SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

Μαριάννα Παπουτσοπούλου: "Το βιβλίο του Γ. Σανιδά αξίζει να διαβαστεί, να μελετηθεί  από τους νέους και παλιότερους φιλολόγους και τους εραστές της πρόσφατης ιστορίας και λαογραφίας μας"

ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ – ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Άρθρα, ομιλίες, μελέτες,  2025-08-02 14:43:17
Μαριάννα Παπουτσοπούλου:

Μαριάννα Παπουτσοπούλου: Γιώργος Σανιδάς,  ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ – ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Άρθρα, ομιλίες, μελέτες,   εκδ. Εύμαρος, 2024

 

Με εντελώς ξεχωριστή συγκίνηση πήρα στα χέρια μου, δώρο πολύτιμο, το βιβλίο του Γιώργου  Σανιδά, ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ –ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, άρθρα, ομιλίες, μελέτες,  Εύμαρος 2024. Είναι το δεύτερο παπαδιαμαντικό βιβλίο που βλέπουμε από τις εκδόσεις Εύμαρος, μετά την έξοχη ανθρωπολογική μελέτη της Πόλυς Χατζημανωλάκη, Βωβόν ξύλον, Εύμαρος 2018. Και οι δυο ερευνητές είναι μέλη της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών  Σπουδών,  και οι δυο ανήκουν σε άλλες επιστήμες, όχι την φιλολογία, αλλά έχουν εντρυφήσει όσο λίγοι στα παπαδιαμαντικά. Ο Γιώργος Σανιδάς, οικονομολόγος, είναι επιπλέον Σκιαθίτης, πράγμα σημαντικό. Η συγκίνηση οφείλεται σε όλα τούτα, κυρίως όμως στο μεγάλο χρέος, αναγνωστικό και συγγραφικό, όλων μας στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, πατέρα της νεοελληνικής πεζογραφίας, προσωπικά, και στην ανάγνωση διηγημάτων του Αλ. Μωραϊτίδη επίσης  από τα παιδικά μου χρόνια. Τέλος, χωρίς αμφιβολία, στη θερμή φιλία και εκτίμηση για τον εκδότη Πέτρο Κακολύρη.

Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, η προσπάθεια του κου Σανιδά είναι να φωτίσει τις στενές φιλικές και συγγενικές σχέσεις των δυο Αλεξάνδρων, τη συγκατοίκησή τους στην αφιλόξενη πρωτεύουσα, τη στοργική φροντίδα του Μωραϊτίδη να βρει ευκαιρίες απασχόλησης για τον νεαρό Παπαδιαμάντη στον ημερήσιο τύπο, να τον εισάγει στον Παρνασσό, να του γνωρίσει το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου κοντά στην Αρχαία Αγορά, να τον φιλοξενήσει. Οι τριτοξάδερφοι έχουν γεννηθεί με μόλις ενός έτους διαφορά, το 1850 ο Μωραϊτίδης, το 1851 ο Παπαδιαμάντης.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στον Αλ. Μωραϊτίδη, τον αφανή` στα ποιήματά του, στις μεταφράσεις των Ουγκό και Μπάυρον, στις μεταφράσεις από τους κλασικούς, στα διηγήματά του, Με του βοριά τα κύμματα, ηθογραφίες και εντυπώσεις της εποχής, που αγγίζουν το λαογραφικό στοιχείο και τη λατρεία της φύσης του νησιού,  λ.χ. την αγάπη για την τοποθεσία «Κουκουναριαίς», και τη βαθιά του λύπη όταν κάποτε κάηκαν. Αναφέρεται και στη σεμνή επιλογή του να γίνει δάσκαλος-καθηγητής, κάποτε πολύ αυστηρός.  Το κλίμα του βιβλίου είναι όμοια θερμό, χωρίς κανέναν σχολαστικισμό, μέχρι τέλους, υπογραμμίζοντας τον πόθο του Γ. Σανιδά να δει ένα μουσείο Μωραϊτίδη κάποτε στο νησί, ώστε ο δεσμός των δυο Σκιαθιτών συγγραφέων και φίλων να μην απολείψει στη μνήμη μας. Άλλωστε «…η συντροφιά η καλή ιλαρύνει το πνεύμα, ενώ η μοναξιά το εξαγριώνει», όπως έγραφε ο Μωραϊτίδης για τον αγαπητό εξάδελφο.

Από τα στιγμιότυπα ζωής που παρατίθενται, και αρκετά από αυτά έγιναν αργότερα διηγήματα, αναδύεται έκτυπος ο χαρακτήρας των δυο ανδρών, αντίθετος και συμπληρωματικός. Ο Μωραϊτίδης, αριστερός ψάλτης στον Άγιο Ελισσαίο, χαίρεται τη ζωή, αναζητεί «αστακούς και χαβιαρόπιττες στο μοναστήρι», κι άλλα «ακρογιαλά» ήγουν κοχύλια, με την ίδια προθυμία που δίδασκε ο Παπαδιαμάντης στα Αθηναϊκά του διηγήματα, πώς γίνεται ένα καλό «γκιουβέτσι». Ο Αλέκος Μωραϊτίδης είναι προσφερόμενος άνθρωπος, διακριτικός, υποστηρικτικός, ενώ ο κυρ Αλέξανδρος, δεξιός ψάλτης στον Άγιο Ελισσαίο, μονήρης, «ανεύρετος και ακοινώνητος», ασκητικός και πένης, που κάποτε δεν διστάζει να αποπάρει τον αγαπητό Αλέκο, αν διακόψει τους στοχασμούς του.

