Οι προσδοκίες από τον Αγγλικό Στόλο στη Σκιάθο και η μεγάλη πυρκαγιά του 1927 | γράφει ο Γιώργος Σανιδάς
2023-09-01 01:10:11Το παρακάτω πρωτοσέλιδο άρθρο που αλιεύσαμε από την εφημερίδα ‘’ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ’’ της 30/7/1927 και υπογράφει κάποιος με το ψευδώνυμο ‘’ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ’’, είναι απολύτως ενδεικτικό για το τι μπορεί να συμβεί σ’ ένα τόπο όταν επέλθει απότομη αλλαγή στην ισορροπία του. Τα τρομακτικότερα βέβαια έρχονται όταν η αλλαγή γίνεται μόνιμη και διαρκής κατάσταση γιατί τότε τους μικροπωλητές αντικαθιστούν οι επενδυτές….
Τις μέρες λοιπόν που η ταπεινή και άσημη ακόμα Σκιάθος δοκιμαζόταν από μια μεγάλη πυρκαγιά η οποία ξέσπασε στις 22/7/1927 και κατέκαιγε τα δάση της –γι’ αυτή πιθανότατα έκλαυσε ο Μωραϊτίδης όπως γράψαμε στο προηγούμενο άρθρο μας- , έφθασε ο Αγγλικός στόλος* και ιδού πως όλα ως διά μαγείας, άλλαξαν άρδην…
«Τα καΐκια ξεφορτώνουν καθημερινώς κάσσες. Μανάβικα στήνονται, μπυραρίες ανοίγουν, διαλαληταί εξυμνούν το εμπόρευμά των.
Οι τοίχοι μαρκάρονται βιαστικά. Όπου κι αν γυρίσει κανένας, σ’ όλο το μάκρος της παραλίας, και του κεντρικού δρόμου, που ανηφορίζει, περνώντας ως την άλλη άκρη το χωριό, παντού θ’ αντικρύσει στους τοίχους επιγραφές κάθε είδους: Well come, Cool beer…Και βέβαια κάτι εξαιρετικό συμβαίνει. Έρχονται οι Εγγλέζοι.
Τραπεζομάντηλα άσπρα και άσπρες πετσέτες αφήνουν τις κασέλες, οι οποίες στοργικά εφυλάσσοντο από τις προηγούμενες νησιώτισσες νοικοκυρές, και στρώνονται γρήγορα - γρήγορα στα τραπέζια των αυτοσχεδίων ζυθοπωλείων.
Δεν υπάρχει τρύπα, δεν υπάρχει κατώγι, δεν υπάρχει μαγαζί. είτε τσαγκάρικο ήταν είτε ραφτάδικο, που να μη μεταρρυθμίσθη μέσα σε μια στιγμή, σε κέντρο ποτού και μεθυσιού. Ακόμα και στην ήρεμη, την ατέλειωτη αμμουδιά προς την δυτική πλευρά του λιμανιού και κάτω από σκιάδες που πρόχειρα εστήθησαν από σχοίνια και μέσα στα παραθαλάσσια κτήματα, έχουν ξεφυτρώσει τραπεζάκια κάθε είδους και κάθε φόρμας. Όλων τα μάτια, ενώ τα χέρια συγυρίζουν, κοιτάζουν μ’ αγωνία προς το στόμιον του λιμανιού.
Ένα απόγευμα, που φράττουν το λιμάνι μεγαλοπρεπώς, προβάλλουν οι όγκοι των πελώριων καραβιών με τους μαύρους καπνούς των.
Ένα μεγάλο τμήμα του Αγγλικού στόλου κατέπλεε. 25 καράβια ντρέντωτ, υπερντρέντων, καταδρομικά, αεροπλανοφόρα, εγέμισαν τ’ απέραντο λιμάνι.
Από τότε το νησί που δεν ταράσσεται ούτε απ’ το ανηλεές μαστίγωμα του μανιακού βοριά, ούτε απ’ τα μαλακά χάδια της παιχνιδιάρας νοτιάς, ζει μέσα σε μια παράξενη νευρικότητα.
