Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΠΗΛΙΑ Ή Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΦΟΝΙΣΣΑΣ |Γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2024-06-08 06:24:28(Από το βιβλίο ΑΘΕΑΤΗ ΣΚΙΑΘΟΣ)
Τα μικρά πλεούμενα που μεταφέρουν τους καλοκαιρινούς επισκέπτες του νησιού απ’ το λιμάνι στα Λαλάρια, συνηθίζουν πριν φτάσουν στον προορισμό τους, να σταματούν στην καλούμενη Σκοτεινή σπηλιά ή σπηλιά της Φόνισσας. Κάποια μάλιστα, λόγω του μεγέθους τους, μπορούν και μπαίνουν μέσα σ’ αυτήν.
Η σπηλιά δανείστηκε το όνομά της από τις περιγραφές του κυρ- Αλέξανδρου στο πασίγνωστο έργο του με τον τίτλο «Η φόνισσα». Ας δούμε τα σχετικά αποσπάσματα:
«Κάτω εἰς τὸ Κακόρρεμα, χαμηλὰ εἰς τὸ βάθος,... εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιάν...
Ἡ ἔνοχος γυνὴ εἶχε κρυφθῆ ἐκεῖ, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ διέφευγε πρὸς καιρὸν τοὺς ὄνυχας τῶν διωκτῶν της. Μὲ τὰ ὀλίγα δίπυρα τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ἀκόμη εἰς τὸ καλάθι της, μὲ τὰς καυκαλήθρας, τὸν ἄνηθον, καὶ τὰ μυρόνια ὅσα συνέλεγε, καὶ μὲ τὸ γλυφὸ νερὸν τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς, εἶχε διατηρηθῆ. Τὸ μέρος ἦτο σχεδὸν ἄβατον. Τὸ Κακόρρεμα ἐσχηματίζετο ἀπὸ ἕνα βράχον ἀπάτητον πρὸς δυσμάς, καὶ ἀπὸ ἕνα κρημνόν, ἢ μίαν σάραν ὀλισθηρὰν ἐξ ἀνατολῶν. Κάτω εἰς τὸ βάθος ἀνέβλυζε τὸ Γλυφονέρι. Δύο ἄντρα, μὲ τὸ στόμιον πολὺ στενόν, ἔχασκον ἔνθεν καὶ ἔνθεν. Ἐκεῖ ἐκοιμᾶτο τὴν νύκτα· τὴν ἡμέραν κατήρχετο εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιάν. Διὰ ν᾽ ἀνέλθῃ καὶ διὰ νὰ κατέλθῃ, οὔτε δρομίσκος οὔτε μονοπάτι ὑπῆρχεν. Ἐπάτει ἐπὶ τῆς σάρας, εἰς τὴν βάσιν τοῦ κρημνοῦ.
…ἔφθασεν εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιάν, τὴν πρώτην ἡμέραν, ἐκάθισε κι ἀγνάντευε τὸ πέλαγος. Ἡ Σπηλιά, ἡ θαλασσόπληκτος, ἔχει διπλῆν εἴσοδον, ἔκ τε τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης. Πρὸς τὴν θάλασσαν, τὸ στόμιόν της χαμηλὸν καὶ στενόν, ὅσον διὰ νὰ διέλθῃ μικρὰ βάρκα ἁλιέως. Ἡ Φραγκογιαννού, ἀόρατος, ἀπὸ τὸ μέρος τῆς ξηρᾶς, ἤκουε τὸν ὑπόκωφον, ἐπίμονον παφλασμὸν τοῦ κύματος εἰς τὸ στόμιον τοῦ ἄντρου. Τὸ κῦμα ἀνωρθοῦτο, ἐπήδα, ἔπληττε τὴν ἄνω φλιὰν τοῦ στομίου, κατέπιπτε, πάλιν ἀνεπήδα, ἐξέπεμπε μακροὺς ὠρυγμοὺς μανίας ἀπὸ τὶς ἀποθαλασσιὲς τοῦ βορρᾶ, πότε στεναγμοὺς πόνου καὶ πάθους ἀπὸ τὴν φουσκοθάλασσαν. Κάτω εἰς τὸ βάθος τὸ ἄπατον, μυστήριον καὶ σκότος σαλεῦον…
Ἡ γραῖα Χαδούλα ἀγνάντευεν, ἀγνάντευεν εἰς τὸ πέλαγος…
Τὴν νύκτα ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν κρύπτην της, μέσα εἰς τὴν ὑγρὰν ἅλμην τῆς Σπηλιᾶς. Βόμβοι ἐθορύβουν εἰς τὰ ὦτά της. Τὸ κῦμα ὑπὸ τοὺς πόδας της ἐρρόχθει, μὲ παρατεταμένους ὠρυγμοὺς λύσσης.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐξύπνησε τὴν ὥραν τοῦ λυκαυγοῦς μὲ μικρὰν γαλήνην εἰς τὴν ψυχήν, ἐνῷ τὸ κυανοῦν καὶ πορφυρίζον τοῦ στερεώματος καταντικρύ της συνεχέετο μὲ τὸ μαυρογάλανον τοῦ πόντου, καὶ αὔρα, δρόσος, φλοῖσβος, κελάρυσμα ἀπετέλουν ἡδεῖαν συζυγίαν ἁρμονίας εἰς τὰς αἰσθήσεις της.
Ἡ Χαδούλα εἶχε βαρυνθῆ τὴν μονοτονίαν τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς, καὶ εἶχεν ἀρχίσει ν᾽ ἀδυνατίζῃ πολὺ ἀπὸ τὴν ἀνεπαρκῆ τροφήν. Ἔλαβεν ἀπόφασιν, ἅμα φέξῃ καλά, νὰ πάρῃ τὸ καλαθάκι της, καὶ νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ ἄσυλόν της, ὅπως διευθυνθῇ πρὸς τὸν Ἅγιον Σώστην. Ἐκεῖ θὰ ἐξωμολογεῖτο ὅλα τὰ «πάθια της». Καιρὸς μετανοίας πλέον…»
Ο Παπαδιαμάντης γοητευμένος από τη θαλασσοσπηλιά, την ενέταξε στο διήγημά του εξημερώνοντάς της κάπως με τη γόνιμη φαντασία του. Η σπηλιά στην πραγματικότητα είναι εντελώς απρόσιτη από τη στεριά και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να σταθεί, πόσο μάλλον να κοιμηθεί, άνθρωπος εντός της καθώς το δάπεδό της είναι υγρό. Πού αλλού όμως θα έβρισκε στέγη η Φραγκογιαννού μετά την αποκάλυψη των φρικτών εγκλημάτων της; Πού αλλού θα τιμωρούταν από τη φύση και τους εφιάλτες της παρά εκεί; Κι όμως, το πέρασμα του Αι Σώστη της επιφύλασσε λίγο αργότερα την εσχάτη των ποινών…