Κλινικά χαρακτηρίζεται από επώδυνη διόγκωση της οπίσθιας επιφάνειας του γόνατος και της κνήμης που προοδευτικά αυξάνει
Η
κύστη Baker χαρακτηρίζεται από διόγκωση ενός θυλάκου που βρίσκεται μεταξύ δύο μυών στην οπίσθια επιφάνεια της κνήμης ο οποίος επικοινωνεί με την άρθρωση του
γόνατος.
Με την αύξηση της ηλικίας, το τοίχωμα του θυλάκου εξασθενεί και σε περίπτωση που συγκεντρωθεί σ’ αυτόν σημαντική ποσότητα υγρού υπάρχει πιθανότητα ρήξης του και εξόδου του υγρού μεταξύ των μυών του οπίσθιου τμήματος της κνήμης.
Κλινικά χαρακτηρίζεται από επώδυνη διόγκωση της οπίσθιας επιφάνειας του γόνατος και της κνήμης που προοδευτικά αυξάνει. Η διόγκωση αυτή δυσκολεύει σημαντικά τη βάδιση και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε συμπίεση του εν τω βάθει φλεβικού δικτύου (θρομβοφλεβίτιδα).
Ρήξη πιθανόν μπορεί να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια δραστηριοτήτων (π.χ. έντονη κάμψη των γονάτων, βάρος κ.α..) Κατά την ψηλάφηση, παρατηρείται επίσης η επώδυνη αυτή διόγκωση και αύξηση της θερμοκρασίας τοπικά. Σε περίπτωση υμενίτιδας της άρθρωσης του γόνατος ή αιμάρθρου σ’ αυτό επηρεάζεται σημαντικά και η κινητικότητα της άρθρωσης.
Θεραπευτικά απαιτείται παρακέντηση της κύστεως μαζί με έγχυση κορτικοστεροειδούς, το οποίο μπορεί να επαναληφθεί αν χρειαστεί. Σε περίπτωση υμενίτιδας του γόνατος απαιτείται για αρχή συντηρητική θεραπεία με σκοπό την εξάλειψη των συμπτωμάτων και την επιστροφή του ατόμου στις δραστηριότητες καθημερινής ζωής.
Σύμφωνα με συστηματικές ανασκοπήσεις οι ειδικές τεχνικές κινητοποίησης των αρθρώσεων – manual therapy techniques έχει βρεθεί ότι συμβάλλουν στη βελτίωση της τροχιάς κίνησης της άρθρωσης, μειώνουν/εξαλείφουν τον πόνο, βελτιώνουν τη μυϊκή λειτουργικότητα, συμβάλλουν στην ιδιοδεκτικότητα και ποιότητα κίνησης της άρθρωσης.
Οι αλλαγές αυτές φαίνεται ότι επιδρούν στη μηχανική συμπεριφορά της άρθρωσης και των περιαρθρικών στοιχείων, μειώνοντας την ενδοαρθρική πίεση με σκοπό την ομαλή κίνηση και κατ’ επέκταση τη μείωση του πόνου. Η κατάλληλη «δόση» ανώδυνης κινητοποίησης ενεργοποιεί νευροφυσιολογικές οδούς σε επίπεδο νωτιαίου μυελού και εγκεφάλου, με αποτέλεσμα την άμεση αναλγησία και κατ’ επέκταση την αποκατάσταση της κινητικότητας της άρθρωσης.
Η διαχείριση της φυσικής θεραπείας θα πρέπει να επικεντρώνεται και στη θεραπευτική άσκηση. Ασκήσεις κινητικότητας με υποβοήθηση στα αρχικά στάδια, ασκήσεις ενδυνάμωσης των μυών περιαρθρικά συμβάλλουν στην εξάλειψη των συμπτωμάτων εξίσου.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι παρόλο που το πλήρες εύρος κίνησης δεν μπορεί να ανακτηθεί γρήγορα, η συμμόρφωση, η ψυχολογική υποστήριξη, η υιοθέτηση οδηγιών ποιότητας ζωής καθώς η καθημερινή άσκηση είναι κρίσιμη για την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Ωστόσο, σε ιδιαίτερες επίμονες περιπτώσεις, θα απαιτηθεί χειρουργική παρέμβαση.