’’ και να οδηγήσουν τους πελάτες στο διαθέσιμο κατάλυμά τους, το δικό τους ή εκείνο για το οποίο έπαιρναν προμήθεια, αν δεν τους πρόφταναν οι λιμενικοί και τους πετούσαν έξω κακήν κακώς. Το ‘yes’ ‘ήταν το σήμα κατατεθέν, για εκείνον στον οποίο απευθυνόταν, της κατοχύρωσης των πελατών ως δικών του. Για τη σιγουριά του βέβαια, αποσπούσε και καμιά βαλίτσα δήθεν για να τους ξεκουράσει. Φυσικά πιο πίσω καραδοκούσαν άλλα καμάκια έτοιμα να απαντήσουν στην ερώτηση των τουριστών που ακολουθούσε μετά το ‘Yes’ και ήταν το ‘Ηaw Much;’. Tότε ξεκινούσε η πλειοδοσία μεταξύ των καμακιών που άρχιζαν να ρίχνουν την τιμή του δωματίου χωρίς παζάρια και στο τέλος σκοτώνονταν μεταξύ τους με τους τουρίστες να τους ‘’κλέβει’’ συνήθως κάποιος λιγότερο ομιλητικός. Κάτι τέτοιοι κρατούσαν χαρτόνι όπου αναγραφόταν το ‘rooms’ ή το έπαιζαν αγγλομαθείς πετώντας τη φράση: ‘are you looking for a place to stay;’

Κάπως έτσι έβρισκαν τότε τα δωμάτια επισκέπτες και οι επισκέπτες τα δωμάτια πριν προκύψουν οι τουριστικοί πράκτορες και στη συνέχεια τα booking και τα λοιπά ψηφιακά καμάκια.

Τα καμάκια ήταν όλων των ειδών, των φύλων και των ηλικιών. Από ξυπόλητα μυξιάρικα παιδιά που γράπωναν το χέρι του τουρίστα για μην τον χάσουν μες τον συνωστισμό, μέχρι γριές μαυροφορούσες με τη μαντήλα που πόνταραν στη συγκίνηση των επισκεπτών από τη μαύρη μοίρα τους.

Η θεια το Λενιώ και η θεια το Συραινώ ήταν δύο από δαύτες και δούλευαν για τρίτους καθώς οι ίδιες είχαν μόνο μια κάμαρη για το κεφαλάκι τους. Αν τις έβλεπες κατά τις ώρες της αναμονής του καραβιού, θα μπορούσες να τις περάσεις και για φιλενάδες αφού μαζί ξόδευαν το χαμένο χρόνο κουτσομπολεύοντας τους πάντες και τα πάντα. Σαν ζύγωνε το πλοίο όμως, γίνονταν με μιας εχθροί.

Ακολουθούσαν την ίδια στρατηγική που είχε κλέψει η μία από την άλλη. Δεν έμπαιναν μέσα στο πλήθος της αποβίβασης για να τις τσαλαπατήσουν. Στήνονταν δεξιά κι αριστερά απ’ το περίπτερο που βρίσκεται αντίκρυ απ’ την μπούκα του καραβιού κι έβαζαν στόχο τα μικρά καμάκια τα οποία ξετρύπωναν μέσα από τον κόσμο τραβώντας απ’ το χέρι τους τουρίστες. Τα μικρά, αν δεν τα έστελναν αυτές για προπομπούς, μόλις εκείνες τους έφραζαν το δρόμο και τ’ αγριοκοίταζαν, ήξεραν πως αν δεν αφήσουν τους τουρίστες, αργότερα θα το πλήρωναν ακριβά με στρίψιμο των αυτιών τους και έκοβαν λάσπη. Οι γυναίκες τότε άρχιζαν το ψηστήρι στους ξεμοναχιασμένους ξένους και έπαιρναν τις θέσεις των παιδιών για να τους οδηγήσουν στα δικά τους δωμάτιά.

Μια μέρα είδαν να ξεχωρίζει απ’ το τσούρμο μόνο ο Γιωργάκης κουβαλώντας ένα ζεύγος ηλικιωμένων, μάλλον Βρετανών, με τους μικρούς σάκους τους στον ώμο. Ο Γιωργάκης δεν ανήκε στην επιρροή των γυναικών κι ούτε ήταν από εκείνα τα παιδιά που έκαναν καμάκι στο λιμάνι. ‘Τώρα θα βγήκε ετούτο στο κουρμπέτι’, σκέφτηκαν κι οι δυο μαζί κι η κάθε μία χώρια.

Το παιδί, επειδή δεν ήξεραν αν θα το ματαξαναδούν κάτω στο μουράγιο, το στρίμωξαν εκατέροθεν και δέχτηκε δυο γερές σουβλιές από τις δυο γυναίκες. Έγινε κατακόκκινο μα δεν έλεγε ν’ αφήσει το χέρι της ξένης η οποία κρατούσε με τη σειρά της, το χέρι του ανδρός της. Οι μαυροφόρες κοίταξαν προς το λιμάνι όπου δεν είδαν να προβάλει άλλο παιδί κι ύστερα η μια την άλλη και κοντοστάθηκαν.

-Εγώ τους είδα πρώτη, είπε η μια γουρλώνοντας τα μάτια...

-Εγώ όμως τους ρώτησα πρώτη για δωμάτιο, απάντησε η δεύτερη σηκώνοντας τα μανίκια της.

-Και σου είπαν ΝΟ, άρα τώρα τι θες, να το ξανακούσεις;

-Να μη σε νοιάζει εγώ τι θέλω, θα πάω από πίσω τους και θα ξαναρωτήσω...

-Α, καλή είσαι του λόγου σου. Έχεις σκοπό να τους ζαλίσεις με το μπίρι- μπιρ στο δρόμο. Έννοια σου, θα ρθω κι εγώ μαζί να λέω τα δικά μου κι ας αποφασίσουν εκείνοι τελικά με ποια απ’ τις δυο θα πάνε…

-Και με το μικρό τι θα κάνουμε;

-Ξέρεις που μένει αυτό; Τέρμα πάνω στα Κοτρώνια σε σπίτι που δεν νοικιάζανε μέχρι σήμερα. Αυτά τα γερολιμέντα που καμάκωσε,- έτσι τα αποκάλεσε κι ας ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ το ζευγάρι- στα εκατό μέτρα θα το παρατήσουν, που ν’ ανεβούν τον ανήφορο με τα σακιά στον ώμο…

Έκαναν ήδη διακόσια βήματα μα οι επισκέπτες δεν έλεγαν να ξεκοπούν απ’ το παιδί. Μετά από λίγο κατέβηκε στο δρόμο και τους προϋπάντησε η μάνα του κι απ’ τις αγκαλιές και τα φιλιά, οι δυο μαυροφορούσες που ακολουθούσαν κατάλαβαν πως οι ξένοι ήτανε γνωστοί της και όχι ξέμπαρκοι τουρίστες.

Τότε ξανακοιτάχτηκαν και χωρίς ν’ ανταλλάξουν λέξη, έκαναν μεταβολή και σήκωσαν τις φουστάνες τους γιατί ακούστηκε το σινιάλο του επόμενου καραβιού που έμπαινε στο λιμάνι...