Στα καφενεδάκια της παραλίας, στα μαγαζάκια, που οι αγαθοί νησιώτες ξεχνούν και ξεχνιούνται, επέταξεν η χαρακτηριστική γαλήνη.
Η παρέα, που καθημερινώς έπαιζε τις κούπες, η παρέα που πολιτικολογούσε, η παρέα της ταβέρνας του Θωμά, του καφενείου Κέντρου και του μαγαζιού, που μετεβαπτίσθη σε jons Boul Bat, έχασαν τα νερά τους. Επήραν την τακτική θεσούλα τους οι ξένοι του νησιού, οι Εγγλέζοι. Παντού τώρα ακούγονται Εγγλέζικα.
Βάρκες μαλτέζικες με κουπιά, πετρελαιώνουν τις φορτηγές και βάρκες του Στόλου οργώνουν ολομερίς τα γαλανά νερά.
Και στην προκυμαία σειρές από κόφες και κάσες παρατάσσονται.
Έτσι κι ο πληθυσμός έχασε το τοπικό του χρώμα. Οι εντόπιοι εξετοπίσθησαν. Κάθε καρυδιάς καρύδι, από όλην την Ελλάδα, το ωραίο νησί ετράβηξε τους ‘’αγαπητικούς’’ της στερλίνας. Μικροπωληταί, πλανόδιοι, φωτογράφοι, μανάβηδες, σαράφηδες, κι άλλοι ακόμη, εγάμισαν το νησί, ακόμα και χορεύτριες, μ’ όλο το ξίνισμα των νησιωτών, κατέφθασαν, που σαν ξεπεσμένες νύφες των δασών, μπογιατισμένες και κουρεμένες χορεύουν κάτω απ’ τον ίσκιο των ελιών.
Κι ενώ ο πολυποίκιλος και πολύμορφος αυτός κόσμος με λαχτάρα επερίμενε την έξοδο των εγγλέζικων πληρωμάτων, ο Ναύαρχος αλλιώς εσκέφθηκε, κι έτσι δεν εξεμίτυσε κανένας ναύτης, εκτός εκείνων που τους απασχολεί υπηρεσία στην στεριά.
Έγιναν κ’ επίσημες δεξιώσεις, βγήκαν αξιωματικοί, εξεχύθηκαν στις εξοχές του νησιού, η μπάντα του Στόλου κάθε Κυριακή απόγευμα παίζει στην προκυμαία, μα ναύτης ούτε ένας δεν εφάνηκε.
Και με σταυρωμένα τα χέρια, λυπημένος, απελπισμένος ο εσμός των μικροπωλητών, εξακολουθεί να κοιτάζει τους σιωπηλούς όγκους των καραβιών.
Μόνον, όσοι ετραβήχθησαν, στην αμμουδιά, κάνουν χρυσές δουλειές, από τους Εγγλέζους που ομαδόν βγαίνουν εκεί και κολυμβούν, και ξεχύνονται ύστερα στις ελιές, όπου ξεθυμαίνουν στα μπουκάλια της μπύρας, που αθρόες προσφέρονται στα υπαίθρια Ζυθοπωλεία και από τους περιφερόμενους πωλητάς, δίπλα στο κύμα, μέσα σε πανέρια, διαλαλώντας.
-Beer- Beer
Kι όμως στα πλοία η ζωή εξακολουθεί, κανονική, ρυθμική, αμετάβλητη. Πλοία εισπλέουν. Πλοία αποπλέουν. Σύσσωμα απάγονται έξω απ’ το λιμάνι και σκοπόσημα ρυμουλκούνται μέσα δι’ επισκευήν. Γυμνάσια** γίνονται στις θάλασσες που περισφίγγουν το νησί, ανοιχτά προς τα παράλια της Χαλκιδικής και της Ευβοίας. Κανονιές βουίζουν πότε νύχτα πότε μέρα. Πύραυλοι εξακοντίζονται τις νύχτες και προβολείς χύνουν ποταμούς φωτός σ’ όλο το πλάτος του ουρανού, σ’ όλο το μάκρος της θάλασσας. Αεροπλάνα φτερουγίζουν στον αέρα.
