Βρύσες & Πηγές στην Ενδοχώρα της Σκιάθου | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2024-07-14 08:42:01Στις πρωτοφανείς μέρες ανομβρίας και ξηρασίας που φέτος ειδικά διάγουμε, ο νους μου τρέχει με θλίψη στις άλλοτε ασίγαστες πηγές και τις βρύσες των βουνών της Σκιάθου που πολλές ήδη στέρεψαν όχι τόσο απ’ την έλλειψη βροχής, μα απ’ την υπεράντληση των υπόγειων υδάτων του νησιού για να εξυπηρετηθεί η κάθε χρόνο αυξάνουσα ζήτηση απ’ τ΄ αμέτρητα πια κτίσματα με τις γεωτρήσεις και τις πισίνες τους.
Ωστόσο, στον Προφήτη Ηλία ψηλά στο βουνό βόρεια της πόλης, εξακολουθεί να υπάρχει, όχι φυσικά με την αλλοτινή ορμή της, η πιο ιστορική πηγή του νησιού που κατασκευάστηκε το 1904 για να κατεδαφιστεί το 1950 από τη δημοτική αρχή, με στόχο την αναζήτηση μεγαλύτερης ποσότητας νερού για να καλύψει τις ανάγκες των κατοίκων. Προηγουμένως όμως πρόλαβε και τη φωτογράφησε ο Octave Merlier το 1928, και συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών «Παπαδιαμάντης και Σκιάθος – φωτογραφίες από το αρχείο Merlier». Ο δε Σεφέρης που επισκέφτηκε τη Σκιάθο το καλοκαίρι του 1930 σημείωσε στο Ημερολόγιό του «Μέρες Α΄» μια λιτή επιγραφή στα «Πλατάνια», στη βρύση του Αι-Λια.
«Εδώ είν’ ευτυχία,
εδώ είν’ η χαρά,
εις τα νερά τα κρύα,
στα χόρτα τα χλωρά».
Ο Παπαδιαμάντης την ονομάζει «μεγάλην δίκρηνον βρύσιν» («Τ’ Ἀγγέλιασμα» και «Ἡ Πεποικιλμένη» ) και τον ίδιο χαρακτηρισμό της προσδίδει και ο Μωραϊτίδης στο έργο του «Με του βορηά τα κύματα» («πηγὴ δίκρουνος») .
Τη βρύση αναστήλωσε, με πρωτοβουλία και δαπάνη του Πολιτιστικού Συλλόγου «Η Σκιάθος», ο αείμνηστος γλύπτης Σταύρος Τσιμπλιαράκης, όπως και άλλες.
Εκτός της παραπάνω βρύσης, στην ενδοχώρα της Σκιάθου παραμένουν, άλλες ενεργές και άλλες όχι, μια σειρά από πανέμορφες βρύσες που αξίζει ν’ ανακαλύψει κανείς πεζοπορώντας στη φύση του νησιού, ιδίως την άνοιξη.
Μνημονεύω σχετικά τη βρύση του Σταμέλου, του Άγιου Ταξιάρχη (που το νερό βγαίνει μέσα από το ιερό και θεωρείται αγίασμα), της Ευαγγελίστριας, το Κρύο Πηγάδι, της Βρωμόβρυσης, του Χειρημονά, των Πουλιών έξω απ’ το Κάστρο που αναφέρεται και στη «Φόνισσα» («Ἐκάθισε, δίπλα εἰς τοῦ Πουλιοῦ τὴν Βρύση, διὰ νὰ ξαποστάση καὶ πάρη τὸν ἀνασασμόν της») στο Πυργί, της Μαμούς, του Βασιλιά, της Κεχριάς κ.α
Κάποτε, μετά από μια κοπιώδη ανάβαση στο βουνό, δεν υπήρχε μεγαλύτερη απόλαυση από τη στάση σε μια δροσερή πηγή. Εκεί άξιζε και να γευματίσεις όπως έκανε η γριά Φωτεινή με τη συντροφιά της στο «Θέρος έρος»:
« Ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἦλθε φέρουσα ἐκ τοῦ καλαθίου τὸ κλειδοπίνακόν της καὶ τὸν ἄρτον τυλιγμένον εἰς πετσέταν ραβδωτήν, ὑφασμένην μὲ λευκὸν καὶ μὲ γεράνιον νῆμα, κ᾽ ἐκάλεσε τὴν Ματὴν καὶ τὰ παιδία πλησίον τῆς πηγῆς διὰ νὰ ἀριστήσωσιν. Ὁ ἥλιος ἦτο ἤδη «δύο κοντάρια ὑψηλά». Ἐκάθισαν ὑπὸ τὴν διπλῆν σκιὰν τῆς κληματαριᾶς καὶ τῆς πλατάνου, παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν, καὶ ἤρχισαν νὰ προγευματίζωσι μὲ τυρόν, αὐγὰ καὶ τηγανιστοὺς ἰχθῦς…»
Φοβάμαι λοιπόν σήμερα, καθώς βλέπω τη μια μετά την άλλη τις πηγές του νησιού να στερεύουν και καθώς φαίνεται πως μας θυμούνται όλο και πιο αραιά τα βαριά σύννεφα, πως δε θα’ αργήσει η εποχή που θα πούμε το νερό νεράκι…