Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΜΟΡΟΟΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΙΑΕΙΡΟΥ / γράφει ο Αρχιμανδρίτης Λουκάς Σταμέλος
2016-11-06 10:33:17
Δύο θαύματα μας διηγείται η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί αδελφοί. Αφ’ ενός μας διηγείται τη θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός και αφ’ ετέρου την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου. Ας τα δούμε όμως αναλυτικότερα.
Καθώς ο Χριστός, λοιπόν, πορευόταν, προσήλθε ένας άρχοντας της συναγωγής, επ’ ονόματι Ιάειρος, ένας δηλαδή υψηλά ιστάμενος της τότε «εκκλησίας» και κατ’ επέκτασιν και της κοινωνίας, και έπεσε στα γόνατα μπροστά στο Χριστό, ενώπιον πλήθους ανθρώπων, και με δάκρυα στα μάτια τον θερμοπαρακαλούσε να έρθει μαζί του στο σπίτι του για να θεραπεύσει τη δωδεκαετή μικρή του κόρη η οποία ήταν άρρωστη βαριά και πέθαινε. Είχε απελπιστεί ο πατέρας, είχε τρέξει σε γιατρούς, είχε προσπαθήσει τα πάντα, τίποτα δεν είχε βελτιώσει την κατάσταση της κόρης του και σαν τελευταία του ελπίδα έβλεπε τον Κύριο.
Ενώ πορεύονταν προς το σπίτι του αρχισυναγώγου, πλήθος κόσμου συνέθλιβε τον Ιησού. Είχε ήδη αποκτήσει μεγάλη φήμη ο Χριστός και όλοι ήθελαν να τον ακουμπήσουν, να του ζητήσουν κάτι ή έστω να τον δουν. Μέσα στο πλήθος, όμως, ευρίσκετο και κάποιος άλλος. Ευρίσκετο μια γυναίκα, μια γυναίκα άρρωστη, δώδεκα χρόνια βασανίζονταν από συνεχείς αιμορραγίες, δώδεκα χρόνια έτρεχε από γιατρό σε γιατρό και, αφού είχε ξοδέψει όλα της τα χρήματα σε ανωφελείς θεραπείες, προσέτρεξε και αυτή στο Χριστό σαν τελευταία ελπίδα, σαν ύστατη προσπάθεια εξεύρεσης θεραπείας.
Πράγματα, ενώ ο όχλος πίεζε τον Ιησού από παντού, αυτή βρήκε χώρο, έπιασε το ρούχο του Χριστού και ξαφνικά ένοιωσε να θεραπεύεται. Σταμάτησε η αιμορραγία, αισθάνθηκε καλύτερα και αμέσως κατάλαβε ότι η ασθένειά της είχε περάσει. Αυτό όμως το ένοιωσε και ο Χριστός. Φυσικά ο Χριστός σαν παντογνώστης ήξερε τί είχε συμβεί, όμως θέλησε αυτό να γίνει παράδειγμα προς μίμηση για τον κόσμο και αφού σταμάτησε είπε «Ποιός με ακούμπησε;». Οι μαθητές αντέδρασαν λέγοντάς του ότι «ο όχλος σε συνθλίβει και εσύ ρωτάς ποιός σε ακούμπησε;».
