Στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε πριν από δύο εβδομάδες στη Βουλή, ένα από τα 263 άρθρα αφορά την ελάχιστη απόσταση της δόμησης από τον αιγιαλό. Φαινομενικά η ρύθμιση δείχνει «αδιάφορη»: προσθέτει άλλη μία κατηγορία τουριστικών εγκαταστάσεων σε εκείνες που κατ’ εξαίρεση μπορούν να ανεγερθούν σε απόσταση 30 –αντί 50– μέτρων από τον αιγιαλό.
Αυτή η ρύθμιση δεν είναι μόνο ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο «ξεχειλώνονται» οι εξαιρέσεις στην πολεοδομική και περιβαλλοντική νομοθεσία, ώστε να φθάνουν κάποια στιγμή να γίνονται ο κανόνας. Περισσότερο καταδεικνύει το πώς η χώρα μας εξακολουθεί να κωφεύει για την πρόληψη των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και αντί να νομοθετεί για την προστασία των αιγιαλών, συνεχίζει αργά αλλά σταθερά το αντίθετο.
Το πόσο κοντά στη θάλασσα μπορεί να χτίσει σήμερα κάποιος είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων: αν έχει χαραχθεί η γραμμή αιγιαλού, πόσο μεγάλη (αν υπάρχει) είναι η ζώνη παραλίας, ποιες ειδικές διατάξεις υπάρχουν σε κάθε περιοχή. Υπάρχει όμως μια γενική νομοθεσία, ένας γενικός κανόνας που ανάγεται στη δικτατορία. Πρόκειται για το νομοθετικό διάταγμα 439/1970, που έθεσε ως ελάχιστο όριο από τη γραμμή του αιγιαλού τα 30 μέτρα για τις κατοικίες και τα 50 μέτρα για τα ξενοδοχεία. Η ρύθμιση αντικατόπτριζε την εποχή της: η δικτατορία, στην προσπάθειά της να νομιμοποιηθεί πολιτικά, πριμοδοτούσε «ημετέρους» και οποιονδήποτε υποσχόταν επενδύσεις. Το ερώτημα είναι γιατί παραμένει εν ισχύι επί σχεδόν πέντε δεκαετίες.
Και όχι μόνο αυτό. Η τουριστική βιομηχανία ζήτησε και πέτυχε οι τουριστικές κατοικίες εντός τουριστικών εγκαταστάσεων να εξομοιωθούν με τις «κοινές». Το 2013, με τον ν. 4179 (έναν από τους πολλούς που ενίσχυσαν εκείνα τα χρόνια το προνομιακό πολεοδομικό καθεστώς των μεγάλων τουριστικών επενδύσεων), αποφασίστηκε να επιτραπεί δόμηση στα 30 μέτρα από τον αιγιαλό σε κάποιες κατηγορίες τουριστικών εγκαταστάσεων (στις τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες εντός «σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων», στις μη αμιγώς τουριστικές εγκαταστάσεις εντός Περιοχών Οργανωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης και στις κατοικίες οργανωμένων τουριστικών δραστηριοτήτων).
Πριν από δύο εβδομάδες το άρθρο 233 του σχεδίου νόμου… ήρθε να επιλύσει μια αδικία. Η προαναφερθείσα εξαίρεση των 30 μέτρων από τη θάλασσα επεκτείνεται σε ακόμη ένα είδος τουριστικών εγκαταστάσεων, στα «μεικτά τουριστικά καταλύματα».
Πρόκειται για ένα πολεοδομικό μοντέλο που προβλέφθηκε το 2020 (ν. 4359) και αφορά κάμπινγκ με ξενοδοχεία και –τι άλλο;– τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες, ένα μέρος των οποίων διατίθεται προς μακροχρόνια μίσθωση ή πώληση. Επομένως, η εξαίρεση από τον κανόνα των 50 μέτρων από τον αιγιαλό δεν είναι μικρή: αφορά, στην ουσία, όλες τις μεσαίες και μεγάλες τουριστικές επενδύσεις στη χώρα μας – και συνεχίζει να διευρύνεται ώστε να περιλάβει και νέες.
Πλήρης αγνόηση της φωνής των περιβαλλοντολόγων και παρά τους κινδύνους λόγω ανόδου της στάθμης της θάλασσας.
Η… ρύθμιση του 2013
Ολα αυτά για την απόσταση επιπλωμένων κατοικιών από τον αιγιαλό. Για τις υπόλοιπες ανάγκες των τουριστικών εγκαταστάσεων μερίμνησε πριν από μία δεκαετία ο ν. 4179/2013. Οπως προβλέπει, «σε οργανωμένους υποδοχείς τουριστικών δραστηριοτήτων, σε σύνθετα τουριστικά καταλύματα, καθώς και σε τουριστικά καταλύματα 5 αστέρων που διαθέτουν “πρόσωπο” σε παραλία μεγαλύτερο των 100 μέτρων επιτρέπεται στο 20% αυτού του “προσώπου” η εγκατάσταση χώρων εστίασης και αναψυχής, αποδυτηρίων, συγκροτημάτων υγιεινής, αθλοπαιδιών και παιδικών χαρών μέχρι τη γραμμή παραλίας ή σε απόσταση 10 μέτρων από τη γραμμή αιγιαλού, εφόσον δεν έχει καθοριστεί παραλία».
