10 Ιουνίου 1944 - Η ναζιστική κτηνωδία στο Δίστομο
2019-06-10 18:27:13Στις 10 Ιουνίου 1944 άντρες του 4ου Συντάγματος Αστυνομίας των SS μακέλεψαν το Δίστομο της Βοιωτίας, εφαρμόζοντας αντίποινα για την επίθεση που δέχτηκαν νωρίτερα από αντάρτες του ΕΛΑΣ λίγο πιο μακριά, ανάμεσα στο Δίστομο και το Στείρι.
Στη χρονική εκείνη περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα τα πολιτικοστρατιωτικά δεδομένα έδειχναν πως η κυριαρχία του Γ΄ Ράιχ τελείωνε:
Από τα τέλη Μαΐου βομβαρδίζονταν μεγάλες πόλεις της Γερμανίας.
Στις 4 Ιουνίου οι συμμαχικές δυνάμεις μπήκαν στη Ρώμη.
Στις 6 Ιουνίου με την απόβαση των Συμμάχων στις ακτές της Νορμανδίας δημιουργήθηκε το «δεύτερο μέτωπο», απέναντι στο «ανατολικό μέτωπο», στο οποίο ο Κόκκινος Στρατός ετοίμαζε την καλοκαιρινή επίθεση, που άρχισε στις 26 Ιουνίου.
Στο εσωτερικό της κατακτημένης Ελλάδας η Αντίσταση έδινε σχήμα στις δομές της πολιτικής εξουσίας του λαού από τον Απρίλιο:
Από τις 14 έως τις 27 Απριλίου διεξάχθηκαν στους Κορυσχάδες της Ευρυτανίας οι εργασίες του Εθνικού Συμβουλίου με 206 εκλεγμένους αντιπροσώπους οι οποίοι ξεκίνησαν από κάθε γωνιά της χώρας.
Στις 18 Απριλίου διαμορφώθηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ).
Στις 23 και τις 30 Απριλίου η ΠΕΕΑ οργάνωσε εκλογές στην Ελεύθερη Ελλάδα και σε πολλές κατεχόμενες περιοχές.
Στην Ελλάδα η αγριότητα των Γερμανών κορυφωνόταν όσο η θέση του Ράιχ γινόταν δυσχερέστερη στα πολεμικά μέτωπα και όσο η ελληνική Αντίσταση δυνάμωνε και κυριαρχούσε.
Οι δυνάμεις κατοχής από τον Απρίλιο του 1944 προχώρησαν σε αδυσώπητο πόλεμο με καταστροφές, αγριότητες, μπλόκα στις συνοικίες των μεγάλων πόλεων, εκτελέσεις φυλακισμένων και ομήρων, μαζικές συλλήψεις, μεταφορά συλληφθέντων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, μαζικές σφαγές, ολοκαυτώματα.
Οι ενέργειες αντιποίνων των Γερμανών στο κρίσιμο διάστημα, στην περιοχή περιμετρικά του Διστόμου, αφορούν τον Καρακόλιθο και το Κυριάκι στις 25 Απριλίου 1944, τη Δεσφίνα στις 7 Ιουνίου 1944, το Καλάμι στις 11 Ιουνίου 1944.
Το Σάββατο 10 Ιουνίου 1944 ήταν η σειρά του Διστόμου.
Η στρατιωτική εμπλοκή των δυνάμεων κατοχής με το Δίστομο ξεκίνησε πολύ νωρίς:
Τον Δεκέμβριο του 1941 μεμονωμένοι κλαρίτες από το Δίστομο έστησαν ενέδρα σε Ιταλούς στη θέση Της Παπαδιάς το Πηγάδι και οι Ιταλοί σε αντίποινα έκαψαν πέντε σπίτια στο Δίστομο στις 13 Δεκεμβρίου 1941.
Στις 9 Ιουλίου 1943 η μαχητική ομάδα του εφεδρικού ΕΛΑΣ Διστόμου – Στειρίου χτύπησε στην είσοδο του χωριού, στη θέση Μπαρώτσα, δώδεκα αυτοκίνητα με Ιταλούς που από τη Λιβαδειά κινούνταν προς το Δίστομο για λεηλασία.
