SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

Ωσαν θύμησες Παπαδιαμάντη στην Αλόννησο | Γράφει ο Κυριάκος Αθανασίου (*)

2025-08-14 13:13:43
Ωσαν θύμησες Παπαδιαμάντη στην Αλόννησο | Γράφει ο Κυριάκος Αθανασίου (*)

Στο διήγημά του «Οι Μάγισσες» ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης περιγράφει την παρακάτω σκηνή: τρεις γυναίκες—χαρακτηριζόμενες ως μάγισσες—εμφανίζονται γυμνές μέσα σε ερείπιο, όπου τελούν κάποια τελετουργικά κατά τη διάρκεια της νύχτας, επικαλούμενες τη Σελήνη. Η περιγραφή περιλαμβάνει τη χρήση “μαγικών” και επιθυμίες όπως γέννηση γιου, εκδίκηση ή έρωτα, όλα υπό το φεγγαρόφως. Η αφήγηση εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια εκδρομής στο χωριό όπου πέθανε η “Μυρμήγκαινα”, μία από τις τρεις μάγισσες. Ο γερο-Παρθένης (ή παπα-Γιακουμής) βλέπει με κατάπληξη τις τρεις γυναίκες γυμνές να τελούν μάγια σε ένα ερείπιο, υπό το φως της Σελήνης.

Το διήγημα αυτό του Παπαδιαμάντη το διάβασα στις αρχές του ΄2000. Η διήγηση, βέβαια του Παπαδιαμάντη είναι γλαφυρή. Αλλά το παράξενο είναι πως όταν την διάβασα, μου φάνηκε τόσο οικεία. Τη σκηνή που περιγράφει ο γνωστός διηγηματογράφος, την είχα ακούσει, μαζί με μια παρέα φίλων, σχεδόν απαράλαχτη, από τα χείλη ενός βοσκού, του Μπάρμπα Τάσου, σε μια ταβέρνα στο παλιό χωριό της Αλοννήσου, σχεδόν σαράντα χρόνια πριν.

Και για κάποιο λόγο, μου έρχεται στο νου, κάθε χρόνο, γύρω στο Δεκαπενταύγουστο, όταν γιορτάζει η εκκλησία του παλιού νεκροταφείου, που βρίσκεται λίγα μέτρα έξω από το παλιό χωριό.

Ήμασταν τότε μια παρέα φοιτητών, που έχοντας ανακαλύψει την Παλιά Αλόννησο, περνούσαμε τα Καλοκαίρια μας είτε στα χαλάσματα του εγκαταλειμμένου Παλιού Χωριού, ή στήναμε τη σκηνή μας στο μικρό κολπίσκο, τον Μικρό Μουρτιά, το επίνειο του χωριού πριν το σεισμό. Για τον αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με την ιστορία της Αλοννήσου, να θυμίσω πως το 1965, ένας σεισμός ανάγκασε τους περίπου 3000 κατοίκους της Χώρας να εγκαταλείψουν το χωριό και να εγκατασταθούν σχεδόν όλοι, με εξαίρεση 5-6 οικογένειες, στην περιοχή που βρίσκεται το σημερινό λιμάνι, δηλ. στο Πατητήρι. Τα χρόνια εκείνα, το τελευταίο κατοικείτο από λίγους ψαράδες και χρησίμευε μόνο για το πάτημα των σταφυλιών που ήταν η κύρια εξαγωγική ενασχόληση των κατοίκων. Δεν ήταν ακόμη το λιμάνι του νησιού. Το ρόλο αυτό τον έπαιζε ο Μικρός Μουρτιάς, όπου σε μια μικρή προβλήτα που σώζεται ως σήμερα, άραζαν τα καΐκια για τη Σκόπελο. Και μετά, ο κόσμος ακολουθούσε το λιθόστρωτο μονοπάτι που έβγαζε στο χωριό, μισή ώρα ανηφορικό περπάτημα. Από εκεί φόρτωναν και το ξακουστό μαύρο κρασί που το εξήγαγαν κυρίως στη Θεσσαλονίκη.

