Πολυήμερη και δυνατή κακοκαιρία με χιονοπτώσεις και περιορισμένη ορατότητα επικρατούσε στο Αιγαίο και βέβαια στο μικρό αλλά «δύσκολο» αρχιπέλαγος των Βορείων Σποράδων στα τέλη Γενάρη με αρχές Φλεβάρη του 1991, ώστε πολλά πλεούμενα ν’ αντιμετωπίσουν ιδιαίτερους κινδύνους, όταν επικρατούν χειμωνιάτικες δυσμενείς συνθήκες και κάποια να σταθούν δυστυχώς πιο άτυχα. Στα τελευταία εντάσσεται και το φορτηγό πλοίο Σι Λάιον με σημαία Ονδούρας, αλλά ελληνικής πλοιοκτησίας, χωρητικότητας 1598 κόρων- όπως σημειώνεται- με φορτίο λαμαρινών που προσάραξε κάτω από δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες με πυκνή χιονόπτωση και μηδενική σχεδόν ορατότητα, στην περιοχή Λεχούνι της βορειοανατολικής Σκιάθου και συγκεκριμένα στον ονομαζόμενο Όρμο (ή λιμάνι) του Νικοτσάρα, μια στενή εσοχή στη βραχώδη ακτή. Το πλοίο σχεδόν ακυβέρνητο και παρασυρόμενο από τα κύματα στρώθηκε κυριολεκτικά στην ακρογιαλιά στο βάθος του μικρού όρμου χωρίς να διατρέχει κάποιον κίνδυνο. Το δημοσίευμα της εφ. Ταχυδρόμος παρουσιάζει το συμβάν: «Λόγω της σφοδρής ανεμοθύελλας- θαλασσοταραχής. Φορτηγό πλοίο εξέπεμψε SOS βόρεια της Σκιάθου. Προσάραξε στο Λεχούνι. Οι 10 Έλληνες του πληρώματος είναι καλά». Και σημειώνεται ανάμεσα στ’ άλλα: «… Το φορτηγό πλοίο με την επωνυμία Σι Λάιον (θαλάσσιο λιοντάρι) χωρητικότητας 1598 τόννων, εξέπεμψε ΣΟΣ στις 7.30 το πρωί στο βόρειο τμήμα του νησιού και στη συνέχεια προσάραξε στην προαναφερόμενη περιοχή. Έχει σημαία Ονδούρας, αλλά είναι ελληνικών συμφερόντων… Σημειώνεται ότι το υπολιμεναρχείο Σκιάθου ζήτησε ενίσχυση από τη Θεσσαλονίκη και γύρω στις 2 χθες το μεσημέρι έφυγε ρυμουλκό για να παραλάβει το πλήρωμα, αφού δεν μπορεί να βγει στη στεριά γιατί αφ’ ενός τα βράχια είναι απόκρημνα και αφ’ ετέρου η χιονοθύελλα συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ και το ύψος του χιονιού στην περιοχή αυτή έφθανε το ένα μέτρο…». (Ταχυδρόμος 2/2/1991).
Οι καιρικές συνθήκες ήταν απαγορευτικές για τη συνδρομή από καΐκια της Σκιάθου ή το περιπολικό του λιμεναρχείου, κι όπως σημειώνεται πιο κάτω στο ίδιο άρθρο, το ναυαγοσωστικό ρυμουλκό εκτιμάται πως θα έφτανε ως το βράδυ για την παραλαβή του πληρώματος. Σχετικά με την κατάσταση του προσαραγμένου πλοίου αναφέρεται πως στα κύτη 1 και 2 έχουν εισρεύσει νερά αλλά το σκαρί είναι για τα καλά «στρωμένο» χωρίς να απειλείται με βύθιση. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια αποτελεί και η αποστολή του σήματος κινδύνου με λάθος στίγμα λόγω της κακοκαιρίας, κάτι που διορθώθηκε λίγο αργότερα.