Σίγουρα παραξενεύει η ερώτηση του Χριστού. Όταν κάποιος βρίσκεται σε συνωστισμό είναι ανόητο και άσκοπο να ρωτήσει ποιός τον ακουμπά, αφού πλήθος κόσμου τον ακουμπά και τον πιέζει. Όμως ο Χριστός εννοούσε ένα διαφορετικό άγγιγμα. Άγγιγμα από άγγιγμα διαφέρει, ο καθένας μας μπορεί να ξεχωρίσει ένα χάδι από ένα απλό κενό άγγιγμα. Πόσο μάλλον ο Κύριος της δόξης μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά των ανώφελων αγγιγμάτων του κόσμου από το άγγιγμα πίστεως της γυναίκας αυτής. Πόσοι και πόσοι δεν τον ακουμπούσαν και ζητούσαν τη θεραπεία τους ή κάποιο θαύμα, κανένας όμως δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε. Ο λόγος ήταν η έλλειψη πίστεως. Αυτή η γυναίκα, όμως, ενώ έβλεπε την όλη φασαρία προσπάθησε να αγγίξει όχι τον Ιησού, αλλά έστω το ρούχο του γιατί είχε πει στον εαυτό της πως «έστω κι αν αγγίξω μόνο το ρούχο του θα σωθώ». Και ώ του θαύματος, με ένα απλό, στιγμιαίο άγγιγμα του ενδύματος, ήρθε η πολυπόθητη θεραπεία. Ήταν τόσο μεγάλη η πίστη της, ήταν τόσο δεκτική η ψυχή της που με το που άγγιξε την άκρη του ρούχου του Χριστού ο «ηλεκτρισμός» της Θεότητας τη διαπέρασε ακαριαία και ενήργησε πάνω της. Άλλοι άνθρωποι, χρόνια ολόκληρα να ακουμπούσαν το Χριστό, δε θα καταλάβαιναν τίποτα, ενώ αυτή η γυναίκα τολμώντας αυτό το μικρό άγγιγμα (απαγορευόταν στις γυναίκες να αγγίξουν διδάσκαλο του Νόμου) πήρε αυτό που τόσο ταπεινά και με πίστη ζητούσε.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Χριστός την αναζήτησε, κατάλαβε να θαυματουργεί η Θεότητά του και ζήτησε αυτή την ψυχή για να την ευλογήσει και για να παραδειγματιστούν και οι λοιποί. Όντως, προσήλθε κοντά του η γυναίκα τρέμοντας από δέος και έπεσε στα πόδια του, λέγοντάς του τί της συνέβη, με το Χριστό να της απαντάει «Έχε θάρρος κόρη μου, η πίστη σου σε θεράπευσε, συνέχισε ειρηνικά και ήρεμα τη ζωή σου».
Συνέχισε, κατόπιν τούτου, ο Χριστός την πορεία του προς το σπίτι του αρχισυναγώγου όταν ξαφνικά ήρθε κάποιος από το σπίτι και είπε στον Ιάειρο «το κορίτσι σου πέθανε, μην ενοχλείς πλέον το διδάσκαλο». Θεώρησαν, λοιπόν, δεδομένο το γεγονός ότι το κορίτσι είχε πεθάνει, ότι είχαν τελειώσει όλα και ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος να επισκεφθεί ο Χριστός το κορίτσι αυτό. Όμως ο Κύριος της ζωής και του θανάτου που δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη, απευθύνθηκε στον Ιάειρο και του είπε «Μη φοβάσαι, μόνον πίστευε».
Αφού έφτασαν στο σπίτι, διέταξε ο Χριστός να βγουν όλοι από το δωμάτιο του κοριτσιού και να μπουν μέσα μόνο Αυτός, οι κορυφαίοι Απόστολοι (Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης) και οι γονείς του κοριτσιού. Καθώς έμπαιναν δε, θέλησε ο Ιησούς να παρηγορήσει όσους έκλαιγαν και τους είπε να μην κλαίνε γιατί το κορίτσι δεν είχε πεθάνει αλλά κοιμόταν. Με το άκουσμα των λόγων αυτών, όμως, άρχισαν όλοι να κοροϊδεύουν το Χριστό και να γελάνε μαζί του αμφισβητώντας τα λόγια του.