Η συμπερίληψη των ξενοδοχείων 5 αστέρων στη συγκεκριμένη ρύθμιση δεν δείχνει να έγινε τυχαία. Λίγους μήνες νωρίτερα, στις αρχές του 2013, είχε ξεκινήσει ακόμη μία προσπάθεια κατεδάφισης παράνομων παράκτιων εγκαταστάσεων μεγάλων ξενοδοχείων στην Κρήτη, η οποία τερματίστηκε άδοξα έπειτα από ευθεία πολιτική παρέμβαση. Με την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση οι παράνομες εγκαταστάσεις στον αιγιαλό μπόρεσαν να νομιμοποιηθούν.
«Το άρθρο 24 του Συντάγματος αποτυπώνει σαφώς την υποχρέωση της πολιτείας να προστατεύσει το περιβάλλον. Στην επιταγή αυτή εδράζεται και η προστασία του αιγιαλού», εξηγεί η νομικός Αμαλία Στάμου. «Η νομολογία του ΣτΕ έχει πολύ αξιόλογες αποφάσεις υπέρ της διακοπής κάθε επικίνδυνης ή βλαπτικής πράξης στον αιγιαλό, ή παράλειψης του κράτους να τον προστατεύσει. Ομως η επιδιωκόμενη προστασία του αιγιαλού συχνά προσκρούει στην πολυνομία, στην καθυστέρηση της οριοθέτησής του από το υπουργείο Οικονομικών, καθώς και στη διαχρονική αναβλητικότητα και έλλειψη οργάνωσης του κράτους. Με αυτόν τον τρόπο (και παρά τις επιταγές της επιστήμης, λόγω της κλιματικής κρίσης) η δικαστική εξουσία αποστερείται από τη δύναμη και τα εργαλεία να οδηγηθεί σε γρήγορη και ορθή κρίση. Περαιτέρω, εκτός από την προστασία του αιγιαλού διακυβεύεται και η ασφάλεια δικαίου και φυσικά η εφαρμογή των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης».
Είναι όμως λογικό να εξακολουθούμε να χτίζουμε σήμερα σε απόσταση 10 ή 30 μέτρων από τον αιγιαλό; Οι ειδικοί λένε ξεκάθαρα ότι είναι λάθος και από περιβαλλοντική και από οικονομική πλευρά. «Ο αιγιαλός παρέχει πολύτιμες οικοσυστημικές λειτουργίες, οι οποίες έχουν μελετηθεί εκτενώς τα τελευταία χρόνια», λέει ο Δρόσος Κουτσούμπας, καθηγητής Θαλάσσιας Βιολογίας στο τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλάσσιων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. «Ενα μεγάλο μέρος του φιλοξενεί σημαντικά ενδιαιτήματα, όπως οι αμμοθίνες που προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες και φιλοξενούν σημαντικά είδη χλωρίδας και πανίδας. Η ύπαρξη μιας επαρκούς ζώνης που θα είναι ελεύθερη από κατασκευές και ανθρώπινη δραστηριότητα είναι θεμελιώδους σημασίας για την προστασία των παράκτιων οικοσυστημάτων και, εντέλει, του ανθρώπου. Πρέπει να σταματήσουμε να νομοθετούμε με βάση το εφήμερο κέρδος».
«Το να συζητάμε για δόμηση στα 10 ή τα 30 μέτρα είναι έξω από κάθε λογική», εκτιμά ο Αντώνης Βελεγράκης, καθηγητής Θαλάσσιας Γεωλογίας στο ίδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Αιγαίου. «Ολες οι μελέτες για τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης κατατείνουν στο ότι και στην Ελλάδα θα έχουμε άνοδο της στάθμης της θάλασσας τα επόμενα 30-50 χρόνια. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να υπάρξει εκτεταμένη διάβρωση των ακτών και “μετακίνηση” της ακτογραμμής προς το εσωτερικό. Γι’ αυτό και το έβδομο πρωτόκολλο της Σύμβασης της Βαρκελώνης (που δεν το επικύρωσαν η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ιταλία) μιλάει για ελάχιστη απόσταση 100 μέτρων της δόμησης από τον αιγιαλό. Μέσα στα επόμενα χρόνια, ό,τι βρίσκεται κοντά στον αιγιαλό θα βρεθεί σε μεγάλο ρίσκο». Η δόμηση στον αιγιαλό δεν θέτει σε άμεσο κίνδυνο μόνο τα ίδια τα κτίρια και τις υποδομές που βρίσκονται εκεί. «Οι ανθρωπογενείς κατασκευές εμποδίζουν τη φυσική διαδικασία ανταπόκρισης της ακτής στην κίνηση του νερού και αναπλήρωσης της παραλίας. Ο κυματισμός “αντανακλάται” στο εμπόδιο και διαβρώνει ταχύτερα την ακτή. Κατά τη γνώμη μου, όσοι χτίζουν στα 30 μέτρα από τον αιγιαλό θα πρέπει να ασφαλίζουν υποχρεωτικά τα κτίριά τους και όχι να ζητούν από το κράτος να τους “σώσει” μόλις αρχίσουν να πλημμυρίζουν».