Tιμή στον ακούραστο αγωγιάτη Αντώνη Μανίκα | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2025-04-27 10:45:31
Στις φετινές ιπποδρομίες για τη μνήμη του Αη Γιώργη στη Σκιάθο, τιμήθηκε δίκαια κι ο αγαπητός μπαρμπα Αντώνης που συνέδεσε το είναι του με τ’ άλογα. Με την ευκαιρία παραθέτουμε τη ζωή του όπως την καταγράψαμε λίγους μήνες πρωτύτερα:
‘Ηρθε Κατοχή κι αυτό δεν πείνασε κι ας ήτανε ξυπόλυτο όπως τα πιο πολλά. Ζαγάρι, αεικίνητο, πρόθυμο κι αβάρετο, ο νους του μόνο στις ανάγκες. Δεν έπαιξε μα δε γκρίνιαξε, η χαρά του ήταν μόνο να προσφέρει.
Σαν είδε το συσσίτιο σκέφτηκε τους ανήμπορους που δεν μπορούν να ρθούνε για δελτίο. Πήγε, τους ρώτηξε και να’ το με τη λίστα να τους μοιράζει το φαΐ στις γειτονιές κι εκείνοι, μαζί με τις ευχές, όλο και κάτι το φιλεύαν, πότε ψωμί πότε δεκάρα.
Στα καλντερίμια του πάνω μαχαλά αντάμωνε τους νερουλάδες να κουβαλούν νερό στα σπίτια απ’ το Καλό Πηγάδι.
«Να τι θα γίνω», είπε επτά χρονών και το’ βαλε αμέτι μουχαμέτι ν’ αποχτήσει ένα ζο.
Μια μέρα άκουσε πως κάποιος έδινε το γαϊδουράκι του για τριακόσιες δραχμές μα ο μικρός Αντώνης στο πουγκί του είχε μόνο δεκάρες. -Όποτε γινόταν μια δραχμή τις έδινε στη μάνα του να συμπληρώσει για τ’ αλεύρι.-
Τίναξε το μπόι του και πήγε σ’ ένα συγχωριανό που ήξερε πως διέθετε παράδες.
«Θέλω 300 δραχμές να γίνω νερουλάς», του είπε κοιτάζοντάς τον μες τα μάτια.
«Ακούς λέει, εγώ θα στις δώσω Αντωνάκη μα θα μου φέρνεις κάθε μέρα μια στράτα με νερό μέχρι ν’ αξίζουν τετρακόσες».
«Εντάξει μπάρμπα», ανταπάντησε ο μικρός και πέταξε ως το σιδεράδικο.
«Θα μου κάνεις τέσσερεις ντενεκέδες μαστρο Φιλάρετε, να κουβαλώ νερό στα σπίτια;»
«Θα σου κάνω Αντωνάκη γιατί σε βλέπω προκομμένο»
Κι έτσι αρχίσαν όλα…
Ο γάιδαρος αγκομαχούσε απ’ το υγρό φορτιό και το απόβραδο έπεφτε ξερός πριν φάει απ’ τον τορβά το καθημερνό φαγί του. Το λυπήθηκε το ζωντανό ο Αντωνάκης κι έκανε τ’ αδύνατα να τ’ ανταλλάξει με μια φοραδίτσα. Έκτοτε άλλαξε 66 ζα ώσπου έφτιαξε και το πρώτο κάρο στο χωριό καθώς τ’ αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Το κορμί του γιόμισε πληγές μα έγινε σιδερένιο και οι ροζιασμένες χούφτες του ατσάλινες τανάλιες. Και δεν του’ φταναν τ’ αγώια και το χαμαλίκι, αξημέρωτα έτρεχε στα πράματα- πότε αρνιά, πότε πρόβατα, πότε μοσχάρια- να τα βολέψει κι είχε κι ένα μεγάλο όνειρο: Ν’ αποχτήσει κάποτε ένα μεγάλο χτήμα να βοσκούνε λεύτερα τα πράματα κι αυτός ο ίδιος.
Κι όποτε ζητούσε ο γούμενος έτρεχε για εθελοντική δουλειά στο μοναστήρι της Παναγίας Ευαγγελίστριας που θεωρεί προστάτιδα κι ευεργέτιδά του.
Ύστερα οι αρχές διέταξαν τους αγωγιάτες ν’ αφήσουνε τα κάρα γιατί ρυπαίνουνε και φράζουνε τους δρόμους του χωριού που τους ήθελαν τώρα να περπατούν τουρίστες.
«Θα σας δώσουμε άδειες για τρίκυκλα», είπαν στους αγωγιάτες κι ο κυρ- Αντώνης σκοτώθηκε να βγάλει δίπλωμα μα είδαν κι έπαθαν μέχρι να τους αφήσουν να τα κυκλοφορούν, κόντεψαν να ζήσουν ξανά πείνα της Κατοχής.
Και δώστου βάρη στις σημαδεμένες πλάτες του και να και βάρη οικογενειακά αφού παράλληλα έχτισε τη φαμελιά του.
Ώσπου έφτασε η ευλογημένη ώρα ν’ αγοράσει το κτήμα που ονειρεύονταν, έναν μικρό παράδεισο γι’ αυτόν και για τα ζωντανά του.
Έμπλεξε όμως με τις αρχές του τόπου για το δρόμο που δικαιούταν και νάτος ακόμα τώρα ο μπάρμπα Αντώνης στα ογδόντα πέντε του να τρέχει και να τους παρακαλεί, μα οι αρχές έχουνε με σοβαρότερα φαίνεται ν’ ασχοληθούνε…