Στο ίδιο μοτίβο και το δημοσίευμα της επόμενης μέρας: «Εξώκειλε από την κακοκαιρία. Σκαρφαλωμένο στα βράχια της Σκιάθου στο Ση Λάϊον. Επιχείρηση διάσωσης του πληρώματος». Καμία εξέλιξη δεν υπήρξε σχετικά με την παραλαβή των αποκλεισμένων ναυαγών μιας και το ρυμουλκό Έβερεστ που προσήλθε από τη Θεσσαλονίκη δεν κατάφερε να προσεγγίσει το προσαραγμένο πλοίο λόγω της δυνατής φουρτούνας και αποσύρθηκε στο Λουτράκι της Γλώσσας, ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Πάντως δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για τους επιβαίνοντες, μιας και το σκαρί όπως είπαμε είχε προσγιαλωθεί για τα καλά. Όπως με πληροφόρησε ο σκιαθίτης καπετάνιος Γιάννης Παρίσης (ιδρυτής και «ψυχή» του Ναυτικού Μουσείου Σκιάθου) που θυμόνταν το γεγονός, η πλώρη του Σι Λάιον είχε βγει σχεδόν στη βοτσαλωτή παραλία, ενώ η πλευρά του είχε πλησιάσει στα βράχια λες κι είχε πραγματοποιήσει πλαγιοδέτηση σε μουράγιο. Η παράταση της κακοκαιρίας όμως δημιούργησε δυσεπίλυτα προβλήματα στο νησί προκαλώντας και διακοπή ρεύματος. Για την αποκατάσταση της βλάβης, συνεργείο με πολύ κόπο έφθασε με πλωτό στις Κουκουναριές (από τη δυτική πλευρά μετριαζόταν η φουρτούνα) όπου φτάνουν τα καλώδια από το Πήλιο κι έτσι αποκαταστάθηκε η επικοινωνία με τον ασύρματο του πλοίου.
Δυστυχώς στο ενδιάμεσο υπήρξε κι ένα τραγικό συμβάν: η απώλεια του πλοιάρχου στην προσπάθειά του να βγει με ανεμόσκαλα στη στεριά κι αφού ήδη είχε αποβιβαστεί το πλήρωμα, γλίστρησε κι έπεσε στα βράχια, για να χαθεί στα κύματα, χωρίς κανένας άλλος να προλάβει να τον σώσει και η σωρός του βρέθηκε την επομένη το μεσημέρι στον Μέγα Γιαλό. Διαβάζουμε σχετικά:
«… Το πτώμα του άτυχου πλοιάρχου του Ση Λάιον Ανδρ. Νικ. Γιάνκη 66 ετών από την Αθήνα, που το Σάββατο το απόγευμα βρήκε ως γνωστόν τραγικό θάνατο, βρέθηκε προχθές στις 12 το μεσημέρι από περιπολικό του λιμεναρχείου Σκοπέλου στην περιοχή Μέγας Γιαλός Σκιάθου και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Βόλου για νεκροτομή…». Παρακάτω σημειώνεται το χρονικό του δυστυχήματος: «… Το Σάββατο απόγευμα όπως έγινε γνωστό, το πλήρωμα (7 Έλληνες και 3 ξένοι) έφτιασε ανεμόσκαλα που συνέδεσε το πλοίο με τη στεριά. Γύρω στις 6 μ.μ. ελικόπτερο της Πολεμικής αεροπορίας που πήγε από τη Λήμνο για τη διάσωσή τους παρέλαβε αρχικά πέντε από τους άνδρες του πληρώματος που είχαν εν τω μεταξύ βγει στη στεριά και τους οδήγησε στη Σκιάθο. Εν συνεχεία επέστρεψε να πάρει τους άλλους τέσσερις. Οι τρείς βγήκαν στη στεριά και τελευταίος έμεινε ο πλοίαρχος καθώς ήθελε να μιλήσει και με τον ασύρματο. Την ώρα όμως που περνούσε την ανεμόσκαλα, προφανώς γλίστρησε καθώς ήταν παγωμένα τα χέρια του και έπεσε στη θάλασσα, όπου χτύπησε στα βράχια σε απόσταση 30-40 μέτρων από τη στεριά. Εκεί τον είδε και για τελευταία φορά ο υποπλοίαρχος του πλοίου, άλλα δύο μέλη του πληρώματος που βρισκόταν κοντά του στάθηκε αδύνατο να τον βοηθήσουν, παρά τις προσπάθειές τους…». (Ταχυδρόμος 5/2/1991).