Το δεύτερο και μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Υπάρχουν κεφάλαια για την Πατατούκα του, το ηρωικό και πένθιμο παλτό που έκρυβε τη φτώχεια του, εκείνο το χωρίς κομβία.  Για τον σκύλο του, Σαψώνη, ένα αδέσποτο που τον ακολουθούσε παντού, «ζούσε στο έλεος των ανθρώπων της αγοράς», και ορεγόταν τα κόκκαλα στο κοιμητήρι, σκύλο που επίσης έγινε διήγημα. Παρουσιάζει τις εν συνόλω 5 φωτογραφίες της ζωής του, που ομολογώ δεν τις γνώριζα όλες. Τη φιλία με τον Σκοπελίτη συγγραφέα Παύλο Νιρβάνα και πολλά άλλα, όπως τον θαυμασμό του Καραγάτση, του Ελύτη ή του Μελά και της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη.

Ξεχωρίζει, ωστόσο, από όλα τούτα το λαμπρό  κεφάλαιο για το ενδιαφέρον του μεγάλου συγγραφέα για τους απλούς, ειδικότερα τους μαστόρους των ταρσανάδων, «εκείθεν της Λίμνης, στην πλατείαν λωρίδαν της άμμου»,  όπου, «ούτε ένα χαλίκι ελεύθερον από τα πελεκούδια», εκεί που ακούγεται η μουσική των καλαφατισμάτων και των καρφιών, εκεί που «αντήχουν κρότοι ευάρεστοι στα ώτα υγειών ανθρώπων» η σφύρα, οι βαριοπούλες, και τα δυνατά παραγγέλματα: «Φόρα ντιστέκια» στην καθέλκυση, οι φωνές των ανθρώπων. Ο συγγραφέας παραθέτει τα ονόματα των ειδικοτήτων και των εργαλείων των ναυπηγών, το κλίμα όλο του ανατολικού λιμένος της Σκιάθου, των ταρσανάδων. Το κεφάλαιο περί Τοκογλυφίας, κοινωνικής πληγής εκείνης και κάθε εποχής, που εγγράφεται με μελανά χρώματα στον παπαδιαμαντικό ρεαλισμό της Σταχομαζώχτρας, στα Βενέτικα, και στους Χαλασοχώρηδες, είναι συγκλονιστικό στην απλότητα και την ευθύτητά του. Όμως όλο το έργο του Παπαδιαμάντη είναι κατ’ ουσίαν αφιερωμένο στους ταπεινούς και καταφρονεμένους και ομοίως αιχμηρό  για τη σκληρότητα του κόσμου,  και ο κος Σανιδάς φροντίζει να το θυμίζει με κάθε αφορμή. Οι αναφορές  στα μεγάλα ζητήματα της μοίρας και του θανάτου, της προίκας και της ψυχικής υγείας,  με αφορμή τη Φόνισσα ή τα Μνημούρια, και το Μυρολόγι της Φώκιας, όπου και η ενδιαφέρουσα σύγκριση των στίχων από τον Σαίξπηρ Τρικυμία, ‘Αριελ, Α πράξη, σκ. β΄, με το ποίημα στο τέλος του διηγήματος, αλλά και μια έρευνα σχετική με τις φώκιες και το φυσικό τους, δεν λείπουν.

Υπάρχουν και ορισμένα πιο ανάλαφρα, σχετικά με την ορθογραφία,  αρχαϊκή, του έρωτα ως «έρος», στο διήγημα Έρος θέρος, όσο και η υπογράμμιση του ενδιαφέροντος του Παπαδιαμάντη για κάθε έδεσμα και κάθε ταπεινή μπακαλοταβέρνα του παλιού κέντρου της πόλης, «όπου επωλείτο η ευθυμία…», παρά τον ασκητισμό. Πολύ χαρακτηριστικά για το ήθος του μεγάλου συγγραφέα, παρεμβάλλεται εύστοχα το περιστατικό της άρνησής του να παρουσιαστεί στα Εικοσιπεντάχρονα του στα ελληνικά γράμματα, που γιόρτασε ο Παρνασσός, με πρωτοβουλία της θαυμάστριάς του Μαρίας Βοναπάρτη. Ο Παπαδιαμάντης προτίμησε να κρυφτεί στο σπίτι κάποιων φίλων. Ας τελειώσουμε με τα Κάλαντα της Μεγάλης Πέμπτης, το μεσαιωνικό αυτό ποίημα-αριστούργημα, που αναδύεται σαν προσευχή για όλα τα παιδιά του κόσμου, για κάθε πάσχοντα άνθρωπο από το διήγημα «Παιδική Πασχαλιά» σε ξεχωριστό κεφάλαιο.

Είναι πλούσιο και απολαυστικό το βιβλίο του Γιώργου Σανιδά, πλούσια και μελετημένη η βιβλιογραφία, η  αναφορά σε μελέτες που προηγήθηκαν εκτενής και προσεκτική, τα αποσπάσματα από το έργο του Παπαδιαμάντη άφθονα και γλαφυρά. Όλα τούτα εμποδίζουν να παρουσιαστεί το βιβλίο πλήρως σε ένα ταπεινό σημείωμα γνωριμίας και σύστασης. Απλές νύξεις περιορίζομαι να κάνω, ελπίζοντας να μην το αδικώ. Αντιθέτως,  αξίζει να διαβαστεί, να μελετηθεί  από τους νέους και παλιότερους φιλολόγους και τους εραστές της πρόσφατης ιστορίας και λαογραφίας μας, φυσικά και από τους λάτρεις της Παπαδιαμαντικής γραφής, ως αληθινό απόκτημα.

 

Μ.Γ.Π. 31 Ιουλίου 2025