Παρ’ όλ’ αυτά, ο Χριστός προχώρησε με τα διατεταγμένα άτομα στο δωμάτιο του κοριτσιού, της έπιασε το χέρι και έδωσε την παντοκρατορική διαταγή «Το κορίτσι, σήκω» και ξαφνικά επέστρεψε η ψυχή στο σώμα του κοριτσιού και σηκώθηκε αμέσως. Επιπλέον ήταν υγιέστατο και συνήλθε κατ’ ευθείαν, αυτός είναι και ο λόγος που ο Χριστός έδωσε διαταγή να φάει το κορίτσι, αυτό σήμαινε ότι ήταν καλά και δεν είχε άλλο πρόβλημα. Επόμενο ήταν, βέβαια, να σαστίσουν οι γονείς από έκπληξη και χαρά, όμως ο Χριστός τους είπε να μην πουν πουθενά το τί συνέβη.
Πόσοι και πόσοι, αδελφοί μου, δεν αμφισβητούν την ανάσταση του Χριστού, κι από αυτούς που θεωρητικά την αποδέχονται πόσοι πάλι δεν την κατανοούν πλήρως. Τρομάζει ο σύγχρονος άνθρωπος και μόνο στο άκουσμα του θανάτου, προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξεχάσει το θάνατο. Αυτό είναι αφ’ ενός κάτι φυσιολογικό, γιατί ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τη ζωή και ο θάνατος είναι κάτι ξένο προς τη φύση μας, αλλά αφ’ ετέρου είναι και κάτι που καταστρέφει την πνευματικότητα. Αναφέρει ο Αββάς Βησσαρίωνας πως όσοι λησμονούν ότι κάποτε θα πεθάνουν καταλαμβάνονται από μια παρρησία, μια δηλαδή ακράτητη ροπή προς τον κόσμο αυτό και τα του κόσμου, λησμονώντας όμως τον πραγματικό σκοπό της ζωής μας.
Εδώ τώρα ίσως κάποιος αναρωτηθεί ποιός είναι ο πραγματικός σκοπός της ζωής μας. Το μόνο, το απόλυτο, το ουσιαστικό νόημα της ζωής μας είναι η πραγμάτωση της αγάπης. Ο άνθρωπος φτιάχτηκε για να αγαπά, γιατί είμαστε κατ’ εικόνα Θεού και ο Θεός, όπως λέει και η Γραφή, είναι αγάπη. Άρα αφού αυτός που μας έφτιαξε είναι αγάπη και βρίσκεται όλως μες στην αγάπη και μας έφτιαξε από αγάπη για να του μοιάσουμε, ο σκοπός και το νόημά μας είναι να γίνουμε όλο αγάπη. Και γινόμαστε αγάπη όταν θυσιαστικά αγαπάμε το Θεό και την εικόνα του, το συνάνθρωπό μας, πράγμα που σημαίνει ότι οφείλουμε να ακούμε τις εντολές του Θεού (είπε ο Χριστός ότι όποιος με αγαπά τηρεί τις εντολές μου), οι οποίες μας σπρώχνουν προς την αγάπη, και ότι οφείλουμε να βοηθάμε εν αγάπη το συνάνθρωπό μας. Εάν τηρήσουμε αυτά, εάν ουσιαστικά εφαρμόσουμε αυτά, τότε θα ζήσουμε αιώνια με το Θεό και τους αδελφούς μας και ο θάνατος θα γίνει για εμάς ένα πέρασμα, μια «γέννηση» στη Βασιλεία του Θεού, αφού θα είμαστε πλήρεις αγάπης και το πνεύμα του Θεού, που επαναπαύεται στην αγάπη, θα μας εισαγάγει στον Παράδεισο.
Εξάλλου όλη αυτή η θαυματουργία του Χριστού, ακόμα κι αυτή η Ανάστασή Του βασίζονται στην αγάπη. Από αγάπη θεραπεύει τη γυναίκα κι από αγάπη ανασταίνει το κορίτσι του Ιαείρου. Αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι να παραδοθούμε με πίστη στην αγάπη Του και να είμαστε σίγουροι πως τότε θα έρθει το πνεύμα του Θεού στη ζωή μας και θα μας δώσει τα απαραίτητα για να μας εισαγάγει στη Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν.
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