Και βέβαια, στη σημερινή εποχή, είναι μια απόλαυση το ανεβοκατέβασμα από τα ανατολικά στο μικρό κολπίσκο του Μικρού Μουρτιά , μιας και η διαδρομή είναι φανταστική, μέσα από πεύκα, πουρνάρια, ελιές και θάμνους. Με το βράχο του Παλιού Χωριού, που πάνω του διακρίνονται τα σπίτια του κάστρου, να ρίχνει αγέρωχα τη σκιά του, χειμώνα -καλοκαίρι. Μα για τους νησιώτες της εποχής πριν το σεισμό, το ανεβοκατέβασμα, που τις πιο πολλές φορές συνοδευόταν και από το κουβάλημα κάποιου φορτίου, που είτε ξεφορτωνόταν από το καΐκι που ερχόταν από τη Σκιάθο ή τη Σκόπελο, είτε φορτωνόταν για την αντίστροφη πορεία, η συγκεκριμένη διαδρομή κάθε άλλο παρά ρομαντική θα ήταν.

Κατέβαζε, λοιπόν, ο μπάρμπα-Τάσος τα γίδια του κάποια στιγμή το πρωϊνό, ακολουθώντας μια πορεία από τα δυτικά, μέσα από ρουμάνια και απάτητα μονοπάτια. Στη μέση της μικρής κοιλάδας, ανάμεσα στα λιόδεντρα, βρισκόταν ένα κρυμμένο πηγαδάκι, που χρησίμευε για το πότισμα του κοπαδιού. Και μετά, τα ξεδιψασμένα ζωντανά αραδιάζονταν είτε κάτω από τις ελιές, είτε στις σχισμές των βράχων, είτε στη μικρή προβλήτα, για να συμπληρώσουν το πιόμα τους με λίγο θαλασσινό νερό. Και κάποιοι από μας, είχαμε την ευκαιρία, όταν κατασκηνώναμε στο μικρό ελαιώνα, να μοιραστούμε το γεύμα μας με τον μπάρμπα-Τάσο ή και την κυρά του, το Μαχιώ, όταν ήταν βέβαια και αυτή παρούσα.

Η απίθανη σκηνή που μου έχει αποτυπωθεί στη μνήμη ζωντανή γινόταν το απογευματάκι. Όταν άρχιζε για το κοπάδι η αντίστροφη πορεία του γυρισμού του. Ξαφνικά, σαν να είχε δοθεί κάποιο σύνθημα, σηκωνόντουσαν στο πόδι σαν ελατήρια, ο μπάρμπα-Τάσος, η γυναίκα του η Μάχη (Μαχιώ) και όλο το κοπάδι. Μπροστά η κυρά-Μάχη, και πίσω όλο το κοπάδι, με το σκυλί τους να αλυχτάει και πιο πίσω ο μπάρμπα-Τάσος. Ξεκινούσαν ένα γρήγορο σκαρφάλωμα στην απότομη πλαγιά που υψωνόταν στα δυτικά του κολπίσκου με φωνές, σφυρίγματα, βελάσματα και κουδουνίσματα του κοπαδιού, και κάποια πετροβολητά. Πού έβρισκαν οι δυο τους τη δύναμη και το κουράγιο, την ταχύτητα και την σβελτάδα να ανεβαίνουν πιο γρήγορα και από τις κατσίκες τα μονοπάτια στις σχισμές των βράχων και της απότομης πλαγιάς, να φτάνουν σε χρόνο ρεκόρ στο ύψωμα και να συνεχίζουν προς τα βορειοδυτικά, ένας Θεός το ξέρει. Προσπερνούσαν στη συνέχεια τη δυτική άκρη του χωριού, περνώντας ανάμεσα από το νεκροταφείο και τα αλώνια, εκεί που σήμερα βρίσκεται το πάρκινγκ του χωριού, και κατηφόριζαν προς το βορεινό κολπίσκο της Βρυσίτσας ή πιο πέρα προς τα Γιάλια. Για να εμφανιστούν την επόμενη μέρα ξανά, σε αντίστροφη πορεία, με κατεύθυνση προς το Μικρό Μουρτιά.

Το μυστήριο με τον μπάρμπα-Τάσο που δεν έλυσα ποτέ μου είναι το πού έβρισκε το κουράγιο και τη δύναμη, και κάθε Σάββατο μετά το σούρουπο, ήταν παρόν, εκεί, στην Ταβέρνα του Παναή, το ιστορικό «Αλώνι», να παραγγέλνει ένα κιλό κρασί και ένα κιλό παϊδάκια. Και μόλις, ο άλλος Παναής, ο μοναδικός βιολιστής του νησιού ξεκινούσε τα συρτά ή τα τσάμικα, να σέρνει πρώτος το χορό ενός αλλοπρόσαλλου κύκλου χορευτών που τον αποτελούσαν άσχετες τουρίστριες, παράξενοι καλλιτέχνες, και κάποιοι σαν και μας, ψευτο-διανοούμενοι, μελλοντικά μέλη ενός συστήματος που πρώτοι εμείς θα το αμφισβητούσαμε συνεχώς και αυτό θα μας καταπίνει αμείλικτα.

