SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

''Τῇ ΚΘ’ τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου, τῶν Ἁγίων Δισμυρίων, τῶν ἐν Νικομηδείᾳ καέντων'' - Οι Δισμύριοι Μάρτυρες και ο Μωραϊτίδης | του Κων/νου Κουτούμπα

2020-12-28 20:34:41

     Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στις ταξιδιωτικές του περιγραφές από τις περιηγήσεις του στα μεγάλα θρησκευτικά κέντρα της Ορθόδοξης Ανατολής, γνωστές τον κοινό τους τίτλο ''Μὲ τοῦ Βορηὰ τὰ κύματα'', μας διασώζει το στιγμιότυπο από την επίσκεψή του στην Νικομήδεια, στο σημερινό Ισμίτ, στην οποία κατά τα ρωμαϊκά χρόνια και την περίοδο των διωγμών μαρτύρησαν πολλοί άγιοι, ανάμεσά τους ο Άγιος Παντελεήμων αλλά και οι Δισμύριοι (20.000) Μάρτυρες, των οποίων η μνήμη εορτάζεται σήμερα, τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα. Και αυτό γιατί μαρτύρησαν ανήμερα των Χριστουγέννων, τη στιγμή που γιόρταζαν τη Γέννηση του Σωτήρος, συγκεντρωμένοι μέσα στον Ναό της Νικομήδειας. Παραθέτουμε παρακάτω το κείμενο του Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη :

τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραἱτίδη

 Ἡ περίφημος Νικομήδεια.

''Τὸ ὁμιχλῶδες καὶ καπνῶδες Ἰσμίτ, τὸ Ἰσμὶτ τὸ ὑετόρρυτον, τὸ Ἰσμὶτ τὸ ὑδατόλουστον. Τὸ ὁμβροτόκον Ἰσμίτ, τὸ ὁποῖον, ὡς Βιθυνικὴ πάπια ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας λούεται εἰς τὰ βρόχινα ὕδατα. Διηγοῦνται ὅτι ἕνας Ἰσμιτιανός, τόσον ἐβαρύνθη πλέον μὲ τὰς καθημερινὰς τῆς πατρίδος του βροχάς, μὴ δυναμενος νὰ ἀπολαύσῃ τὸ θέαμα τοῦ ὡραίου κόλπου καθήμενος ἐν ὑπαίθρῳ, ὥστε ἀπεφάσισε καὶ ἀπῆλθε μὲ μεγάλην λύπην του. Καὶ κατῴκησεν εἰς ἄλλον τόπον, εἰς τὰ Μπογάζια. Μετὰ καιροὺς καὶ χρόνους συνήντησεν ἐκεῖ ἕνα παλαιὸν συμπατριώτην του, ἄρτι ἐλθόντα ἀπὸ τὸ Ἰσμίτ· καὶ πρώτην ἐρώτησιν τοῦ ἀποτείνει :

-Ἰσμιτὲ γιαγμούρ, γιαγίορ; (βρέχει ἀκόμα εἰς τὸ Ἰσμίτ;)

-Γιαγίορ! Γιαγίορ! Βρέχει! Βρέχει! ἀπήντησε μὲ ἕνα θλιβερὸν τὸνον ὁ συμπατριώτης του....

            Διὰ τοῦτο τὰς ἡμέρας αὐτὰς τοῦ θέρους, τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, ἡ χώρα αὔτη παρέστησεν ἐνώπιόν μου ἕνα θέαμα θαλερωτάτης ἀνοίξεως, πανόραμα χειμῶνος χλοάζοντος ὡς ἐν Ἀπριλίῳ μηνί. Καὶ ἐγὼ δὲν ἤμην συνειθισμένος εἰς τὰς τοιαύτας ἐκπλήξεις, ψηνόμενος αὐτὰς τὰς ἡμέρας μέσα εἰς τὸν ὑπὸ τὴν Ἀκρόπολιν φοῦρνον.

            Ἄμπελοι καὶ καπνοφυτεῖαι ὀργῶσαι, μὲ τὰ λιπαρὰ φύλλα των, τὰ καταπράσινα καὶ μεγάλα· κῆποι καὶ καλαμῶνες, καὶ δένδρα ἀειθαλῆ καὶ δένδρα ὀπωροφόρα, καὶ μωρέαι καὶ κυπάρισσοι, ἀποτελοῦντα δάσος, περικοσμοῦσι γύρω-γύρω, τοὺς λόφους, εἰς τὰ κράσπεδα τῶν ὁποