Το ταξίδι του Robert MacCabe στη Σκιάθο του 1963 | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2025-03-09 08:43:38
Το 1934 γεννήθηκε στο Σικάγο ο σπουδαίος φωτογράφος Robert (Bob) McCabe.
Το 1954 ήρθε, γνώρισε και φωτογράφισε την Ελλάδα μετά τους πολέμους. Έκτοτε επί επτά δεκαετίες συνέχισε να φωτογραφίζει τη χώρα μας με την οποία, όπως είναι φυσικό, έχει αναπτύξει σχέση ζωής.
Ως αναγνώριση των εξαιρετικών υπηρεσιών του προς την Ελλάδα, μετά την έκδοση του αντίστοιχου Προεδρικού Διατάγματος και την ορκωμοσία του, πολιτικογραφήθηκε Έλληνας και λειτουργεί μόνιμη έκθεση του έργου του στο Προξενείο της Βοστώνης.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του τον ρώτησαν αν στις επτά αυτές δεκαετίες που φωτογραφίζει την Ελλάδα, υπάρχει κάποιο περιστατικό ή ιστορία που θα του μείνει αξέχαστη;
Απάντησε λοιπόν πως ‘’το 1957 είχε βρεθεί στη Σκιάθο κι έμαθε ότι επρόκειτο να χτιστεί ένα ξενοδοχείο στην παραλία των Κουκουναριών. Έτσι, το 1963, με έναν φίλο από τις ΗΠΑ, αποφάσισαν να μείνουν στο νέο ξενοδοχείο. Έφτασαν στον Βόλο μέσω Ωρεών, υποθέτοντας ότι υπήρχε τακτική ακτοπλοϊκή σύνδεση με τη Σκιάθο -αλλά δεν υπήρχε. Έτσι η μόνη εναλλακτική λύση ήταν να μισθώσουν ένα καΐκι για το ταξίδι των 60 χιλιομέτρων. Βρήκαν το “Ελευθερία”, ένα μηχανοκίνητο ιστιοπλοϊκό με πλήρωμα τριών ατόμων, που εμπορευόταν φρέσκα προϊόντα στα νησιά του Αιγαίου. Οι ναυτικοί είχαν πρόσφατα κάποια ατυχία και είχαν χάσει ένα φορτίο λαχανικών, γι’ αυτό και ήταν πρόθυμοι για τη δουλειά. Αλλά ο λιμενάρχης είχε άλλη άποψη, αφού δεν είχαν άδεια να μεταφέρουν επιβάτες. Μετά από πολλές συζητήσεις ο λιμενάρχης συμφώνησε, υπό την προϋπόθεση ότι θα αγοραζόταν πρόσθετος εξοπλισμός ασφαλείας.’’ Και συνεχίζει λέγοντας:
«Τελικά οι όροι ικανοποιήθηκαν και αναχωρήσαμε το σούρουπο. Λίγες ώρες αργότερα, καθώς πλησιάζαμε στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο, η μηχανή σταμάτησε! Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν οι απώλειες που υπέστη ο περσικός στόλος, σε καταιγίδα (στις ελληνικές θάλασσες). Όμως ο καπετάνιος κατέβηκε στο μηχανοστάσιο και διέγνωσε γρήγορα ένα μπλοκαρισμένο σωλήνα ψύξης νερού. Μεθοδικά, υπό το αμυδρό φως ενός φακού, αποσύνδεσε τους σωλήνες και τους καθάρισε. Πρέπει να ήταν 3 τα ξημερώματα όταν φτάσαμε. Έψαξα για τα φώτα του ξενοδοχείου. Δεν υπήρχαν, γιατί δεν υπήρχε ακόμα ξενοδοχείο. Οπότε δεν υπήρχε κρεβάτι. Ούτε δείπνο. Κοιμηθήκαμε στο κατάστρωμα και μας ξύπνησε το φως του ήλιου. Αμέσως πήρα ένα ψαροντούφεκο και βούτηξα στο νερό για να πιάσω το πρωινό μας -και καθυστερημένο δείπνο- αλλά τα ψάρια ήταν πολύ μικροσκοπικά, για να μπορέσει να τα χτυπήσει η τεράστια (σε σχέση με το μέγεθός τους) αιχμή του ψαροντούφεκου. Συνέχισα να προσπαθώ μάταια. Βγήκα στην επιφάνεια και ανακοίνωσα την αποτυχία μου. Παρατήρησα ότι ο μάγειρας ψάρευε με μια απλή πετονιά, με δόλωμα από το μαγειρείο. Έπιανε αρκετά ψάρια. Δίστασα να ρωτήσω αν μπορούσαμε να μοιραστούμε την ψαριά του. Σύντομα άρχισε να τα τηγανίζει. Είχαν πλέον περάσει σχεδόν 24 ώρες από τότε που είχαμε φάει για τελευταία φορά. Οι ανησυχίες μου όμως ήταν αβάσιμες. Ήταν αυτονόητο για εκείνους ότι η ψαριά θα μοιραζόταν! Για τους δύο Αμερικανούς υπήρχε ένας όρος. Έπρεπε να φάμε όπως εκείνοι: για κάθε μπουκιά ψαριού χρειαζόταν μια μπουκιά από μια σκελίδα σκόρδο! Φωτογράφισα τον μάγειρα. Ήταν ένας φύσει ευγενικός άνθρωπος, ο οποίος διαισθανόμασταν ότι είχε μια δύσκολη ζωή. Θα θυμάμαι πάντα το γενναιόδωρο μοίρασμα της ψαριάς του»