Το θύμα, η 40χρονη Ενκελέιντα, μητέρα δύο παιδιών, την ώρα που πήγαινε στη δουλειά της, δέχτηκε αλλεπάλληλες μαχαιριές από τον 51χρονο ο οποίος της είχε στήσει καρτέρι κοντά στο σπίτι της. Ο κατηγορούμενος άφησε το μαχαίρι καρφωμένο πάνω στο άψυχο σώμα της γυναίκας και έσπευσε να εξαφανιστεί για να συλληφθεί λίγες ώρες αργότερα σε μια οικοδομή .
Κανένα ελαφρυντικό
Το Δικαστήριο δεν του αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό ενώ την ενοχή του κατηγορούμενου ζήτησε και η εισαγγελέας της έδρας.
«Παντρεύτηκαν όταν η θανούσα ήταν πολύ νέα και ο κατηγορούμενος άρχισε να δείχνει κτητική συμπεριφορά απέναντι της, να την υποβάλει σε χειροδικίες, ήταν επιθετικός» ανέφερε και πρόσθεσε «ως προς τον καταλογισμό, είχε γίνει ανθεκτικός στο αλκοόλ και δεν τον επηρέασε σε βαθμό να μην έχει καταλογισμό…Το τελευταίο διάστημα πριν το φονικό ο κατηγορούμενος είχε δει τις φωτογραφίες της παθουσας στο ίντερνετ με άλλο άνδρα. Αυτό τον έκανε να πάρει την απόφαση σε πλήρη διαύγεια να τη σκοτώσει. Έτσι έστησε ενέδρα εξω από το σπίτι της οικογένειας όταν η παθουσα έβγαινε για δουλειά. Μετά από σύντομη συνομιλία, έβγαλε ένα μαχαίρι και της κατάφερε πολλαπλά χτυπήματα στον τράχηλο, στην κοιλιά και στα πόδια. Αυτή ήταν η αιτία θανάτου. Ο κατηγορούμενος αν και σήμερα λέει ότι δεν κατάλαβε πως έφτασε σε αυτό το αποτέλεσμα, δεν πρέπει να γίνει πιστευτός. Δεν υπήρξε επηρεασμός από το αλκοόλ ή αιφνίδια υπερδιέγερση συναισθήματος” ανέφερε η εισαγγελική λειτουργός.
«Την αγαπούσα…»
Στην απολογία του, ο κατηγορούμενος δήλωσε μετανιωμένος.
«Την αγαπούσα πάρα πολύ. Είχαμε καβγάδες ναι, δεν μπορώ να πω γιατί, ίσως γιατί έπινα καμία φορά και μπορεί να ένιωθε μόνη της. Δεν τη χτυπούσα, αυτή πάντα ήθελε να φύγει και εγώ την κρατούσα από το χέρι. Βρισιδια ναι…» υποστήριξε.
«Μου είπε να χωρίσουμε, εγώ δεν ήθελα. Έλεγε ότι πίνω, οκ έπινα. Δεν έχανα τον έλεγχο τελείως…Πήγαινα στο σπίτι , έπλενα τα ρούχα στο πλυντήριο αλλά σιγά σιγά ήθελε να φύγω. Εγώ ήθελα πάντα να μένω μαζί τους. Δεν ήθελε να με χωρίσει πιστεύω, ήθελε για λίγο να φύγω… Δεν ζήλεψα καθόλου, ήθελε να φύγει ας πάει με όποιον θέλει. Αλλά όχι να έχει το παιδί μου. Να κοιμάται στο στρώμα μου, να πηγαίνει με το αυτοκίνητο που αγοράσαμε μαζί…»
Αναφερόμενος στην ημέρα της δολοφονίας του είπε πως: «Είχα πιει. Πήγα εκεί που ήξερα περίπου το ώρα φεύγει για δουλειά. Πήγα εκεί να του πω να μείνει μακριά από τα παισια μου. Αυτή να φεύγει για δουλειά και αυτός να μένει με τα παιδιά μου. Το μαχαίρι το πήρα για προστασία γιατί ήξερα τι άνθρωπος είναι αυτός. Σε καμία περίπτωση δεν πήγα να τη σκοτώσω.
Της είπα πεστου να κατέβουμε να μιλήσουμε. Και αυτή αρνήθηκε. Εκεί θόλωσα, δεν ήξερα τι να κάνω. Ο νους μου δεν το σηκώνει αυτό το πράγμα που έχω κανει. Να φτάσω στο σημείο να σκοτώσω, δεν είμαι εγώ αυτός. Δεν το χωράει ο Θεός.
Πρόεδρος: Έβαλε τα χέρια της μπροστά να προστατεύει και συνεχισατε
Κατηγορούμενος: Δεν θυμάμαι. Πώς σκότωσα εγώ τη γυναίκα μου; Μετά από δύο μέρες το κατάλαβα τι έκανα. Ήμουν θολωμενος. Πήγα στο ξενοδοχείο… Πήγα στην οικοδομή… Δεν είχα καταλάβει τίποτα, δεν ένιωθα, δεν είχα καταλάβει τι έχω κάνει…
Εγώ έχω πεθάνει σαν άνθρωπος. Δεν διορθώνεται αυτό με τίποτα. Ένα μεγάλο συγνώμη σε όλους. Τι άλλο να πω, εγώ δεν πιστεύω ότι έχω κάνει αυτό το πράγμα να σκοτώσω τη γυναίκα μου… Πώς έγινε αυτό το πράγμα πως μπήκε ο διάολος μέσα στο σπίτι μας…”
Στο δικαστήριο κατέθεσε και η κόρη του ζευγαριού.
«Πάντα είχαμε προβλήματα στο σπίτι, ο πατέρας μου ήταν βίαιος, την ξυλοκοπούσε συνέχεια. Ήμουν το παιδί που ήξεραν στο σχολείο ότι ο μπαμπάς του χτυπούσε τη μαμά του. Τη ζήλευε. Πάντα την ξυλοκοπούσε. …Όταν θα χώριζαν, δεν το είχε αποδεχθεί. Μας έφερνε να πλένουμε τα ρούχα του, έλεγε ότι είμαστε αναγκασμένοι να τον βοηθήσουμε, δεν είχε δεχτεί ότι δεν μπορεί να έρχεται πια στο σπίτι….Τη μέρα εκείνη ήμουν στο σπίτι, χτύπησε το κουδούνι, ήταν μια δημοσιογράφος και ρωτούσε αν είδα τι έγινε. Εγώ δεν ήξερα για τι πράγμα μιλάει. Μου λέει “δολοφονήθηκε μια γυναίκα κάτω από το σπίτι”. Πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου, δεν το σήκωσε και τότε αγχώθηκα πολύ, γιατί πάντα απαντούσε αμέσως. Κατέβηκα κάτω, κανείς δεν μου έλεγε τίποτα… Μόλις κατάλαβα ότι ήταν η μαμά μου, είπα κατευθείαν στους αστυνομικούς ότι τη σκότωσε αυτός».