Ο 34χρονος σήμερα κατηγορούμενος ερωτηθείς από την πρόεδρο της έδρας αν δηλώνει αθώος ή ένοχος, όταν αναγνώστηκε η κατηγορία της διπλής ανθρωποκτονίας από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, απάντησε ορθά- κοφτά “Δεν την αποδέχομαι γιατί δεν ήμουν ο εαυτός μου”, στάση που κράτησε και η υπερασπιστική γραμμή, δηλαδή ότι ο δολοφόνος είχε το ακαταλόγιστο των πράξεών του, εξαιτίας ψυχιατρικών διαταραχών που αντιμετωπίζει, ότι πάσχει από διαταραχή αντίληψης και σχιζοφρένεια.
Η πολιτική αγωγή επιχειρηματολόγησε περί του αντιθέτου, υποστηρίζοντας ότι αν ο κατηγορούμενος είχε το ακαταλόγιστο, η υπερασπιστική γραμμή του δράστη θα μπορούσε να κάνει χρήση του άρθρου 200 περί ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης που αναφέρεται στη διανοητική υγεία και ουσιαστικά δίνει το δικαίωμα του εγκλεισμού, ενώ αν όντως είχε το ακαταλόγιστο θα μπορούσε να κάνει χρήση του άρθρου 80 του ποινικού κώδικα που δίνει το δικαίωμα σε άτομα με τόση νοσηρότητα να μην εμφανιστούν στο δικαστήριο, που και πάλι δεν έγινε χρήση από την υπεράσπιση. Τουναντίον ο δράστης είχε σώας τα φρένα και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι για να συλληφθεί προηγήθηκε καταδίωξη περίπου δυο ωρών τόσο εντός της πόλης του Βόλου όσο και στο δρόμο προς Λεχώνια και Αγ. Βλάσιο.
Επίσης, η πολιτική αγωγή έκανε λόγο για προμελετημένο έγκλημα το οποίο αποδεικνύεται και από τα τραύματα που επέφερε στην κοιλιακή χώρα και στην καρδιά και των δυο θυμάτων.
Οι μάρτυρες
Αρχικά κατέθεσαν οι αστυνομικοί που συμμετείχαν τόσο στην καταδίωξη για τη σύλληψη του δράστη όσο και αυτών που βρέθηκαν ενώπιον του φρικτού εγκλήματος, με τα πτώματα των δυο παιδιών μαχαιρωμένα πολλαπλά στην καρδιά και στην κοιλιακή χώρα. Οι δε λεπτομέρειες που κατέθεσε ο αστυνομικός που βρέθηκε πρώτος στον τόπο του εγκλήματος ήταν απολύτως ανατριχιαστικές λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ” το τραύμα ήταν τόσο βαθύ που είδα την καρδιά του Γιώργου. Προσπάθησα να τον σώσω πιέζοντας το τραύμα με ότι πανιά βρήκα, αλλά η λίμνη αίματος δεν σταματούσε, μέχρι που έγινε άσπρος σαν χαρτί και τελικά ξεψύχησε”.
Όλοι οι μάρτυρες που ακολούθησαν αναφέρθηκαν στην προσωπικότητα του δράστη και στο γεγονός ότι η Κωνσταντίνα ήταν ένα χαρούμενο και κοινωνικό παιδί και ότι από τον γάμο της και μετά είχα ξεκόψει απο όλους τους φίλους και όλες τις παρέες, τις οποίες ανέκτησε σταδιακά από το Δεκέμβρη του 2020 που χώρισε από τον δράστη και εγκαταστάθηκε στο πατρικό της στην Μακρινίτσα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι την ζήλευε και γενικώς δεν της επέτρεπε να έχει επαφές με φίλους.
Τραγικές φιγούρες οι γονείς των αδικοχαμένων παιδιών, οι οποίοι αναβίωσαν λεπτό προς λεπτό την τραγική στιγμή του φονικού, μέσω των πολλών ερωτήσεων που δέχθηκαν κατά τη διάρκεια της κατάθεσής τους, ενώ εκείνο που ζητάνε είναι δικαιοσύνη για τα παιδιά τους, δικαιοσύνη για τον άδικο χαμό τους.
Χαρακτηριστικά τα λόγια της μητέρας που σώθηκε από την οργή του δράστη, επειδή ο ίδιος το επέλεξε να της επιτρέψει να ζήσει λέγοντάς της “εσένα καρ…λα θα σ αφήσω να ζήσεις για να πονάς”.
Πριν λίγα λεπτά έγινε διακοπή της δίκης λόγο του αιτήματος που έθεσε η πολιτική αγωγή, σχετικά με την έλλειψη δυνατότητας να εμφανιστεί στο δικαστήριο και να καταθέσει ο Καθηγητής Ψυχιατρικής Ψυχιατροδικαστικής, Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατροδικαστικής Εταιρείας (ΕΨΔΕ) Αθανάσιος Δουζένης, ο οποίος ήταν ο τεχνικός σύμβουλος της πραγματογνωμοσύνης που διεξήχθη για να διαπιστωθεί η κατάσταση της ψυχικής υγείας του δράστη.
Η έδρα αποχώρησε προκειμένου να αποφασίσει αν θα διακόψει για άλλη ημέρα ή θα συνεχιστεί η δίκη σήμερα.
Πριν λίγο ανέβηκε η έδρα του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Καρδίτσας και η πρόεδρος ανακοίνωσε ότι το δικαστήριο αποδέχεται τη διακοπή και ορίζει την Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022 ως ημέρα συνέχισης της δίκης.