Τώρα η βαριά Μοίρα έφυγε, το λιμάνι του ωραιότερου νησιού της Μεσογείου, όπως λένε οι Εγγλέζοι, φιλοξενεί την ελαφρά Μοίρα. Άλλα 25 πλοία, υποβρύχια, ελαφρά καταδρομικά, αντιτορπιλικά, είναι αραγμένα σε κανονικότατες γραμμές.
Μα κι απ’ τα πλοία αυτά κανένας ναύτης δεν εβγήκε. Κι έτσι η απελπισία των αναμενόντων εξακολουθεί και οι μπύρες και τα πιοτά παραμένουν απώλητα, τα μήλα και τ’ αχλάδια σαπίζουν και τα πεπόνια και τα καρπούζια μεταβάλλονται σε πολτούς.
Στους Εγγλέζους κάνει εντύπωση ότι οι περισσότεροι εντόπιοι μιλούν τα Αγγλικά. Μάλιστα δε με τις εγγλέζικες επιγραφές που εγέμισαν τους τοίχους, η Σκιάθος δεν ξεχωρίζει από Αγγλική αποικία.
Αλλά την εύθυμη μορφή, που πήρε το νησί με τον ερχομό των Εγγλέζων, ήρθε ν’ αλλάξει η τρομερή πυρκαγιά που τρεις ολόκληρες ημέρες, με τη δύναμη ενός δυνατού βοριά, κατέκαυσε το μισό νησί. Τόσον από το δάσος που από δεκαετίας είχε καεί*** και είχε αναβλαστήσει, όσο κι από εκείνο που η άλλη πυρκαγιά εσεβάσθηκε, δεν έμεινε τίποτα.
Οι ελαιώνες, αμπελώνες, συκεώνες, οπωρώνες που εγειτνίαζαν με το δάσος, εχρησίμευσαν ως τροφή στην αχόρταγη φωτιά. Οι ζημιές είναι ανυπολόγιστες. Ολόκληρο το τμήμα του νησιού από τη δυτική πλευρά του μέχρι της ανατολικής, έχει καεί.
Ολόκληρος ο πληθυσμός του νησιού καθώς και αγήματα από 150 ναύτες του αγγλικού στόλου εφοδιασμένοι με μάσκες και διάφορα εργαλεία ηγωνίσθησαν να εντοπίσουν την φωτιά.
Φαίνεται πως τα κατάφεραν.
Και τώρα δεν υπάρχει πεύκο, πουθενά και το όμορφο νησί, το υλομανές, ποιος ξέρει για πόσα χρόνια, θα μείνει γυμνό, στίγμα του πολιτισμού μας και της κρατικής μερίμνης για την προστασίαν των δασών μας.
Η φωτιά δεν εμαθεύτηκε πως εμπήκεν, ούτε θα μαθευτεί. Μα και αν γνωσθή δεν βγαίνει τίποτα…»
*O βρετανικός στόλος ερχόταν κάθε καλοκαίρι στο νησί από το 1925 ως το 1935. Μετά την απελευθέρωσή της το 1944 η Σκιάθος χρησιμοποιήθηκε ως προηγμένη βάση του ίδιου στόλου.
*Δύο χρόνια αργότερα, στις 26 Ιουλίου του 1929, στην περιοχή της Σκιάθου, κατά τη διάρκεια γυμνασίων του βρετανικού στόλου, εξερράγη πυροβόλο του καταδρομικού Ντεβονσάιρ με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 18 άνδρες του. (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 17-7-1929)
**Ο αρθρογράφος αναφέρεται στην τρομερή πυρκαγιά στις 30-6- 1915 (Περισσότερα: Iω Φραγκούλας, Σκιαθίτικα, τόμος δ’ σελ 147)