Χριστούγεννα στη Σκιάθο του Μωραϊτίδη | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2023-12-24 13:50:24«Ήμην παιδίον. Εκεί επάνω εις ένα μικρό-μικρό νησάκι. Νησάκι κατάφυτον, σκιερόν νησάκι, νησάκι εύμορφον. Και τώρα ακόμη, θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλο ευμορφότερον. Μακρόθεν, φαίνεται σαν ψεύτικο. Σαν θαλασσογραφία. Από κοντά, φαίνεται σαν αληθινό. Σαν ζωντανό. Νησάκι με ψυχήν, με πνοήν, με μάτια, με στόμα νησάκι. Όποιος είναι επάνω, θαρρεί πώς είναι εις τον Παράδεισον. Με τα άλση του, με τα ποταμάκια του, με τας λίμνας του, με της βρυσίτσες του, με τα λιμανάκια του, με τις αμμουδιές του… Σαράντα ημέρας οι άνθρωποι ενήστευον. Η καλύβη, η χρησιμεύουσα ως κρεοπωλείον, (όπου) ο κρεοπώλης ακολουθούμενος από χοίρους, τράγους και αμνούς, όλα προς σφαγήν διά τα Χριστούγεννα. Οι εύμορφες νησιώτισσες και οι νησωτοπούλες πλύνουν, ασπρίζουν, τακτοποιούν, σαρώνουν του χωριδίου τους οικίσκους. Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά της Ευβοίας τ’ αντικρυνά. Οι ψαροπούλες έρχονται η μια κοντά στην άλλην. Αράζουν. Ησυχάζουν. Θ’ αναπαυθούν. Θα κοιμηθούν. Οι χωρικοί, χαρούμενοι, εμβαίνουν εις την κώμην, να ξεκουρασθούν, να ξυρισθούν, να λουσθούν. Οι ψαράδες άπλωσαν τα δίκτυά των, να στεγνώσουν, και οι γεωργοί έστησαν τα άροτρα προ της αυλείου, ως τρόπαια χαρμόσυνα της εργασίας, της αληθούς εργασίας… (Την παραμονή) όλοι συνάζοντ’ ενωρίς. Ενωρίς θα κοιμηθούν, διότι ενωρίς — όρθρου βαθέος — θα μεταβώσιν εις τον ναόν, να εκκλησιασθώσι, να εορτάσουν, να μεταλάβουν. Την νύκτα, με το φαναράκι, ετραγούδησα τα Χριστούγεννα εις του πάππου μου του γέροντος, του ασπρογένη… (Αργότερα) ήλθαν εις τα σπίτι μας δύο ηλικιωμένοι, με τα βιολιά, και ετραγούδησαν τα Χριστούγεννα. Η μητέρα έφερε δύο μεγάλα χριστόψωμα και μίαν προσφοράν διά την λειτουργίαν· και αργά-αργά παρεσκεύαζε παχείαν όρνιθα, διά το εωθινόν πρόγευμα. Ο πατέρας μου έφερε καινούργιο φορεματάκι, εύμορφον, κι εκοιμήθην μαζί μ’ αυτό στην αγκαλιά μου. Εις τον πρώτον ακουσθέντα του κώδωνος της εκκλησίας ήχον επετάχθην. Όλοι οι κάτοικοι καθαροί, ειρηνικοί, φαιδροί συνήχθησαν εις την εκκλησίαν… Αι γυναίκες επάνω εις τον γυναικωνίτην, χρυσοστόλιστοι, λάμπουσαι, όπισθεν από τα δρύφακτα, ως χρυσές τρέμουζες, αναδίδουσαι διακεκομμένας λαμπηδόνας, εν γραμμή μακρά, ως χρυσολάμπει, την νύκτα με την πανσέληνον, το διασχιζόμενον υπό ταχείας λέμβου κύμα, εν ηρεμαίω πόντω. Οι άνδρες με τα καλύτερά των ενδύματα, τιμώντες την ημέραν· ζώναι χρυσαί, ζώναι μεταξωταί, κεντητά γελέκια, κατάλευκοι χιτώνες μεταξωτά μανδήλια, τσόχινα επανωφόρια, πολύτιμοι ρωσσικαί γούναι, υποδήματα υψηλά του Ταϊγανίου. Τα παιδιά στολισμένα, σεμνά, αθώα, ησύχια, διά της σιωπής των δεικνύοντα το έν προς το άλλο το νέον του φόρεμα, εν υπερηφανεία. Τα φώτα τα εκλάμποντα εν μαρμαρυγαίς θαμβωτικαίς, ο καπνός του θυμιάματος, η ευωδία η άρρητος, η γλυκύτης της τελετής, η μεγαλειότης των ιερέων, αι κατάφορτοι εκ των αφιερωμάτων πανάρχαιοι εικόνες, εκείνος ο Παντοκράτωρ του Πανσελήνου ο υπερθαύμαστος, προσέδιδον εις την εορτήν μυστηριώδη γοητείαν. Το σπίτι μας είναι εις την ακροθαλασσιάν. Ένα αρχαίον, των ιδρυτών του χωρίου, σπίτι. Και όταν εγύρισα από την εκκλησίαν έως ου ετοιμασθή ο εωθινός των Χριστουγέννων ζωμός, έβλεπον από του εξώστου τους Υδραίους σπογγαλιείς, οίτινες παρά τας μιλτοπαρείους αλιάδας των, ανειλκυσμένας έξω, ανάψαντες πυράς, ητοίμαζον το πρόγευμα το Χριστουγεννιάτικον, υπό τον έναστρον ουρανόν, όστις ηπλούτο άνω γαλήνιος και γλυκύς, ως παγκοσμίου όροφος θεάτρου, κεντητός, χρυσοκέντητος, αργυροκέντητος, αστροκέντητος, ασπροκέντητος, ενώ από του χθαμαλού λόφου, πέραν εχάραζε πλέον η Ανατολή και ηπλούτο υπό μαλακών χειρών νυμφών αοράτων, ρόδινον, πορφυρόχρουν παραπέτασμα, η εωθινή εύμορφος σημαία της εξημερωνούσης πλέον πανηγύρεως. (Ώσπου) με χαράν επηγαίναμεν να καθίσωμεν εις την τράπεζαν, παρά την λάμπουσαν, την θερμαίνουσαν, την ασπρισμένην εστίαν μας, το ιερόν και γλυκύ του χειμώνος ενδιαίτημα...» (αποσπάματα από το διήγημα «Χριστούγεννα στον ύπνο μου») Ζωγραφική: Mαριάννα Γαλανοπούλου