Ο Μίκης Θεοδωράκης (1925-2021) έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 2021, σε ηλικία 96 ετών. Μια προσωπικότητα που σημάδεψε τόσο την πολιτισμική όσο και την πολιτική ζωή του τόπου.
Μουσικο-συνθέτης, πολιτικός και συγγραφέας, μα, κυρίως ενεργός πολίτης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της νεότερης Ελλάδας, που διαδραμάτισε καίριο ρόλο στους κοινωνικούς και λαϊκούς αγώνες της χώρας, στην αντίστασή της ενάντια στη Χούντα.
Το όνομά του συνδέθηκε με τις πολιτικές εξορίες στη Ζάτουνα, τη Μακρόνησο, αλλά και το εξωτερικό κατά τη Δικτατορία, ενώ έδωσε συναυλίες σε όλον τον κόσμο, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των απανταχού λαών που αγωνίζονταν για την ελευθερία τους.
Γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, Ο πατέρας του ήταν από την Κρήτη και η μητέρα του από τη Μικρά Ασία. Ως παιδί, γύρισε την Ελλάδα κι έζησε σε πολλές πόλεις της χώρας, ακολουθώντας με την οικογένειά του τη σταδιοδρομία του πατέρα του ως ανώτερου δημόσιου υπαλλήλου.
Έτσι, βρέθηκε στη Μυτιλήνη (1925-1928), τη Σύρο και την Αθήνα (1929), τα Γιάννενα (1930-1932), το Αργοστόλι (1933-1936), την Πάτρα (1937-1938), τον Πύργο (1938-1939) και την Τρίπολη (1939-1943).
Στην καλλιτεχνική του πορεία που κράτησε 60 χρόνια, παρέδωσε πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, καντάτες και ορατόρια, όπερες καθώς και μουσική για τον κινηματογράφο.
Πολυδιάστατη προσωπικότητα, γνώρισε τους ασημαντικότερους ανθρώπους του καιρού του, το έργο του πολυσχιδές, κοσμαγάπητο, έγινε σύμβολο των αγωνιζόμενων ανθρώπων.
Μπορούμε μόνο μερικώς κάθε φορά να απομονώνουμε ένα τμήμα είτε από την εργογραφία του είτε από τη δράση του για να κατορθώνουμε να αναφερθούμε στην ευρύτητα της ζωής, του πνεύματός του, της δημιουργίας του και των συνδέσεων που ανέπτυξε με τους καλλιτέχνες και τους ανθρώπους του καιρού του.
Ενέπνευσε, ξεσήκωσε, μάγεψε, αγαπήθηκε και μισήθηκε από φίλους και πολιτικούς εχθρούς.
Για αυτά που δεν χωρεί αμφιβολία, είναι η εμβέλειά του, η λάμψη της προσωπικότητάς του, η επιδραστικότητά του και το πέρασμά του στην καλλιτεχνική αθανασία. Αποτελεί μέρος της ζωής μας, κομμάτι του μέλλοντος.
Με τη Μαρίζα Κωχ και τον Νίκο Κούνδουρο
Η μουσική τροχιά στη σύνθεση
Ο Θεοδωράκης συνέθεσε πάνω από χίλιες μελωδίες, εκ των οποίων κάποιοι κύκλοι, ανήκουν σήμερα στην πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, όπως καταγράφονται εδώ: «Επιτάφιος», «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία», «Επιφάνια», «Ένας Όμηρος», «Μικρές Κυκλάδες», «Ματχάουζεν», «Ρωμιοσύνη», «Ήλιος και Χρόνος», «Τα τραγούδια του Αντρέα», «Μυθολογία», «Νύχτα Θανάτου», «Οι Γειτονιές του Κόσμου», «Διόνυσος», «Φαίδρα», «Μια θάλασσα».
Συμφωνική μουσική
1953. Συμφωνία Νο 1. (Πρώτη Συμφωνία), 1981 Συμφωνία Νο 2. (Το τραγούδι της Γης, Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη, για παιδική χορωδία, πιάνο και ορχήστρα), 1983: Συμφωνία Νο 7 («Εαρινή», Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος, Γιώργος Κουλούκης) για 4 σολίστ, χορωδία και ορχήστρα, 1986/7: Συμφωνία Νο 4 («Των Χορικών») για σοπράνο, μέτζο, αφηγητή, χορωδία και συμφωνική ορχήστρα χωρίς έγχορδα. 3 Σουίτες, ένα κονσέρτο για πιάνο (1958), μουσική δωματίου.
Καντάτες και Ορατόρια
1960: «Άξιον Εστί» (Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης), 1967: «Επιφάνια Αβέρωφ» (Κείμενο: Γ. Σεφέρης), 1969: «Πνευματικό Εμβατήριο» (Ποίηση: Άγγελος Σικελιανός), «Κατάσταση Πολιορκίας» (Ποίηση: Ρένα Χατζηδάκη), 1971/82: «Canto General» (Ποίηση: Πάμπλο Νερούντα), 1981/2: «Κατά Σαδδουκαίων» (Ποίηση: Μιχάλης Κατσαρός) για τενόρο, βαρύτονο, μπάσο, χορωδία και ορχήστρα, 1982: Λειτουργία Νο 2. («Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον Πόλεμο» Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης, Μίκης Θεοδωράκης) για χορωδία, 1982/3: «Λόρκα» για φωνή, σόλο κιθάρα, χορωδία και ορχήστρα, (βασισμένο στο «Romancero Gitan»), 1992: «Canto Olympico», για σόλο πιάνο, χορωδία και ορχήστρα.