Στις 18 Ιουλίου 1943 μια διμοιρία του 11ου λόχου μαζί με τη μαχητική ομάδα του εφεδρικού ΕΛΑΣ Διστόμου ανατίναξαν τη γέφυρα Στράγκα στη χαράδρα της Στενής και έστησαν ενέδρα σε φάλαγγα δέκα ιταλικών αυτοκινήτων.
Τον Σεπτέμβριο του 1943 στη μάχη της Σκλιβνίτσας στο όρος Ξεροβούνι, στα όρια Διστόμου – Δεσφίνας – Αράχοβας, όπου οι Γερμανοί κατατροπώθηκαν, η μαχητική ομάδα του εφεδρικού ΕΛΑΣ Διστόμου έστησε φυλάκια στον λόφο Κανάλες, ελέγχοντας τους δρόμους από Λιβαδειά και Αράχοβα.
Στις 20 Ιανουαρίου 1944 η μαχητική ομάδα του εφεδρικού ΕΛΑΣ, αποτελούμενη από 7 Διστομίτες και 2 Στειριώτες αγωνιστές, έστησε ενέδρα σε δύο γερμανικά αυτοκίνητα στη θέση ανάμεσα σε Κουτούπα και Ζεμενό.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1944 στη θέση Βερβά τμήματα του 11ου λόχου του ΕΛΑΣ έστησαν ενέδρα σε τρία γερμανικά αυτοκίνητα. Σε αντίποινα, οι Γερμανοί την επομένη συλλαμβάνουν τρεις Διστομίτες αγρότες.
Στις 2 Απριλίου 1944 οι ναζί εκτελούν στη διασταύρωση Διστόμου – Αράχοβας, για αντίποινα, δέκα πατριώτες που κρατούσαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Στις 4 Απριλίου 1944 οι Γερμανοί εκτελούν άλλους 12. Ο 11ος λόχος του ΕΛΑΣ μαζί με εφεδροελασίτες του Διστόμου συμπλέκονται με τους Γερμανούς κοντά στο μαντρί του Σταθά ή Τσατάλα, στη χαράδρα της Στενής.
Στις 23 Απριλίου 1944 ο 11ος λόχος του ΕΛΑΣ έστησε ενέδρα στη θέση Καρακόλιθος και χτύπησε γερμανικά αυτοκίνητα που κινούνταν από τη Λιβαδειά προς την Αράχοβα. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν δύο Γερμανοί λοχαγοί και αιχμαλωτίστηκαν δύο συνταγματάρχες, ένας ταγματάρχης και δύο λοχαγοί. Ο ΕΛΑΣ ειδοποίησε τη γερμανική διοίκηση Λιβαδειάς ότι θα αφήσει τους αιχμαλώτους εάν σε 48 ώρες απελευθερωθούν οι κρατούμενοι πατριώτες από τις φυλακές της Λιβαδειάς. Οι Γερμανοί εκτελούν 110 από τους φυλακισμένους στον τόπο της ενέδρας προτού λήξει η προθεσμία. Ανάμεσα στους εκτελεσμένους είναι και τέσσερις Διστομίτες. Το απόγευμα της ίδιας μέρας εκτελούν άλλους 24. Οι αντάρτες αμέσως εκτελούν τους αξιωματικούς, στη θέση Λούτσα του Ελικώνα.
Οι Γερμανοί σε αντίποινα καταστρέφουν την ίδια μέρα το χωριό Κυριάκι. Μετά τα γεγονότα στον Καρακόλιθο ο ΕΛΑΣ, φοβούμενος αντίποινα, τοποθέτησε τις μαχητικές ομάδες Δεσφίνας – Αντίκυρας – Διστόμου στο πέρασμα της Στενής, όπου παρέμειναν για δέκα ημέρες.
Αλλά και μετά τη σφαγή οι Διστομίτες δεν υπέστειλαν τη σημαία του αγώνα για την απελευθέρωση. Οταν την 1 Ιουλίου 1944 η V Ταξιαρχία και το 42ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ χτύπησαν τους Γερμανούς και απελευθερώθηκε η Αμφισσα, οι μαχητικές ομάδες Διστόμου – Στειρίου μαζί με το ΙΙΙ/34 τάγμα και τον 7ο λόχο του ΙΙ/34 Τάγματος έστησαν ενέδρα στη Στενή και υποχρέωσαν σε υποχώρηση τις γερμανικές δυνάμεις που από τη Λιβαδειά κινήθηκαν προς την Αμφισσα.
