ΚΑΠΕΤΑΝ ΣΑΡΑΝΤΗΣ: Ο ΤΡΙΚΕΡΙΩΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΟΛΥΚΟΣ | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2021-09-28 23:50:32
Γιαλό- γιαλό με τα κουπιά!
Βγαλμένος λες από τα διηγήματα των δύο Αλεξάνδρων. Άνθρωπος άλλης εποχής, άλλης κοψιάς και πάστας. Πάει κι έρχεται στα λιμανάκια του νησιού γεμίζοντας το γιουρδελάκι του ολόφρεσκα ψαράκια. Ύστερα τα πουλάει στις παραλιακές ταβέρνες να κάνει ένα κομπόδεμα να πάει στον Πειραιά και ν’ αλλάξει τη μηχανή που παρέδωσε πνεύμα μέσα στο τρεχαντήρι του με τ’ όνομα ‘’Αγία Κυριακή’’, του επίνειου του χωριού του. Το’ χει αραγμένο ανοιχτά απ’ το λιμάνι της Σκιάθου, ίσα- ίσα για ν’ αναπαύεται το βράδυ όταν επιστρέφει με τη βαρκούλα του να ρίξει άγκυρα στη θαλασσιά ψυχή του. Τα’ απόκτησε απ’ τον Ευβοιώτη τον μπάρμπα Μήτσο, Θεός σ’χωρέστον. Πάνω του έκλεισε τα μάτια του εκείνος και το αυτό επιθυμεί διακαώς κι ο καπετάν Σαράντης Μπακάκας.
«Θέλω να πεθάνω στο νερό». Να η ευχή που ξαμολά στο σύμπαν όποτε πέφτει αστέρι.
Μια σταλιά άνθρωπος! Στεγνός, λιπόσαρκος, μέχρι το κόκκαλο αρμυρισμένος σαν παστό, μ’ ενάμισι μέτρο μπόι όλο κι όλο, δίχως στομάχι –το’ βγαλαν!- μα μια καρδιά ολόχρυση όπου χωράει ο κόσμος όλος. Ολημερίς στη θάλασσα, ογδόντα χρόνια τώρα! Θα’ τανε σίγουρα στην άλλη του ζωή ψαράκι μα και στην τωρινή τι άλλο τάχα είναι;
Γεννήθηκε το 1941 στο Τρίκερι, το ξακουστό ψαροχώρι της άκριας του Πηλίου. Ένα απ’ τα οχτώ αγόρια του Νικολού και της Μαλαμώς που μέσα στα χρόνια της θύελλας έσπερναν αρσενικά να υπερασπιστούν τον τόπο όπου οι άντρες πέθαιναν αράδα. Έκαμαν κι ένα κορίτσι για τον τύπο, να τους κουνάει το μαντήλι και να φυλάει πίσω Θερμοπύλες.
Υπηρέτησε ως ναύτης στο θωρηκτό Αβέρωφ κι εκεί μια μέρα κόντεψαν να τον πνίξουν οι μόνιμοι από ατζαμοσύνη όταν τον έριξαν τριάντα οργιές κάτω στη θάλασσα να ξεσκαλώσει απ’ το βυθό την άγκυρα.
Πενήντα χρόνια δύτης, ‘’πάνω’’ –τρόπος του λέγειν- στα τρικεριώτικα σφουγγαράδικα, από τα δεκατέσσερά του ως και τα εξήντα πέντε. Πρώτα γυμνός στο σκάφανδρο κι έπειτα με τη φόρμα και το κομπρεσέρ που του’ στελνε αέρα. Ξεκίνησε ν’ αρμενίζει στ’ αρχιπέλαγος με του θειου του καπετάν Σούπα το καΐκι κι έφτασε με τον ‘’Ποσειδώνα’’, το τρικεριώτικο σκαρί, στην Αίγινα, να οργώνει τους βυθούς της Β. Αφρικής. Υπήρξε από τους τελευταίους σφουγγαράδες της πατρίδας του σαν τους Νικόλα και Παναγιώτη Ζάχο, τον Λάτζο και τους Μπρισμπαίους Κων/νο και Ευστάθιο.
Σ’ αυτή του τη μακρά θητεία, κάτω στην Ιεράπετρα όπου μιλούν ακόμα οι κουμπούρες, στα τέλη του 50, τον ερωτεύτηκε παράφορα μία κρητικοπούλα. Τον πότισε, τον τάισε, του πήρε το ναυτολόγιο, τον κλείδωσε, τον απείλησε μέχρι που τον κουκούλωσε και τότε μόνο μπόρεσε να φύγει. Γύρισε σαν τ’ αγρίμι πίσω στο καταφύγι του, το Τρίκερι όπου σιγούν κι οι ανέμοι. Αγάπησε τη Μαρία μα ήταν στεφανωμένος ήδη κι έτσι την έκλεψε και φύγανε κρυφά στην Κάλυμνο. Μαζί της έκανε τέσσερα αγόρια μα μόνο σαν ήρθε η χούντα κι ο Παπαδόπουλος άλλαξε εν μια νυκτί το νόμο για να παντρευτεί τη Δέσποινα, πήρε το διαζύγιο απ’ την πανούργα κρητικιά και στεφανώθηκε τη Μαρία. Σήμερα χαίρεται σαν μικρό παιδί την πρόοδο από τα παλληκάρια του που έγιναν όλα τους ναυτικοί πάνω στα χνάρια τα δικά του. Οι δυο τους με το καΐκι τους παλεύουν στην Κύμη για ξιφίες κι οι άλλοι δυο, ζουν με τη μάνα τους στην Αγία Τριάδα, τη Χώρα του Τρικεριού πάνω στην νότια κορυφογραμμή του αγέρωχου Πηλίου.
Από εκεί έφυγε ο καπετάν Σαράντης κυνηγώντας το μεροκάματο στο πλούσιο νησί με τους πολλούς τουρίστες. Κι εκεί θα γυρίσει τον Οκτώβρη σαν πάψουν να πετούν τ’ αεροπλάνα. Αγάλι- αγάλι όμως, βάζοντας πανί στο τρεχαντήρι του για να τον σπρώξει ο βοριάς στο ταπεινό χωριό του. Στο ενδιάμεσο θα περιμένει να βγουν οι ανεμότρατες, να πάρει φρέσκια γαριδούλα για τις τσιπούρες, τα λυθρίνια, τους σαργούς, τους καπαμάδες κι ό,τι άλλο κρύβουν ακόμα τα νερά μας . Σιμώνοντας στον τόπο του, θα δέσει στον Αι- Βάσο που’ χει τρεχούμενο νερό να βράσει αλισφάκι να ζεσταθεί η ψυχή του.
Και σαν θα φτάσει, δε θα πάει να μείνει στο σπίτι του για να ξεχειμωνιάσει. Ατίθαση ψυχή, γέννημα λέφτερο, πώς να συμβιβαστεί να ζει με άλλους κι ας είν’ κι η φαμελιά του. Θα πάει δίπλα, στο δικό του το μικρό κονάκι που’ ναι γεμάτο μαλαματένια δίχτυα, να σηκώνεται αχάραγα να τα μπαλώνει και ν’ αδημονεί πότε θα ξημερώσει να μπει ξανά στη βάρκα του να πάει…
Γιαλό- γιαλό με τα κουπιά!
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