Θα τον θυμάμαι πάντα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και τον καλό του λόγο. Ένας γίγαντας μ’ αγγελική ψυχή. Ανοιχτόκαρδος, γλεντζές και μερακλής. Άνθρωπος του λιμανιού και της βιοπάλης. Άριστος οικογενειάρχης, εργατικός, δημιουργικός κι ακούραστος. Θαλασσομάχος και θαλασσόλυκος.
Η μοίρα τον χτύπησε σκληρά με τον χαμό της κόρης του κι από τότε τον πήρε η κάτω βόλτα, ήταν και τα πόδια του σκάρτα και τον πρόδωσαν και τον έριξαν για χρόνια στο κρεβάτι. Στη δεκαετία του ’70 έσπασα το χέρι μου στο σκάμμα του σχολείου. Χειμώνας βαρύς, καιρός χιονιάς, πιασμένος γερά για μέρες, συγκοινωνία μηδέν. Έπρεπε όμως να πάω οπωσδήποτε στο Βόλο για ακτίνες και γύψο, όπως δυστυχώς, συμβαίνει ακόμα στο νησί. Ο πατέρας μου έλειπε σαν ναυτικός στα ξένα πέλαγα.
Το ταξίδι κράτησε έξι ώρες κι ούτε ζαλιστήκαμε, ούτε φοβηθήκαμε κάτω απ’ τις φιλόξενες φτερούγες του. Κάθε τόσο έβγαινε και μας ρώταγε αν είμαστε καλά και σαν του λέγαμε για τα κύματα που κάλυπταν την πλώρη, γέλαγε κι έλεγε πως κι η θάλασσα αγαπά την ‘’Αργυρώ΄’ και τη χαϊδεύει.
Τον λυπήθηκε ο Θεός και τον πήρε γιατί υπέφερε και πιο πολύ λυπήθηκε την Αργυρούλα που είχε τη φροντίδα του. Να ζήσεις από δω και πέρα Αργυρούλα ήρεμα γηρατειά γιατί πραγματικά τ’ αξίζεις.
Να ζήσεις φίλε Διαμαντή να τον θυμάσαι….