Τίποτε ωστόσο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αγριότητα των Γερμανών στις 10 Ιουνίου 1944 στο Δίστομο. Οπως επισημαίνει ο ιστορικός Πολυμέρης Βόγλης: «Τα αντίποινα σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού στη διάρκεια της Κατοχής δεν ήταν αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας κάποιων φανατισμένων αξιωματικών ή έκφραση οργής των κατοχικών στρατευμάτων για τις απώλειες που είχαν από τις επιθέσεις των ανταρτών. Τα αντίποινα είχαν συστηματικό χαρακτήρα, βασίζονταν σε ιδιαίτερη λογική και εξυπηρετούσαν συγκεκριμένους στόχους». Να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, να τον κάνουν να μη στηρίζει την Αντίσταση και, αν ήταν δυνατό, να τον στρέψουν εναντίον της.
Ετσι συναριθμούνται πάνω από 300 θηριωδίες στην Ελλάδα, τις περισσότερες από τις οποίες διέπραξε η Βέρμαχτ (τακτικός στρατός) και όχι η Γκεστάπο ή τα SS, καθώς και κάποιες οι σύμμαχοι των Γερμανών Βούλγαροι και Ιταλοί. Κάνδανος, Δράμα, Δοξάτο, Προσοτσάνη, Κομμένο, Καλάβρυτα, Χορτιάτης, Μουσιωτίτσα, Δίστομο είναι κάποια από τα «αδικοχαλασμένα» σημεία της πατρίδας μας. Κι ας μη λησμονούμε το Λίντιτσε της Τσεχίας (10/6/1942) και το Οραντούρ της Γαλλίας (10/6/1944), ταυτόχρονα με το Δίστομο!
Το χρονικό της σφαγής
Αν και το βασικό ντοκουμέντο αφήγησης του γεγονότος της σφαγής είναι εκείνο του Διστομίτη ιστορικού Τάκη Λάππα («Η σφαγή του Διστόμου – χρονικό», Αθήνα 1945), ας παρακολουθήσουμε την ιστόρησή της μέσα από τις αράδες του εμπιστευτικού εγγράφου που συνέταξε και απέστειλε στο υπουργείο Εσωτερικών ο κατοχικός νομάρχης Βοιωτίας Ιωάννης Γεωργόπουλος στις 13 Ιουνίου 1944.
Προλογικά γράφει:
«Από δύο ημερών διανύω τας δραματικωτέρας, τας πλέον μαρτυρικάς στιγμάς της ζωής μου. Τα συμβαίνοντα εις την περιφέρειάν μου τας δύο τραγικάς αυτάς ημέρας, αι οποίαι είναι ασφαλώς προάγγελοι επικειμένων προσεχώς τρομεράς εκτάσεως αιματηρών γεγονότων, υπερβαίνουν εις ωμότητα και αγριότητα και αυτήν την νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου και αυτούς τους Σικελικούς Εσπερινούς. Είναι απερίγραπτος και άνευ προηγουμένου η ενεργηθείσα σφαγή από μέρους των οργάνων των αρχών κατοχής κατά του αμάχου πληθυσμού της υπαίθρου κατά τας προλαβούσας αυτάς δύο ημέρας. […] Λυσσαλέα η αγριότης δεν εφείσθη ούτε των νηπίων τα οποία άταφα έτι, σφίγγονται σπασμωδικώς στοργικά εις τους αψύχους κόλπους των μητέρων […] Ολόκληρον χωρίον το Δίστομον κατεστράφη. Οχι διά πυρός. Αλλά δι’ αθρόας των κατοίκων παντός φύλου και ηλικίας εκτελέσεως».