Μα τις μέρες του Καλοκαιριού στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όλα αυτά φάνταζαν πολύ μακρινά. Και μείς γινόμασταν ένα με τους υπόλοιπους θαμώνες. Και σε κάποιες από αυτές τις βραδιές προσκαλούσαμε τον μπάρμπα-Τάσο στο τραπέζι μας για να μας πει κάποια ιστορία από τα παλιά. Τον κερνούσαμε καμιά ρετσίνα και αυτός άρχιζε τις διηγήσεις. Με ένα τρόπο γοητευτικό. Με ένα ύφος «παπαδιαμάντιου» πρωταγωνιστή. Φυσικά, δεν είχε πάει σχολείο. Φυσικά, δεν είχε συναναστραφεί με τον Παπαδιαμάντη. Αλλά είχε αρκετά κοινά μαζί του. Ή με κάποιους από τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων του. Όταν τον άκουγες τον ίδιο και πολλούς της γενιάς του, νόμιζες πως διαβάζεις την «Σταχομαζώχτρα» ή το «Χριστό στο Κάστρο». Λιπόσαρκος, μάλλον κοντός, με το στριφτό του μουστάκι και τα τσαρούχια του από παλιοπάπουτσα, δεμένα σαν σαντάλια, πάνω από τις μάλλινες κάλτσες του.

Σε μια τέτοια βραδιά ξεκίνησε τη διήγησή του:

-Και π’ λέτε πιδιά μ’, ήντουνε Μάης μήνας βρααδδ. Μ’ φιγγαρ ουλόκληρου π’ έφιγγι σαν ναν ήτανε μέρα. Είχα τυλιχτεί ζ’ κάπαμ’ κι ξάπλουσα ΄κι δα στου χουράφ, αντάμα στ’ αλών τ’ νικροταφείου. Είχα τλιξ κι του κιφάλι μ’ μι την κάπαμ κι δεν φινόταν ουδ τ’ ρουθούν μ’. Κι κει π’ μι ειχι παρρ ι πρώτους ύπνους, ικεί κατά τα μισάνιχτ, άκσα κατ’ φουνές, ου -ου-ου σαν ψαλμουδία… Γυρίζου κι τι να ιδώ. Καταμεσίς στ’ αλών, ήντουσαν τρεις χουριανές, τσιτσίδ, ουόπους τσι γέννησ’ η μάννα τς, να χουρεύνε κι να τραγδάνε μι σικουμένα τα χέρια τα χέρια τσ’.

Σκιπάσθκα μι την κάπα μ’ μη μι ιδούνε κι περίμινα χουρίς να βγάλου άχνα. Πιρίμινα καμπόσου κι’ έκαμα του σταυρό μ’ τρεις φουρές, μέχρι να τηλιώσνει τσι χοροί και τσ’ ψαλμοδίοις κι να σκωθούν να σκουμπιστν.

-Τις γνώρισες μπάρμπα-Τάσο;

-Κι βέβια. Του ρωτάς; Είχαν ανέβει απ’ του Πατιτίρρ. Να κάμνι μάγια. Τσ ήξερα κι’ τσ’ τρεις.

Και μας εξήγησε, πως (όπως και στην περίπτωση των «Μαγισσών» του Παπαδιαμάντη), και όπως έμαθε ρωτώντας με τρόπο και σε συνδυασμό με αυτά που έλεγαν την ώρα της τελετής, η πρώτη προσπαθούσε να σαγηνεύσει κάποιον ομορφονιό που την ενδιέφερε, η δεύτερη ζητούσε από τη «θεά» να μείνει έγκυος, ενώ η τρίτη ζητούσε να έχει αίσιο τέλος κάποιο οικογενειακό ζήτημα.

Αυτά θυμήθηκα και φέτος, παραμονές της γιορτής της Παναγίας, αναπολώντας με νοσταλγία(;) ένα κόσμο που έχει χαθεί για πάντα, δίνοντας τη θέση του σε αμέτρητα αυτοκίνητα, τουριστικά καταστήματα, “Restaurant”, “Cafeterias” και ChatGPT.

 

(*) Ο Κυριάκος Αθανασίου είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚ Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συγγράψει τα βιβλία «Υιός Συμμορίτου» και «Από τη Ρωμιοσύνη στα Λιανοτράγουδα». Διήγημά του είναι και το «Ο δέκατος της Αλοννήσου» που εμφανίστηκε στο «SkiathosLife» το Καλοκαίρι του 2022.