Στο ανεξίτηλο αποτύπωμα «του αγίου των ελληνικών γραμμάτων» σε όλο το φάσμα της σύγχρονης Ελληνικής Γραμματολογίας αναφέρθηκε ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, κατά την ομιλία του σε ημερίδα με θέμα «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σήμερα», που πραγματοποιήθηκε από το περιοδικό «Νέα Ευθύνη» στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο κ. Παυλόπουλος μίλησε αναλυτικά για την ιδιομορφία του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη χαρακτηρίζοντάς τον «ιδανικό» αναχωρητή των Γραμμάτων μας, ενώ περιγράφοντας τη λογοτεχνική του διαδρομή από το ρομαντικό ιστορικό μυθιστόρημα στο ηθογραφικό διήγημα, έκανε λόγο για τον ιδιότυπο, βαθιά θρησκευτικό, αναχωρητισμό του Παπαδιαμάντη, που άφησε την δική του «σφραγίδα πνευματικής δωρεάς» στη σύγχρονη Ελληνική Γραμματολογία.
Όπως, σημείωσε, στο ηθογραφικό διήγημα, το οποίο κυριάρχησε ως το τέλος της συγγραφικής του δημιουργίας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης βρήκε τον ιδανικό, καθ' ότι ολοκληρωμένο κατά την προσωπικότητά του, τρόπο λογοτεχνικής του έκφρασης.
«Το λογοτεχνικό «σκάφος» -η «λέμβος» ορθότερα, κατά τον συγγραφικό ψυχισμό του- του Παπαδιαμάντη έριξε οριστικά «άγκυρα» στον υπήνεμο όρμο του ηθογραφικού διηγήματος, διότι το τελευταίο ήταν ο πιο κατάλληλος τόπος, στον οποίο ο μοναχικός Σκιαθίτης διανοούμενος μπορούσε να διοχετεύσει, με τις απαράμιλλες πνευματικές του εξάρσεις, τον αναχωρητισμό του, μέσ' από την ρεαλιστική παρατήρηση και καταγραφή της καθημερινότητας» υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος.
Παράλληλα, τόνισε ότι το ηθογραφικό διήγημα του Παπαδιαμάντη είναι μια συγγραφική διαδικασία διαρκούς εξομολόγησης -ή και κατάθεσης ψυχής- η οποία αποδίδει την πραγματικότητα και μόνο την πραγματικότητα. «Πώς, άλλωστε, θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν ο Παπαδιαμάντης ήταν βαθιά θρησκευόμενος, και η εξομολόγηση στην Ορθοδοξία δεν νοείται παρά μόνον ως κατάθεση της αλήθειας προς το Θείον; Εξού και ο ρεαλισμός του καθημερινού, ο οποίος διατρέχει όλο το ηθογραφικό διηγηματικό δημιούργημα του Παπαδιαμάντη, λες και ήθελε, ως το τέλος του, ν' αποκηρύξει τον μυθιστορηματικό ρομαντισμό της νιότης του, που του ήταν ξένος και βαρετός. Βεβαίως, αυτός ο ρεαλισμός δεν τον εμπόδισε -όπως συμβαίνει με κάθε μεγάλο δημιουργό της Λογοτεχνίας- να φθάσει ορισμένες φορές στα όρια ενός είδους «αναψηλάφησης» του ψυχισμού των "ηρώων" του» προσέθεσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Επισήμανε, επίσης, ότι ο αναχωρητισμός του Παπαδιαμάντη οφείλεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό και στη θρησκευτική του αυτοσυνειδησία, η οποία εκδηλώνεται, πανταχού παρούσα, στη ζωή και στο έργο του. «Η πίστη του στην Ορθοδοξία και τις αξίες της αναδύεται και ως μια μορφή, φυσικά συνειδητά επιλεγμένης, αφοσίωσης στις αρχές του Ορθόδοξου Μοναχισμού -το σύντομο πέρασμά του από το Άγιον Όρος μπορεί να το τεκμηριώσει- πλην όμως ενός "εκκοσμικευμένου" μοναχισμού. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μια τάση της προσέγγισης του βαθύτερου νοήματος του Ορθόδοξου Μοναχισμού είναι και εκείνη, η οποία υποστηρίζει πως ο γνήσιος μοναχικός βίος μέσα στον κόσμο -και όχι μόνον "εν μοναίς"- φθάνει στα μύχια της αυθεντικής μοναχικής ιδεολογίας και παράδοσης» τόνισε.
Τέλος, υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας ταπεινός «εργάτης» της Λογοτεχνίας μας, ο οποίος όμως ανήκει στον λαμπρό «κολοφώνα» της. Όπως ανέφερε ο κ. Παυλόπουλος, τούτο το γνώριζε καλά, ήδη από τότε, ο Παπαδιαμάντης, ωστόσο, σημείωσε ότι η ταπεινότητά του αλλά και η ιδιομορφία του «αναχωρητισμού» του δεν του επέτρεπαν να το εκφράσει δημοσίως, πολλές φορές ίσως δεν του επέτρεπαν ούτε να το δεχθεί πλήρως ενδομύχως. «Μόνο σε κάποιες εξάρσεις του θυμικού του, κυρίως όταν ένοιωθε βαθιά την απόσταση που τον χώριζε από την υποκρισία της "κοσμικότητας" των λογοτεχνικών κύκλων της εποχής του, "ξέσπασε", φυσικά με τον δικό του, πάντα μετρημένο και αξιοπρεπή, τρόπο. Μια από τις εξάρσεις αυτές είναι και εκείνη, η οποία αποτυπώνεται στην απάντησή του προς τον Ι. Ζερβό (εφ. "Το Άστυ, 28.8.1891), όταν κάποιοι επιχειρούσαν να ισχυρισθούν ότι ο Παπαδιαμάντης εμιμείτο άλλους, μεγάλους, λογοτέχνες extra muros. Είχε τότε δώσει την ακόλουθη απάντηση: "Αλλ' εγώ σοι λέγω ότι δεν ομοιάζω ούτε με τον Δίκενς, ούτε με τον Σαίξπηρ, ούτε με τον Βερανζέ. Ομοιάζω με τον εαυτό μου"», κατέληξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.