Κλασικές τραγωδίες:
1979. «Ιππής» (Αριστοφάνη), 1986/88: «Ορέστεια»: «Αγαμέμνων» – «Χοηφόροι» – «Ευμενίδες» (Αισχύλου), 1987 «Εκάβη» (Ευριπίδη), 1990 «Αντιγόνη» (Σοφοκλή), 1992 «Προμηθέας Δεσμώτης» (Αισχύλου), 1960/61 «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», μουσική τραγωδία (Μίκη Θεοδωράκη).
Μοντέρνο θέατρο:
1961/62: «Όμορφη Πόλη», μουσική επιθεώρηση (Μποστ, Χριστοδούλου, Χριστοφέλης και άλλοι), 1963: «Η Γειτονιά των Αγγέλων», (Ιάκωβου Καμπανέλλη), 1963: «Μαγική Πόλη», μουσική επιθεώρηση (Θεοδωράκης, Περγιάλης, Κατσαρός), 1974: «Προδομένος Λαός», (Βαγγέλης Γκούφας), 1975: «Εχθρός Λαός», δράμα (Ιάκωβος Καμπανέλης), 1975: «Χριστόφορος Κολόμβος», (Νίκος Καζαντζάκης), 1976: «Καποδίστριας», (Νίκος Καζαντζάκης), 1977: «Ο Άλλος Αλέξανδρος», (Μαργαρίτα Λυμπεράκη), 1979: «Παπαφλέσσας», θέατρο (Σπύρος Μελάς).
Διεθνές θέατρο:
1961 «Ένας Όμηρος», (Μπρένταν Μπήαν), 1975: «Sauspiel», (Μάρτιν Βάλσερ), 1978: «Πολίτες δεύτερης κατηγορίας», (Μπρένταν Φρίες), 1979: «Καλιγούλας», (Αλμπέρ Καμύ), 1980: «Περικλής», (Ουίλιαμ Σαίξπηρ), 1974: «Μάκβεθ», (Ουίλιαμ Σαίξπηρ).
Μουσική για φιλμ:
«I ll Met by Moonlight» (1960), «Honeymoon» (1960), «The Shadow of the Cat» (1961), «Five Miles to Midnight» (1961), «Ηλέκτρα» (1962), «Φαίδρα» (1962), «Les Amants de Teruel» (1964), «Ζορμπάς» (1964), «Ζ» (1969), «Κατάσταση Πολιορκίας» (1972), «Σέρπικο» (1973), «Ιφιγένεια» (1977/8) και το «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο» (1980).
Με τον Άντονι Κουΐν και τον Μιχάλη Κακογιάννη
Όπως έλεγε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης για την κοινωνικοπολιτική του φιλοσοφία, «Στην ουσία παρέμεινα μόνος, ανένταχτος, ανεξάρτητος αλλά αυτοστρατευμένος. Η φιλοσοφία μου και η πολιτική μου υπήρξε απλή: Πίστευα μόνο στο μαζικό κίνημα, στον ενωμένο στη βάση του λαό. Πίστευα ακόμα, ότι δεν παίζει ρόλο με ποιο τρόπο θα ενωθεί ο λαός. Φτάνει να ενωθεί. Από κει και πέρα, πίστευα, ότι ο ενωμένος στη βάση του λαός αποκτά τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε να οδηγείται προς την αυτοτέλεια ξεπερνώντας, αφήνοντας πίσω του, και αν χρειαστεί απομακρύνοντας ακόμα και αυτούς, που για ιδιοτελείς λόγους συνέτειναν στην ενότητά του.
Με τον Βασίλη Τσιτσάνη
Όμως έως ότου φτάσει ο λαός στην αυτογνωσία που θα τον αποδεσμεύσει από τα συνήθη κομματικά και άλλα δεσμά του, είμαστε υποχρεωμένοι -αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές- να λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας τις όποιες δεσμεύσεις- προκαταλήψεις – «πιστεύω» κ.λπ. της στιγμής που σημαίνει, ότι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους εκάστοτε πολιτικούς του ποιμένες. Αφού ο λαός σαν τα πρόβατα ακολουθεί ο καθένας το βοσκό του, για να ενωθούν τα κοπάδια σε ένα, θα πρέπει να πεισθούν οι βοσκοί να σμίξουν στο ίδιο βοσκοτόπι, ανυποψίαστοι ότι υπογράφουν με αυτόν τον τρόπο τη ‘θανατική του καταδίκη ως αναμφισβήτητοι ηγέτες, σωτήρες και βοσκοί σιωπηλών αμνών. Γιατί οι σιωπηλοί, πειθαρχικοί και ανεγκέφαλοι αμνοί, απ΄τη στιγμή που θα πάψουν να αποτελούν κοπάδι και γίνουν Λαός, αποκτούν δύναμη ιστορική. Υπάρχει ποιοτική αλλαγή. Ποιοτικό άλμα. Και τότε ακριβώς συμβαίνει να γίνεται ιστορία.»