Ψαράδες εκ Σκιάθου εντόπισαν το άγαλμα του Αρτεμισίου | Γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2024-07-05 09:34:09Ο Δίας ή Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, το σπάνιο χάλκινο άγαλμα ύψους 2,09 μέτρων που δεσπόζει εδώ και χρόνια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι αριστουργηματικό έργο της Κλασικής εποχής (5ος αι. π.Χ). Πιστεύεται, καθώς το αντικείμενο που κρατούσε στο χέρι δεν βρέθηκε, ότι αναπαριστά τον Δία που κραδαίνει μύδρο ή κεραυνό ή τον Ποσειδώνα που κρατά την τρίαινα..
Το άγαλμα εντοπίστηκε τον Απρίλιο του 1926 στο Αρτεμίσιο, το βορειότερο σημείο της Εύβοιας με κομβική γεωγραφική θέση καθώς ελέγχει την είσοδο από το Αιγαίο στον Παγασητικό, το Μαλιακό και τον Ευβοϊκό κόλπο. Το ακρωτήριο είναι γνωστό από το μεγάλο ιστορικό γεγονός της ναυμαχίας του Αρτεμισίου, που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 480 π.Χ. μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών αφού προηγουμένως ο Θεμιστοκλής ειδοποιήθηκε για τις κινήσεις του Ξέρξη από φρυκτωρία της Σκιάθου.
Τον υπερφυσικό μπρούτζινο αδριάντα εντόπισαν πρώτοι Σκιαθίτες ψαράδες οι οποίοι ανέσυραν τυχαία στα δίχτυα τους τον αριστερό βραχίονα του θεού. Συγκεκριμένα, τον ‘’ψάρεψε’’ η ανεμότρατα του Μικρασιάτη κατοίκου Σκιάθου, καπταν- Γιάννη Τσουκαμάκα.
Το κράτος άργησε, όπως συνήθως, να συνεχίσει την έρευνα και καθώς το νέο διαδόθηκε, έσπευσαν κι άρχισαν να ‘’χτενίζουν’’ το βυθό διάφοροι αρχαιοκάπηλοι, ευτυχώς, χωρίς αποτέλεσμα…
Στους αρχαιοκάπηλους προστέθηκε και η έριδα των χωριών της Β. Εύβοιας που κυνηγούσαν δόξα από την εύρεση του αγάλματος!
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα ‘’ΕΜΠΡΟΣ’’ στις 3/10/1928:
«απειλείται σύρραξις των κατοίκων των χωρίων Ξηροχωρίου και Αρτεμισίου, διεκδικούντων την δόξαν της ανευρέσεως του αγάλματος…»
Στα τέλη Σεπτέμβρη του 1928, με τη βοήθεια σφουγγαράδων από το Τρίκερι, κατάφεραν επιτέλους να εντοπίσουν σε βάθος 42μ και να ανελκύσουν ολόκληρο το άγαλμα (πρώτος, όπως γράφτηκε, το είδε ο κάτοικος του Αρτεμισίου Λεωνίδας Αποστολίδης) και όχι μόνο αυτό, η Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε με τους ίδιους Τρικεριώτες δύτες και με πλοίο του πολεμικού ναυτικού (Πλοιάς), 17ήμερη έρευνα στην περιοχή όπου είχε εντοπιστεί ο ανδριάντας. Στη διάρκεια της έρευνας υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου Ν. Μπέρτου, βρέθηκε κι ένας μικρός μπρούντζινος ιππέας και το μπροστινό τμήμα του σώματος ενός τεράστιου αλόγου. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1936, ανελκύστηκε πάλι τυχαία στα δίκτυα ψαράδων το υπόλοιπο σώμα του αλόγου. Χρόνια αργότερα, το 1971, ανασύρθηκαν τα τμήματα που έλειπαν κι έτσι έχουμε και τον περίφημο ‘’Τζόκεϋ του Αρτεμισίου’’ που εντάσσεται στην Ελληνιστική περίοδο, στα μέσα περίπου του 2ου αι. π.Χ.
Τα δύο αγάλματα προήλθαν από άγνωστο ναυάγιο του 1ου -2ου αι., όπως συνάγεται απ’ τη κεραμική που βρέθηκε επίσης στο βυθό.
Σήμερα τα γράφουμε όλα αυτά για να σταματήσει ο μύθος που κάθε τόσο αναπαράγεται αβασάνιστα, πως τάχα οι Σκιαθίτες ψαράδες ήταν αρχαιοκάπηλοι, καθώς σε κανένα δημοσίευμα ως και το 1928 για την εύρεση του αγάλματος δεν διαβάσαμε κάτι τέτοιο. Το διαβάσαμε όμως πολλές φορές σε μεταγενέστερα δημοσιεύματα ακόμα και σοβαρών εντύπων όπως του αρχαιολογικού δελτίου! Ιδού π.χ, πως ξεκίνησε τη μελέτη του ‘’ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου’’ ο Χρήστος Καρούζος στον τόμο 13 του Α.Δ (1930-31) χωρίς να μπει στον κόπο να τεκμηριώσει τα γραφόμενά του:
«Κάποια εξαιρετικώς ευτυχής συγκυρία έφερεν τον Απρίλιον του 1926 τα δίκτυα Σκιαθιτών αλιέων, ενώ εσάρωναν τον βυθόν της παρά τ ο Αρτεμίσιον της Ευβοίας θαλάσσης, να εμπλακούν εις ένα χάλκινον άγαλμα, από αιώνων κατακρημνισθέν εκεί, τόσον στερεά ώστε δεν ημπόρεσαν να επανέλθουν εις την επιφάνειαν
παρά συναποφέροντα εν τουλάχιστον τεκμήριον του θησαυρού που ευρίσκετο εκεί κάτω: απέσπασαν βιαίως τον αριστερόν βραχίονα του αγάλματος ο οποίος μετεφέρθη από τους ανθρώπους εις την Σκίαθον. Η αρχαιολογική υπηρεσία επενέβη δια να σώση το ευρεθέν και να ερευνήση προς ανεύρεσιν και του υπολοίπου αγάλματος, υπεχώρησεν όμως προ της πληροφορίας των αρμοδίων ναυτικών αρχών ότι έρευνα μακρά εις τόσον μέγα βάθος (πλέον των 25 οργυιών) απεκλείετο απολύτως. Τους ιδιώτας εν τούτοις εθέρμανεν η ελπίς του κέρδους περισσότερον παρά τας υπερβολικά νηφαλίους δημοσίας αρχάς και τους έκαμε περισσότερον αποφασιστικούς: ε σχημάτισαν επιχειρηματικήν ε ταιρείαν, εξηρεύνησαν αυτοί τον βυθόν με δύτας ριψοκινδύνους, από εκείνους οι οποίοι και δια σφουγγάρια ακόμη βουτούν εις βάθη μεγάλα μ ε μόνην μίαν πέτραν ως βάρος και χωρίς καταδυτικήν μηχανήν, και δεν εβράδυναν ν α επιτύχουν κατά τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1928 την ανακάλυψιν και του υπολοίπου αγάλματος.»