Το πρωί, λοιπόν, της 10ης Ιουνίου 1944, στις 7.30 η ώρα, η γερμανική διοίκηση της Λιβαδειάς επίταξε δύο ιδιωτικά αυτοκίνητα φορτηγά, στις καρότσες των οποίων επιβιβάστηκαν δεκαοκτώ Γερμανοί στρατιώτες των ταγμάτων εφόδου SS με επικεφαλής τον βαθμοφόρο Τέο, φέροντες πολιτική ενδυμασία. Τα ρούχα είχαν αποσπαστεί από Ελληνες πατριώτες τους οποίους κρατούσαν οι Γερμανοί στις φυλακές της Λιβαδειάς. Τα φορτηγά οδηγούσαν οι Ελληνες οδηγοί Σπύρος Πελεκάνος και Λουκάς Ζάχος. Οι μεταμφιεσμένοι σε μαυραγορίτες Γερμανοί στρατιώτες έφεραν πλήρη οπλισμό αφημένο εμπρός στις θέσεις τους στις καρότσες, προκειμένου να μη φαίνεται. Τα φορτηγά έφυγαν δυτικά με κατεύθυνση προς Αράχοβα και Αμφισσα.
Μισή ώρα αργότερα ακολούθησαν πέντε αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες με πλήρη πολεμική εξάρτυση. Στα όρια του Διστόμου τα δύο φορτηγά συναντήθηκαν με γερμανική φάλαγγα αποτελούμενη από εξήντα αυτοκίνητα γεμάτα στρατό με οπλισμό μάχης. Ηταν ο 2ος λόχος (διοικητής του ο Φριτς Λάουτενμπαχ) του 1ου τάγματος (διοικητής του ο Κουρτ Ρίκερτ) του 7ου συντάγματος (διοικητής του ο Καρλ Σίμερς) θωρακισμένων γρεναδιέρων της 1ης μεραρχίας των SS με επικεφαλής τον λοχαγό Κέπφνερ.
Οι στρατιώτες των SS υπάγονταν τακτικώς στο 68ο σώμα στρατού, το οποίο διοικούσε ο στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι. Ανώτερος διοικητής της ομάδας εφόδου των SS ήταν ο Χάιντς Ζάμπελ. Εβαλαν στη μέση της φάλαγγας τα δύο φορτηγά και κινήθηκαν προς το χωριό. Στην αγροτική περιοχή πριν από το Δίστομο οι εποχούμενοι στρατιώτες άρχισαν να σκοτώνουν με πυροβολισμούς ό,τι ζωντανό κινούνταν: ανθρώπους ξωμάχους, άλογα και μουλάρια, γιδοπρόβατα, σκυλιά. Στην περιοχή Στενή και στα ισιώματα με τα αμπέλια και τα χωράφια συνέλαβαν δώδεκα Διστομίτες που θέριζαν και τους κράτησαν ομήρους. Τους ανέβασαν δεμένους στα φορτηγά και κινήθηκαν να μπούνε στο χωριό.
Την ίδια τακτική, της εκτέλεσης ξωμάχων, ακολούθησαν και οι υπόλοιποι Γερμανοί που κινούνταν με τα πέντε αυτοκίνητα από τη Λιβαδειά. Σκότωσαν πέντε άντρες Διστομίτες και μια δεκαπεντάχρονη τσοπανοπούλα.
Φτάνοντας τα δύο φορτηγά στο Δίστομο στις 10 η ώρα συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον των κατοίκων, πόσο μάλλον που η παρουσία των ομήρων συγχωριανών τους δημιούργησε ανησυχία και φόβο. Ο πρόεδρος του χωριού Χαράλαμπος Κίνιας και ο ιερέας Σωτήρης Ζήσης απάντησαν αρνητικά στην ερώτηση του επικεφαλής εάν πέρασαν αντάρτες από το Δίστομο. Οι Γερμανοί έκαναν ότι το πίστεψαν. Αφού έφαγαν και ήπιαν ό,τι ζήτησαν και έλαβαν από τους κατοίκους, έδειραν μερικούς και τοποθέτησαν φυλάκια περιμετρικά του χωριού στους γύρω λόφους.
Στις 12.30 το μεσημέρι τα δύο φορτηγά με τους μεταμφιεσμένους στρατιώτες κινήθηκαν προς το χωριό Στείρι, στην κατεύθυνση της Μονής Οσίου Λουκά. Στη θέση Αγία Ειρήνη, 3 χλμ. από το Δίστομο, δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση των ανταρτών του 11ου λόχου του 3ου τάγματος του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Επικεφαλής των ανταρτών ήταν ο υπολοχαγός Χριστόφορος Γερακοβούνης και ο Παντελής Πανταζόγλου (καπετάν Λευθέρης). Ο αιφνιδιασμός υπήρξε τέλειος. Η μάχη κράτησε μέχρι τις 2 η ώρα το μεσημέρι.
