SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

Ιστορίες με τουρίστες - Αλλού γι` αλλού... | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς

2025-10-11 06:17:40
Ιστορίες με τουρίστες - Αλλού γι` αλλού... | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς

Ζευγάρια δύο. Μεσόκοποι. Γερμανοί. Ήρθαν το Σεπτέμβριο του 90 στο νησί για ν’ απολαύσουν την πλούσια φύση. Γι’ αυτό επέλεξαν διαμονή μακριά απ’ την πόλη. Μέσα στο πράσινο, στον καθαρό αέρα και στο ιώδιο.

Σήμερα ξύπνησαν με συννεφιά ωραία για περπάτημα. Οι γυναίκες δεν ακολουθούν. Προτιμούν μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα κους κους στο ξενοδοχείο. Άλλωστε μπορεί και να βρέξει…

Οι άντρες πήραν κεφάτοι τον ανήφορο κι ύστερα συνάντησαν κι άλλον κι έπειτα κι άλλον... Θαύμασαν τη θέα από ψηλά, τα δέντρα, τα λουλούδια, τις ξερολιθιές, τα κατσικάκια του βοσκού, τις βρύσες, τα πετροκάλυβα και χωρίς να το καταλάβουν, ξεμάκρυναν αρκετά. Σ’ αυτό βοήθησαν οι κατηφοριές που ήρθαν μετά τις ανηφόρες κι έκαναν να τρέχει ο χρόνος. Βάδιζαν ήδη κανένα τρίωρο και τα πόδια δεν τους κρατούσαν πλέον για να ξανανέβουν το κατάρτι πίσω τους, παρότι τους είχε κόψει η λόρδα.

Και τώρα πώς θα γυρίσουν πίσω; Ούτε να το σκεφτούν για νέο περπάτημα.

Βγήκαν στο χωματόδρομο και περίμεναν. Δεν μπορεί, όλο και κάποιο κάρο θα περάσει. Και πέρασε ντάτσουν με τη καρότσα του γεμάτη άδειες νταμιντζάνες.

‘’Μας παίρνετε κι εμάς;’’ ‘’Μετά χαράς, πού πάτε;’’, ‘’Στο ξενοδοχείο…’’. ‘’Εντάξει, αλλά θα περάσουμε πρώτα απ’ τ’ αμπέλι μου’’ ‘’Για- για…’’

Το πώς και τι ακριβώς συνεννοήθηκαν ένας θεός το ξέρει. Πάντως στριμωχτήκαν στ’ αγροτικό όπου οδηγούσε κάποιος από τον τόπο, ο Διονύσης. Τραβούσαν για το αμπέλι του που έσταζε ήδη μέλι από τα ώριμα σταφύλια. Πήγαινε να φορτώσει όσο περσυνό κρασί είχε απομείνει ακόμα στην βαρέλα.

Με το που έφτασαν, σαν καλός οικοδεσπότης, έβαλε να πιουν οι νεοφερμένοι κοκκινέλι. Οι Γερμανοί έγλυψαν τα χείλη τους κι αναφώνησαν ‘’φαντάστικ!’’Τότε ακριβώς έπιασε βροχή και κούρνιασαν κι οι τρεις μέσα στο καλύβι κάτω και πλάι απ’ τη βαρέλα. Γέμιζαν το ένα ποτήρι πίσω απ’ τ’ άλλο κατευθείαν από την κάνουλα. Ο Διονύσης έφερε το καλάθι με μ’ ό,τι περίσσεψε από τα πρώιμα σταφύλια του Αυγούστου, τους έβγαλε σύκα ξερά και μουστοκούλουρα που φύλαγε στο κρεμασμένο απ’ τη σκεπή φανάρι και άρχισε να τους λέει ιστορίες θλιβερές της Κατοχής, καθότι Γερμανοί. Οι ξένοι, παρότι δεν κατάλαβαν πολλά, ζήτησαν συγνώμη εκ μέρους των προγόνων τους. Ο Διονύσης σήκωσε το ποτήρι του ψηλά και είπε ‘περασμένα- ξεχασμένα κι άλλο κακό να μη μας βρει’ και δώσ’ του γεια μας και ξανά γειά μας, προπόσεις και αδελφικά φιλιά ώσπου στο τέλος νύχτωσε και σηκωμό δεν είχαν. Ούτε που πρόσεξαν άμα σταμάτησε έξω η βροχή…

Όταν ο Διονύσης άρχισε να άδει δημοτικά τραγούδια, οι Γερμανοί στο πρόσωπο του είδαν τον ίδιο τον θεό Διόνυσο κι ύστερα πώς να σηκωθούν απ’ το μεθύσι; Ούτε για να γεμίσουν το ποτήρι δεν μπορούσαν πια. Έσκυβαν κι έπιναν με το στόμα από την κάνουλα. Ώσπου και τους τρεις τους πήρε ο ύπνος ο βαθύς...

Οι γυναίκες από νωρίς το απόγευμα της προτέρας μέρας, και με το δίκιο τους, αναστατώθηκαν. Πήραν ταξί, κατέβηκαν στην πόλη. Ειδοποίησαν τις αρχές μέχρι και την Γερμανική Πρεσβεία στην πρωτεύουσα. Το Λιμενικό όργωσε με ταχύπλοο τις ακτές γύρω απ’ το νησί κι η αστυνομία με εθελοντές κατοίκους, ντουντούκες και φακούς, πήρε σβάρνα να ψάχνει τις βουνοπλαγιές.

Αποτέλεσμα; Ουδέν. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Κλάματα μ’ αναφιλητά στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, ιδίως όταν το πρωί έφθασε μ’ ελικόπτερο άνθρωπος της Πρεσβείας για να επιβλέψει τις έρευνες. Όλοι οι ένοικοι- παραθεριστές στο πόδι. Να συμπαρασταθούν στις υποψήφιες χήρες…. Αμ δε…

Αργά το μεσημέρι κατέφθασε το ντάτσουν με τραγούδια και χαρές και μια νταμιτζάνα γεμάτη κοκκινέλι. Οι γυναίκες πετούσαν στους στεφανωμένους με κλαδιά ελιάς συζύγους τους, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, μα εκείνοι χόρευαν και επαναλάμβαναν, όπως μπορούσαν, τους στίχους που τραγουδούσε ο Διονύσης:

 

‘’Κι αν μεθώ κι αν πέφτω κάτω κι αν λερώνομαι

βάζω μπρος τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι...’’