Μία ανάσα απ` τη Σκιάθο | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2025-10-02 08:17:04
Φωτογραφία Νίκος Μπαντίδος
Χάραξε ήδη. Η Σκιάθος διαγράφεται από μακριά σαν άσπιλη κόρη που ακόμα κοιμάται, πράγμα αδύνατο εν έτει 202…
Ευδία. Ασύλληπτο το εωθινό στην ήρεμη θάλασσα. Το γυαλί της κοσμούν διάσπαρτοι γλάροι ως κλειστά νούφαρα. Μια ασάλευτη βάρκα νανουρίζεται μεσοπέλαγα. Το πλοίο γλιστρά αθόρυβα σαν μαχαίρι που κόβει το βούτυρο. Όλο και σιμώνουμε το άνθος του γιαλού που από εδώ μοιάζει με όνειρο στο κύμα.
Πλέουμε γεμάτοι προσδοκίες προς το νησί με τα ρόδινα ακρογιάλια κι ετούτο ελπίζουμε πως θα μας ανταμείψει όσο κι η ποίηση. Τουλάχιστον αυτή η Σκιάθος εν χειμερία, πρέπει να κουβαλά ακόμα κάτι αυθεντικό, κάτι αισθαντικό, κάτι απ’ την απαράμιλλη μαγεία του μεγάλου της τέκνου και υμνητή της.
Ο ήλιος έπεσε αργά κι ίσως γι’ αυτό καθυστερεί ν` ανατείλει. Ο ουρανός γεμάτος με ετοιμόγεννα σύννεφα. Προσμένοντας άπληστα τη βροχή η θάλασσα πήχτωσε. Στο ασημένιο γυαλί της τρεμοπαίζουν παράλληλες γραμμές εκκολαπτόμενων κυμάτων, αποθαρρυμένων ωστόσο απ’ τον αδύναμο κι ανεπαίσθητο φλοίσβο. Σε μια έκταση αριστερά το νερό μελανιάζει δανειζόμενο το χρώμα του μουντοσύννεφου που κρέμεται πάνω του. Βραχάκια αναδύονται απ’ τη θάλασσα να δουν της μέρας το ξύπνημα. Τα ερημονήσια (το νησάκι της Ουρανίτσας;) καρσί αιωρούνται αμέριμνα μες το γαλάζιο. Πίσω τους σταθερά η γραμμή του ορίζοντα στεφανωμένη από αχνούς όγκους βουνών τυλιγμένους με ολόλευκα πέπλα. Μια καλλικαντζούνα στο πλάι μας, παίρνει βαθιές ανάσες στην επιφάνεια κι ύστερα καταδύεται στο νερό αναζητώντας γαρίδες κι ό,τι άλλο συνιστά την τροφή της. Δυο δελφίνια ανοιχτά ερωτοτροπούν στον αφρό των κυμάτων του πλοίου.
Σε λίγο μπαίνουμε στο άδειο λιμάνι. Να οι Πλάκες βαρδιάνοι που ισιάζουν τα μαλλιά τους καθρεφτιζόμενες στου γιαλού το εύθραυστο κρύσταλλο. Αγουροξυπνημένος ψαράς έλυσε τον κάβο απ’ τον πανάρχαιο μώλο κι η βάρκα του χαράσσει τώρα εφήμερες γραμμές στο χυλό της θάλασσας.
Να η χελονοειδής χερσόνησος Μπούρτζι, να το μικρὸν φαιοπρασινίζον νησίδιον Δασκαλειό. Ρίχνουμε άγκυρα. Γλάροι σηκώνονται απότομα απ’ την ατάραχη υδάτινη επιφάνεια καθώς τρομάζουν απ’ της αλυσίδας το στρίγκλισμα . Χοντρές στάλες βροχής άρχισαν να βυθίζονται φιλήδονα στο νερό κι ο παφλασμός τους συνθέτει συμφωνική φυσική μελωδία. Ο ήλιος έστειλε προσχηματικά μια τελευταία ράθυμη αχτίνα να τρυπήσει τα σύννεφα, μα εκείνη γύρισε άπρακτη. Έτσι κι αυτός άλλαξε πλευρό και ξανακοιμήθηκε την ώρα που εμείς πιάνουμε ντόκο.
Ραγδαία βροχή . Άριστος οιωνός: μας υποδέχονται κύκνοι! Το τραγούδι των σταγόνων χαϊδεύει τ` αυτιά μας καθώς αποβιβαζόμαστε. Χαιρόμαστε τη βροχή όπως τη χαίρεται η γη, η κοινή μας μάνα! Κάθε πόρος του κορμιού της ανοίγει διάπλατα να δροσιστεί, να τη γευτεί, να τη νοιώσει. Τη δέχεται στα σπλάχνα της με ευδαιμονία κι ευγνωμοσύνη. Μαλάζει η γη στο άγγιγμά της βροχής κι είναι έτοιμη να καρπίσει, να μας χαρίσει προσεχώς ακόμα μιαν άνοιξη. Πόσο παρήγορο το γλυκό μουρμουρητό με τα δάκρυα του Θεού. Υπέροχη η μυρωδιά απ’ το μουσκεμένο χώμα. Σε γυρνάει πίσω, στα πρώτα ανέμελα, χαρούμενα χρόνια.
Ετούτη η ακόρεστη πείνα των αισθήσεων μας έφερε από την άλλη άκρη του κόσμου στη Σκιάθο ως επισκέπτες- προσκυνητές του τόπου που ενέπνευσε τον μέγιστο των Ελλήνων ποιητών, τον ταπεινότερο των ανθρώπων. Ήρθαμε απλά για να περπατήσουμε ολόγυρα στη λίμνη, όπως Εκείνος. Θα βρούμε άραγε ίτσια;