Οι περισσότεροι Γερμανοί έπεσαν νεκροί πάνω στις καρότσες των αυτοκινήτων και όσοι πρόλαβαν να κατέβουν και να επιχειρήσουν να λάβουν θέσεις μάχης είχαν την ίδια τύχη. Διασώθηκαν ένας Γερμανός στρατιώτης και ο ένας Ελληνας οδηγός φορτηγού. Η γερμανική φάλαγγα με τους δώδεκα ομήρους που ακολουθούσε περιμάζεψε νεκρούς και τραυματίες, τους προώθησε προς τη Λιβαδειά και στις 4 η ώρα ξαναμπήκε στο Δίστομο. Αποβίβασαν τους ομήρους, τους έστησαν στον τοίχο του σχολείου και τους εκτέλεσαν. Ξεκίνησαν δέρνοντας, βασανίζοντας άγρια, εξορύσσοντας οφθαλμούς και σκοτώνοντας. Στη συνέχεια διέταξαν τους κατοίκους να κλειστούν στα σπίτια τους και να περιμένουν.
«Δεν ήτο δυνατόν να φαντασθούν ότι αναμένοντες θα εδέχοντο την φρικτήν επίσκεψιν του θανάτου. Αλλ’ αυτός ήλθε ταχύς, άσπλαχνος, αδυσώπητος. Ο σαδισμός είναι χαρακτηρισμός κενός, αν μη αστείος διά την περίπτωσιν» γράφει ο κατοχικός νομάρχης στην έκθεσή του.
Κάποιοι –λίγοι– Διστομίτες, διαισθανόμενοι ίσως αυτό που θα ακολουθούσε, πήραν τον δρόμο προς τη δυτική έξοδο του χωριού, που οδηγεί στη θάλασσα του Κορινθιακού (στη σημερινή Παραλία Διστόμου, όπου βρίσκεται η εργατούπολη Ασπρα Σπίτια), όπου δεν είχε τοποθετηθεί γερμανικό φυλάκιο. Αυτό τον δρόμο πήραν τη νύχτα μετά τη σφαγή και όσοι επέζησαν, προκειμένου να κρυφτούν για καιρό σε σπηλιές, στην περιοχή του Αγίου Μάμα, φοβούμενοι εκ νέου επιδρομή των SS.
Σκηνές απερίγραπτης φρίκης
Ξεκινά η ανελέητη σφαγή. Σκοτώνουν όποιον συναντούν. Μπαίνουν στα σπίτια και ξεκληρίζουν οικογένειες. Βιάζουν, αποκόβουν μαστούς. Λογχίζουν εγκύους. Στραγγαλίζουν αχρόνιαστα βρέφη ποδοπατώντας τα κάτω από τη ναζιστική μπότα. Πυρπολούν σπίτια. Τρυπούν κρασοβάρελα και χύνουν τη σοδειά.
Ανατρέχω, ακόμη μια φορά, στην έκθεση του νομάρχου:
«Ομάδες στρατιωτών εισήρχοντο εις τα σπίτια και εξετέλουν με αταραξίαν άνευ οίκτου ασυγκίνητα, ανάλγητα τους ενοίκους των. Δεν εφείσθησαν ουδενός. Ο πατήρ πρώτος, η σύζυγος κατόπιν και ηκολούθουν τα τέκνα οιασδήποτε ηλικίας. Βρέφη δύο, πέντε και επτά μηνών εκρεουργούντο δι’ αποκοπής της καρωτίδος. Αλλα καθ’ ην στιγμήν εθηλάζοντο.
Ανευρέθη βρέφος φέρον εις το στόμα του τον αποκεκομμένον μαστόν της μητρός του, με τραύμα εις το κέντρο του άνω μέρους της κεφαλής του και με έτερον εις το λαιμόν. Το παιδί τού εκτελεσθέντος ειρηνοδίκου Κριτσιώπη και της βιασθείσης και σφαγιασθείσης συζύγου του, ευρέθη πληγωμένον την επομένην της φοβεράς σφαγής παρά το πτώμα του πατρός του το οποίον δεν ήθελε ν’ αποχωρισθή.
