SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

ΣΤΗΝ ΑΛΑΝΑ ΤΟΥ ΤΣΙΛΙΚΟΥΔΗ // του Γιώργου Σανιδά

2019-08-03 09:12:13
Τα παιδικά μας χρόνια τα χαρήκαμε στην αλάνα του Τσιλικούδη όπου υπήρξαμε οι ήρωες των παραμυθιών μας. Αμέτρητες ιστορίες ξεδιπλώθηκαν σε εκείνο το ποδοπατημένο λιβάδι. Ιστορίες που η παιδική φαντασία πλάταινε ξεπερνώντας τα σύνορα του χωραφιού και τις άπλωνε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του γνωστού κόσμου και πέρα απ’ αυτόν, στον άγνωστο κόσμο όπου ξυπνούσαν δράκοι και τίγρεις και φαντάσματα. Μικροί και μεγαλύτεροι, μέχρι να τελειώσουμε το δημοτικό, σμίγαμε εκεί καθημερινά, στο δικό μας τόπο που κανένα άλλο μέρος δεν μπορούσε ν’ αντικαταστήσει. Όπου περιφερόμασταν τις υπόλοιπες ώρες, ακόμα και στο σχολείο, ήταν απλά συμβατική υποχρέωση. Το αντίτιμο για να μας επιτρέψουν να βρεθούμε στο χωράφι μας. Η αλάνα αποτελούσε το βασίλειο της απόλυτης ελευθερίας μας. Εκεί γινόμαστε μεγάλοι ποδοσφαιριστές, τα ινδάλματά μας, ξακουστοί κουρσάροι, πολεμιστές όλων των εποχών και όλων των όπλων, τεχνίτες και αθλητές. Διατελέσαμε κατά καιρούς, εκπαιδευτές κι εκπαιδευόμενοι, προπονητές και προπονούμενοι, αρχηγοί, υπαρχηγοί και απλοί στρατιώτες, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι, καταξιωμένοι και δόκιμοι, θαρραλέοι και δειλοί, αποφασιστικοί και διστακτικοί, δυνατοί κι αδύνατοι, ευκίνητοι κι αργοί, άξεστοι και πολιτισμένοι, πονηροί κι αθώοι, ιδιοκτήτες και παρείσακτοι, νικητές και ηττημένοι, ζωηροί και μαλθακοί, ταλαντούχοι κι ατάλαντοι, χονδροί και λεπτοκαμωμένοι, χαριτωμένοι και κακομούτσουνοι, έξυπνοι και βλάκες, σύμμαχοι κι εχθροί. Εκεί κάναμε τα σχέδιά μας, τις εφευρέσεις μας, τα όνειρά μας. Στέναζαν οι θάμνοι στα γαλακτωμένα απ’ τις γύρω συκιές, χεράκια μας. Τόξα, βέλη, σπαθιά, ακόντια, φούρκες, κιθάρες, αετούς κι ό,τι δεν μπορεί να βάλει ο νους των μεγάλων, μαστόρευαν τα μικρά μας χέρια. Τα κορίτσια έπαιζαν συνήθως στο βόρειο φράχτη, κάτω απ’ τον ίσκιο των τζανεριών, τα δικά τους παιχνίδια. Οι διασταυρούμενες πλάγιες ματιές μας, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, γέννησαν κατοπινούς μεγάλους έρωτες και αύξαναν κατακόρυφα τις επιδόσεις μας στα παιχνίδια. Το κοκκινωπό χώμα της αλάνας ήταν ό,τι βλαστήμησαν περισσότερο οι μάνες μας όταν γυρνούσαμε καταλερωμένοι στα σπίτια μας το βράδυ και παραδίδαμε την αλάνα να τη φυλάνε τα βατράχια και τα νυχτοπούλια. Ατέλειωτα φανταστικά ταξίδια κάναμε εκεί και τώρα τα θυμόμαστε με περισσή νοσταλγία. Οι μεγάλοι μας κοιτούσαν απ’ το δρόμο ανυποψίαστοι σαν να μην υπήρξαν ποτέ τους παιδιά. Κοίταζαν μα δεν έβλεπαν, άκουγαν μα δεν εννοούσαν ώσπου αποφάσισαν για το «καλό» των μικρών, να χαλάσουν την αλάνα και να τη μετατρέψουν σε παιδικό σταθμό, υπαγορεύοντας τα όνειρα στα παιδιά. Μ’ ένα βαθύ στεναγμό απ’ όλους μας τώρα, αναπολούμε τα περασμένα. Ευτυχώς υπήρξαμε από τους τελευταίους τυχερούς… (απόσπασμα από το ΄΄πρωτοετής φοιτητής’’ Φωτογραφίες: Δήμος Κανταράκιας)