Αχώριστες Σκιές | Γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2023-11-10 13:17:58Ο Έκτορας τίναξε απ’ τη χαίτη του το αλμυρό νερό κι αναρίγησε κουρνιάζοντας ανάμεσα στα πόδια του Σταμάτη.
Αρέσει στον Έκτορα η αίσθηση της θάλασσας πάνω στο κορμί του μα φοβάται ακόμα αυτή την ρευστή έκταση που κάθε τόσο αλλάζει η όψη της. Βλέπεις τη γνώρισε αργά καθώς γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στη φυλακή όπου από κουτάβι τον υιοθέτησε ο Σταμάτης με το έτσι θέλω. Τότε που ήταν ένα μάτσο από κόκαλα, σχεδόν έτοιμος να πεθάνει. Κι όμως, ο Σταμάτης του στάθηκε σαν πατέρας. Τον περίθαλψε και τον φρόντισε στερώντας απ’ τον εαυτό του μέχρι και το φαΐ. Ιδίως το κρέας, ίσως τη μεγαλύτερη πολυτέλεια κι απόλαυση στη φυλακή κι αυτό το εκτίμησαν οι φύλακες.
Από την ώρα που τον πήρε στο κελί του, ουδέποτε το άγγιξε στη μερίδα του. Το έδινε πάντα στον Έκτορα. Θεωρεί δε ελάχιστη την προσφορά του σε σχέση με ότι αφειδώλευτα του ανταποδίδει ο προσηνής και φιλότιμος σκύλος που διαθέτει ανεξάντλητα αποθέματα αγάπης ένεκα της φυσικής καλοσύνης του. Ετούτος ο πανέμορφος ζαχαρένιος μικρομέγαλος σκύλος με την κοιλιά του να ακουμπάει σχεδόν στη γη και τα τρία κοντά γοργοπόδαρά του, είναι ο μοναδικός φίλος του Σταμάτη και τον συμπάθησε αμέσως επειδή το τέταρτο ποδαράκι του χωλαίνει. Αυτό στάθηκε η κύρια αφορμή για να συγκινηθεί ο σκληρός κρατούμενος και να τον επιλέξει από τα τετράποδα αδέλφια του στη μάντρα του αυλόγυρου.
Μαζί του εξέτισε το υπόλοιπο της ποινής αδιαμαρτύρητα και χωρίς να αισθανθεί τον χρόνο κι όταν άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της φυλακής, τον πήρε μαζί του κι εκείνος τον ακολούθησε πρόθυμα και με τυφλή εμπιστοσύνη.
Ο Έκτορας τρέχει τώρα αμέριμνος το πλάτος της ακτής και φτάνει έως το κύμα. Βρέχει τη μακρουλή κοιλίτσα του- αναγκαστικά και τα μακριά του αυτιά- κι επανέρχεται ξέπνοος κι ευτυχισμένος στα πόδια του Σταμάτη που προσποιείται πως τον θαυμάζει.
Είναι όπως πάντα λυτός. Ουδέποτε του φόρεσε λουρί. Ποτέ και πουθενά, ούτε στην πόλη. Του φαίνεται αδιανόητο να τον δέσει. Δε θα κάνει στον πιστό σύντροφό του ότι του έκαναν χωρίς, κατά τη γνώμη του, να χρειάζεται σώνει και καλά. Έφτανε ένας σκύλος για να σωφρονιστεί κι αν δεν τον έβρισκε μπροστά του, ουδέποτε θα άλλαζε την παράνομη ζωή του που να τον έβαζαν εκατό φορές ακόμα φυλακή.
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος απολαμβάνουν τώρα τη βόλτα τους ελεύθεροι στην μαγική ακτή όπου έρχονται συχνά από την πόλη και πραγματικά αισθάνονται πως εδώ ζουν το μικρό τους όνειρο. Εδώ η επιθυμία τους για μια καλύτερη ζωή –επιτέλους- είναι εντονότερη από οπουδήποτε αλλού. Και γι’ αυτό συνηγορεί η θάλασσα με τους ανοιχτούς της ορίζοντες. Συμβάλει ο καθαρός ουρανός με τον ολόφωτο ήλιο. Ευθύνεται η διάθεση του Έκτορα που εδώ ανοίγει όσο πουθενά, όπως και το μυαλό του Σταμάτη που αποφάσισε οριστικά να ζήσει νόμιμα στο μέλλον. Πιο πολύ απ’ όλα όμως, συμπράττει το οξυγόνο της θάλασσας που φουσκώνει τα στήθη τους σαν τα πανιά του καραβιού ο αέρας. Το οξυγόνο που στερήθηκαν όσο τίποτα άλλο πίσω απ’ τα κάγκελα.