Αλλο παιδί επίσης τραυματισμένον ευρεύθη οδυρόμενον επί των πτωμάτων του πατρός του δασονόμου Κουρούμπαλη και της μητρός του. Τα έντερα τεσσάρων άλλων χωρικών ευρέθησαν περιτυλιγμένα πέριξ του λαιμού των. Ο ιερεύς του χωρίου ευρέθη ακέφαλος. Η εις μικράν από του πτώματος απόστασιν ευρεθείσα κεφαλή του είχε τους οφθαλμούς εξωρυγμένους. Η οικία του ειρηνοδίκου πλέει εις το αίμα. Διότι εις αυτήν είχον καταφύγει πολλοί χωρικοί αγρίως σφαγιασθέντες».
Στον κατάλογο των νεκρών μετράμε τριάντα ένα άτομα του ευρύτερου σογιού της οικογένειας Σφουντούρη.
Τα εκτελεσμένα ανήλικα μέχρι και τεσσάρων ετών είναι τα ακόλουθα: Κωνσταντίνα Δημάκα 6 μηνών, αβάφτιστο Ζάκκα 2 μηνών, Ζωίτσα Σταθά 7 μηνών, αβάφτιστο Μπάρλου 5 μηνών, Ανεστία Γαμβρίλη 1 έτους, Μαργαρίτα Ζήση 1 έτους, Δημήτρης Λιάσκος 1 έτους, Γιάννης Λούκας 2 ετών, Λουκάς Γρίβας 2 ετών, Νικόλας Σφουντούρης 2 ετών, Ελένη Μπασδέκη 3 ετών, Μαρία Νικολάου 3 ετών, Χρήστος Σεχρεμέλης 3 ετών, Γιάννης Σταθάς 3 ετών, Οθωνας Τσάμης 3 ετών, Τασούλα Μπάρλου 4 ετών, Παναγιωτίτσα Σταύρου 4 ετών, Αργύρης Σφουντούρης 4 ετών, Σοφία Μπαμπανοπούλου 4 ετών, Βασιλική Γαμβρίλη 4 ετών.
Φοβούμενοι οι Γερμανοί επίθεση των ανταρτών από τον Ελικώνα καθώς έπεφτε η νύχτα, έφυγαν άρον άρον για τη Λιβαδειά.
Νέα φάλαγγα την επομένη κινήθηκε προς το Δίστομο, εκτελώντας όποιον συναντούσε.
Στις 24 Ιουνίου 1944 οι Γερμανοί επανήλθαν και έκαψαν τα σπίτια και τις θημωνιές στα αλώνια του Στειρίου, χωρίς ανθρώπινες απώλειες αφού οι κάτοικοί του είχαν προλάβει να κρυφτούν σε γειτονικές δύσβατες περιοχές του χωριού.
Ο νομάρχης Γεωργόπουλος καταλήγει στην έκθεσή του προς το υπουργείο Εσωτερικών:
«Διά την τραγωδίαν του Διστόμου διεμαρτυρήθην εντονώτατα κατ’ επανάληψιν εις τον εδώ Διοικητήν των Σωμάτων Εφόδου. Του αφηγήθην τους βανδαλισμούς και τας ωμότητας των στρατευμάτων του και του διεζωγράφισα την αλγεινήν απήχησιν που έσχον εις τον λαόν αι διαπραχθείσαι βαναυσότητες και θηριωδίαι. Εν αρχή ο κ. Διοικητής εψιθύρισε λέξεις τινάς εκφράζουσας την αμφιβολίαν του εις την αφήγησίν μου. Αλλά τότε τον προεκάλεσα να δεχθή να διαπιστώσει αυτοπροσώπως μετ’ εμού τα ιστορούμενα. Ηρκεσεν αυτό διά να ψελλίσει ακατανοήτους λέξεις, να ερυθριάση κατ’ επανάληψιν και να κύψη την κεφαλήν».