Ακολούθως στο ίδιο δημοσίευμα δίνεται και μια πρώτη εικόνα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το προσαραγμένο πλοίο. Τα ρήγματα, στα αμπάρια 1 και 2 εκτιμώνταν ως σοβαρά και η ρυμούλκηση από το ναυαγοσωστικό Έβερεστ θεωρούνταν αδύνατη.
Κατά τις επόμενες μέρες το πλοίο παραμένει στη θέση του και ως τα τέλη του μήνα, λόγω των καιρικών συνθηκών αλλά και της πιθανότητας να είχε υποστεί εκτενή ρήγματα ώστε να μην είναι αξιόπλοο. Ειδικά συνεργεία θα κατέφθαναν προκειμένου να εκτιμήσουν πλήρως την κατάσταση και να προχωρήσουν στις αναγκαίες επισκευές. (Ταχυδρόμος 23/2/1991).
Η πληροφόρηση για την τύχη του πλοίου διακόπτεται για τους επόμενους εφτά μήνες μιας και εξακολουθούσε να παραμένει στη θέση της προσάραξης στον όρμο του Νικοτσάρα. Όπως πάλι με πληροφόρησε ο καπετάν Γιάννης Παρίσης το ναυαγισμένο σκαρί κυριολεκτικά λεηλατήθηκε από τους ντόπιους που αφαιρούσαν ότι ήταν χρήσιμο και… έβγαινε. Πρόκειται για μια πρακτική που συνέβαινε διαχρονικά και παντού σε παρόμοιες καταστάσεις. Το γεγονός μας παραπέμπει στο διήγημα του Παπαδιαμάντη: «Οι Ναυαγοσώσται» με το ολλανδικό καράβι που ξέπεσε λίγο νοτιότερα «παρά την Κεφάλαν». Η εγκατάλειψη του Σι Λάιον θεωρούνταν βέβαιη, αλλά στις 14/9 παρουσιάζεται στον τοπικό τύπο σύντομο δημοσίευμα σύμφωνα με το οποίο επίκειται η εκφόρτωση των λαμαρινών, ώστε να περιοριστεί η ζημιά και ακολούθως το πλοίο που θα ελάφρυνε, ίσως μπορούσε να ανελκυστεί ευκολότερα. Διαβάζουμε:
«Το φορτηγό πλοίο Σι Λάιον βρίσκεται ακόμα σκαρφαλωμένο στα βράχια του όρμου Νικοτσάρα στο Λεχούνι Βόρεια της Σκιάθου, επειδή οι πλοιοκτήτες θεωρούν ασύμφορη την αποκόλλησή του και σύμφωνα με πληροφορίες θα πουλήσουν το φορτίο- φύλλα λαμαρίνας- και ίσως στη συνέχεια, εφόσον γίνει πιο ελαφρύτερο, το αποκολλήσουν από τα βράχια…». (Ταχυδρόμος 14/9/1991).
Ως τα μέσα περίπου του 1992 δεν βρέθηκε κάποια σχετική καταχώρηση στον τοπικό τύπο, οπότε καταφεύγουμε και πάλι στις μνήμες του καπετάν Γιάννη Παρίση. Σύμφωνα με αυτές το πλοίο αποκολλήθηκε, έπειτα από κάποιες πρώτες εργασίες στεγανοποίησης και μεταφέρθηκε προς το Καλοκαίρι του 1992 στα αβαθή στην άκρη του λιμανιού της Σκιάθου προς τους μύλους, όπου προφανώς έγιναν επιπλέον παρεμβάσεις ώστε να ρυμουλκηθεί με ασφάλεια σε διαλυτήριο.
Η προσάραξη του φορτηγού πλοίου Σι Λάιον δεν μνημονεύεται στα «Ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες» όπου καταγράφονται δύο συνώνυμα σκαριά (τόμος Β’, σελ. 406).
Το γεγονός αποτελεί την τελευταία σημαντική και οδυνηρή περίπτωση ανάμεσα στα ναυάγια των Βορείων Σποράδων στον 20ο αιώνα.