Ένα αφιέρωμα στο καταπράσινο νησί της Σκοπέλου παρουσιάζει ο Guardian. Το νησί έγινε ευρύτερα γνωστό στο παγκόσμιο κοινό από την ταινία Mama Mia!, που γυρίστηκε εκεί. Ωστόσο, ο συντάκτης του αφιερώματος εστιάζει αλλού. Συγκεκριμένα, στα πανάρχαια μονοπάτια που χρησιμοποιούσαν οι ρητινοσυλλέκτες. «Aκολουθούμε τo “Moνοπάτι της Ρετσίνας” ένα από τα αρχαία μονοπάτια που χρησιμοποιούσαν οι ρητινοσυλλέκτες έως τη δεκαετία του 1990 όταν η ζήτηση για ρετσίνι μειώθηκε. Είναι αρχές Οκτωβρίου. Περπατάμε σε ένα πυκνό δάσος. Είμαστε ευγνώμονες για τη σκιά που προσφέρει το δάσος. Η θερμοκρασία φτάνει τους 30 βαθμούς. Εκτός από τα γινομένα καρύδια που έχουν πέσει από τα δέντρα στον δρόμο μας, τίποτα δεν παραπέμπει σε φθινόπωρο. Αρκετοί τόνοι ρητίνης μεταφέρονταν μέσω αυτού του μονοπατιού στο λιμάνι του νησιού κι από εκεί στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή χρωμάτων, καλλυντικών αλλά και για το εμβληματικό ελληνικό κρασί, τη ρετσίνα», γράφει ο Guardian. Ο συγγραφέας του αφιερώματος εντυπωσιάζεται από το τοπίο. «Σε κάποιο απότομο σημείο του λιθόστρωτου μονοπατιού σταματάμε για να θαυμάσουμε τη θέα. Όλες οι πλαγιές των βουνών είναι καλυμμένες με την πρασινομπλέ “γούνα” των ελάτων, ενώ ταυτόχρονα βλέπεις και τη θάλασσα. Το δάσος είναι τόσο πυκνό που από μακριά μοιάζει με τροπική βλάστηση. Είχα την αίσθηση ότι μεταφέρθηκα από τις Σποράδες κάπου στην Καραϊβική».
Στο αφιέρωμα μιλάει η Χέδερ Πάρσονς, μία Βρετανίδα που εγκαταστάθηκε πριν περίπου 30 χρόνια στο νησί και πλέον διοργανώνει πεζοπορικές εκδρομές στα μονοπάτια. Χάρη στην Πάρσονς και πολλούς εθελοντές, πολλά χαμένα μονοπάτια «ανακαλύφθηκαν» ξανά, καθαρίστηκαν και πλέον δέχονται πεζοπόρους επισκέπτες. Η ίδια έχει γράψει ένα βιβλίο-οδηγό για τα μονοπάτια που ανακάλυψε. «Φυσικά οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν μόνοι τους τις διαδρομές, αλλά το Μονοπάτι της Ρετσίνας, μήκους 12 χιλιομέτρων, αξίζει να το κάνεις και με οδηγό. Θυμάται τους τελευταίους ρητινοσυλλέκτες «που ζούσαν σε καλύβες κατά τη διάρκεια της συγκομιδής». Για τα λιθόστρωτα καλντερίμια αναφέρει ότι «το κράτος δεν ενδιαφέρεται να τα συντηρήσει αλλά είναι τόσο όμορφα που δεν αντέχει στην ιδέα να τα εγκαταλείψει».
Ένα κείμενο που μιλάει για τα πεύκα και το ρετσίνι δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί και στη ρετσίνα και τη σημερινή αναγέννηση που ζει, αν και το ρετσίνι δεν προέρχεται πια από τη Σκόπελο. «Η ρετσίνα ανακαλύφθηκε τυχαία το 2000 π.Χ. Οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ρετσίνι από πεύκα για να σφραγίσουν τους πήλινους αμφορείς τους με κρασί και λάτρεψαν την ιδιαίτερη γεύση και άρωμα που έδινε στο κρασί η επαφή με το ρετσίνι. Στη συνέχεια, η ρετσίνα παραγόταν με τον ίδιο τρόπο που φτιάχνεται το ροζέ ή το λευκό κρασί με την ρητίνη να προστίθεται κατά το στάδιο της ζύμωσης. Τη δεκαετία του 1960, υπήρξε ραγδαία αύξηση της ζήτησης, κάτι που οδήγησε στο να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ρετσίνι -όχι για να συντηρήσει το κρασί αλλά για να κρύψει τις ατέλειές του. Και φυσικά, όσο έπεφτε η ποιότητα της ρετσίνας, έπεσε η δημοφιλία της και δυσφημίστηκε. Εδώ και μια δεκαετία, όμως, το γνωστότερο ελληνικό κρασί χάρη σε οινοποιούς που τους αρέσει να πειραματίζονται, ζει μία αναγέννηση με πολλές φορές εκπληκτικά αποτελέσματα» καταλήγει ο Guardian.