Δέκα ημέρες μετά τη σφαγή έφτασε στο Δίστομο αποστολή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Η Ελλη Αδοσίδου στην επίσημη αναφορά της προς την υπηρεσία γράφει για παιδιά που τα αποκεφάλισαν ή συνέτριψαν το κεφάλι τους με την μπότα τους, για ομαδικούς κατ’ επανάληψη βιασμούς ανήλικων κοριτσιών μπροστά στα μάτια των γονιών τους, για ξεκοίλιασμα εγκύων και πνίξιμο των εμβρύων με τα εντόσθιά τους, έως και για αργό και βασανιστικό γδάρσιμο ενός πεντάχρονου παιδιού.
Η σφαγή διήρκεσε περίπου μιάμιση ώρα, γιατί οι Γερμανοί έπρεπε να επιστρέψουν στη βάση τους προτού τους προλάβει η νύχτα.
Την αποκάλυψη των πραγματικών περιστατικών της σφαγής οφείλουμε στους ίδιους τους Γερμανούς, αφού την αποστολή των SS συνόδευε, προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες για δραστηριοποίηση των ανταρτών στην περιοχή, ο μυστικός αστυνομικός Γκέοργκ Κοχ, ο οποίος συνέταξε αναφορά προς τη διοίκηση στην Αθήνα, περιγράφοντας λεπτομερώς την έρευνα του χωριού από την ομάδα του Λάουτενμπαχ, κατόπιν την επίθεση των ανταρτών στον δρόμο για το χωριό Στείρι και τελικά τη δολοφονία «όλων των παρόντων στο Δίστομο». Με την αναφορά του ο Κοχ αντέκρουε ψευδή αναφορά του Λάουτενμπαχ που ανέφερε ότι οι άντρες του δέχτηκαν επίθεση «με όλμους, αυτόματα όπλα και τουφέκια από τη μεριά του Διστόμου». Ο Κοχ ανέφερε επίσης ότι μόνο αφού το τάγμα είχε αποτελεσματικά απωθήσει τους «αντάρτες» έκανε μεταβολή προς το Δίστομο για να διεκπεραιώσει τη σφαγή.
Η τύχη των υπευθύνων της σφαγής
Ο Φριτς Λάουτενμπαχ σκοτώθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1944 στο Ανατολικό Μέτωπο, κατά την υποχώρηση των Γερμανών στην Ουγγαρία.
Ο Κουρτ Ρίκερτ απαλλάχτηκε από γερμανικό δικαστήριο μεταπολεμικά, λόγω παραγραφής. Ο Καρλ Σίμερς σκοτώθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1944 στη βόρεια Ελλάδα από νάρκη, κατά την υποχώρηση των Γερμανών.
Ο στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι καταδικάστηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης σε φυλάκιση 15 χρόνων, όμως ο Αμερικανός ύπατος επίτροπος για τη Γερμανία Τζον ΜακΚλόι μείωσε την ποινή σε δέκα χρόνια το 1951 και ο Φέλμι αποφυλακίστηκε την ίδια χρονιά, όπως και οι πιο πολλοί στρατηγοί της χιτλερικής στρατιάς.
Ο Χάιντς Ζάμπελ συνελήφθηκε από τους Γάλλους στη Γερμανία και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Παρέμεινε στις φυλακές Αβέρωφ έως το 1953. Η κυβέρνηση της τότε Δυτικής Γερμανίας άσκησε έντονες πιέσεις για την αποφυλάκισή του και ο γερμανικός Τύπος της εποχής τον χαρακτήριζε «τελευταίο Γερμανό αιχμάλωτο πολέμου στην Ελλάδα». Η Ελλάδα τον άφησε ελεύθερο έπειτα από διαβεβαιώσεις ότι η δικαστική διαδικασία θα συνεχιζόταν στη Γερμανία.
Απαλλάχτηκε από την πρώτη «έρευνα» (1953-54) γιατί ο Γερμανός δικαστής έκρινε ότι η συμμετοχή του στη σφαγή στο Δίστομο και το Καλάμι δεν αποδείχτηκε. Μια δεύτερη έρευνα έγινε το 1969, αλλά η εισαγγελία του Μονάχου αποφάνθηκε ότι τα εγκλήματά του είχαν παραγραφεί ήδη από το 1964.
Ο διεθνής αντίκτυπος
Η πρωτοφανής θηριωδία έγινε αμέσως γνωστή στο εξωτερικό μέσω του BBC και προκάλεσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης.