Ο Έκτορας δεν σταματά να κουνά την ουρά του επιχειρώντας συνεχείς εφορμήσεις στο γιαλό. Του έδωσε ετούτο το όνομα γιατί του φαίνεται πως μοιάζει με τον Έκτορα της Τροίας που τόλμησε ν’ αναμετρηθεί με τον Αχιλλέα κι ας ήξερε πως εκείνος είναι πιο δυνατός. Δικαιούταν να μονομαχήσει και να γευτεί την άγρια χαρά της μάχης, να διεκδικήσει το απίθανο, το αδύνατο κι ο Έκτορας σκύλος τα κατάφερε: έβαλε έναν άνθρωπο στον ίσιο δρόμο…
Έτσι σήμερα ο Σταμάτης με τον Έκτορα, αχώριστοι πια, παλεύουν από κοινού με τη φθορά κι ας ξέρουν πως είναι ανίκητη. Σύμμαχός τους είναι πάντα το αίσθημα της ελευθερίας που κάνει το νου και την καρδιά να δραπετεύουν…
Ο ήλιος πια γέρνει να ξαποστάσει. Ο Σταμάτης πειράζει τώρα πιο έντονα τον Έκτορα. Δεν τον χορταίνει. Τον τσιμπά, τον αναστατώνει, τον αναμαλλιάζει, τον εκνευρίζει κι εκείνος ασυναίσθητα, ανάμεσα στις όλο και δυνατότερες υλακές του, του χώνει μια φιλική γερή δαγκωματιά. Το χέρι του Σταμάτη ματώνει και βγάζει επιφώνημα πόνου, έκπληξης και θυμού. Η όψη του μεγαλόσωμου άντρα γίνεται εξαιρετικά άγρια θυμίζοντας τον παλιό κακό του εαυτό. Μοιάζει θεριού ανάμερου, έτοιμου να κατασπαράξει τον σκύλο του. Μόνο που ο Έκτορας έχει πετύχει πια, οριστικά και αμετάκλητα, ότι δεν μπόρεσε ο μακροχρόνιος εγκλεισμός: ν’ αναστήσει και τα πιο τρυφερά αισθήματα του Σταμάτη καταπνίγοντας ως και την ξαφνική οργή του.
Εν τούτοις, ο Έκτορας έντρομος τρέπεται σε φυγή μπρος απ’ το σκοτεινό του βλέμμα. Κρύβεται πίσω απ’ τ’ αγριόβατα στην πλάτη της αμμουδιάς μα το δυνατό του χτυποκάρδι τον προδίδει. Περιμένει με αγωνία την αντίδραση του Σταμάτη κι ας μην τον μάλωσε ποτέ ως τώρα.
Ωστόσο ο άντρας τον πλησιάζει χαμογελώντας.
-Δεν πειράζει … Έλα Έκτορα, βγες, δεν πειράζει, συμβαίνουν αυτά μεταξύ φίλων… Έλα…
Ο σκύλος επιστρέφει κοντά του, στην αρχή αργοπατώντας μετά τρέχοντας, και γλύφει το πληγωμένο του χέρι με φανερή μεταμέλεια κι ειλικρινή οδύνη…
Βαδίζουν πλάι- πλάι αρκετά κι ύστερα πλησιάζουν στ’ ακροθαλάσσι. Στέκονται αμίλητοι ο ένας δίπλα στον άλλον κοιτώντας βαθιά τη θάλασσα. Πέρα μακριά χάνεται μες την πορφύρα ο ήλιος. Οι σκιές τους γίνονται μία όπως προβάλλονται λίγο πιο έξω απ’ τον υδάτινο απέραντο καθρέπτη …