Σημαντικό ρόλο στο να γίνει γνωστό το αποτρόπαιο γεγονός της σφαγής του Διστόμου στο εξωτερικό διαδραμάτισε η εμβληματική φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα (απεβίωσε το 2009, σε ηλικία 84 ετών), της γυναίκας του Διστόμου με τον πόνο και τον αινιγματικό λυγμό στο βλέμμα και στα χείλη, η οποία δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό «Life» (Vol. 17, No 22, November, 27 1944). Η φωτογράφηση έγινε από τον Ντμίτρι Κέσελ, ο οποίος ήταν ανταποκριτής του περιοδικού στην Ελλάδα.
Λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1946, μια νεοσύστατη κοινότητα, κατοικούμενη από παλαιούς πολεμιστές, στην περιφέρεια του Ατλάντικ Σίτι θα λάβει την ονομασία του μαρτυρικού Διστόμου. Στην τελετή της ονοματοδοσίας μίλησε ο Τσαρλς Σάβατζ, μέλος του Κογκρέσου.
Στα μεταπολεμικά χρόνια ο προσωπικός αγώνας του επιζήσαντος της σφαγής, αστροφυσικού Αργύρη Σφουντούρη (έμεινε πεντάρφανος στα τέσσερά του χρόνια) με την προσφυγή του στα γερμανικά δικαστήρια, με την οποία απαίτησε αποζημίωση για την εκτέλεση των μελών της οικογενείας του, και στη συνέχεια η ομαδική προσφυγή, με τη συνδρομή του δικηγόρου Θηβών Γιάννη Σταμούλη, των επιζώντων και των οικείων τους, προκειμένου διά της νομικής οδού να απαιτήσουν αποζημιώσεις, διεθνοποίησαν το γεγονός της σφαγής. Καταγράφηκε και προβλήθηκε στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου, από τους «Times» της Νέας Υόρκης και τον «Observer» μέχρι τη «Monde» και τη «Shanghai Star».
Επίσης, το γεγονός της σφαγής βγήκε από τα όρια του Διστόμου με τη δημιουργία της κινηματογραφικής ταινίας του Στέφαν Χάουπτ «Eνα τραγούδι για τον Αργύρη».
Επιλογίζοντας
218 κάτοικοι (114 γυναίκες και 104 άντρες) εκτελέστηκαν απάνθρωπα. Μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγονταν 45 παιδιά και έφηβοι και 20 βρέφη.
Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ, το ολοκαύτωμα του Διστόμου υπήρξε μία από τις χειρότερες ωμότητες ολόκληρου του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ πολλοί επιφανείς μελετητές διατυπώνουν την άποψη ότι πρόκειται για το πλέον φρικιαστικό έγκλημα που διέπραξαν οι κατοχικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο.
Ο συνολικός αριθμός των νεκρών του Διστόμου είναι κατά πολύ μικρότερος εκείνου των Καλαβρύτων ή άλλων μαρτυρικών σημείων της Ελλάδας. Ωστόσο εκείνο που κάνει τη σφαγή στο Δίστομο μοναδική είναι –αν θα μπορούσε κανείς να σταθεί σε «μοναδικότητες»– η σφαγή των νηπίων. Δολοφονήθηκαν βρέφη αβάπτιστα αλλά και έμβρυα όχι ως αποτέλεσμα θανάτου της εγκύου μητέρας τους μα με κατευθείαν χτυπήματα με τις ξιφολόγχες στις κοιλιές των μητέρων τους και σε κάποιες περιπτώσεις με βίαιη εξαγωγή των νεκρών εμβρύων από τους κτηνώδεις σφαγείς τους.
Από το μέγεθος του μαρτυρίου του Διστόμου είδαμε το φάσμα του κτήνους στα πρόσωπα των ναζιστών. Η σφαγή του Διστόμου έδειξε σε τι έσχατη θηριωδία οδηγούν τον άνθρωπο ο φασισμός και ο πόλεμος. Τα χνάρια από το αίμα των αθώων θυμάτων δείχνουν το πέρασμα της βαρβαρότητας. Το Δίστομο μένει στην Ιστορία για να θυμίζει τη φασιστική αγριότητα και να σηματοδοτεί το μέγεθος της χρεοκοπίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού στον 20ό αιώνα. * Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης είναι ποιητής, διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Εμβόλιμον»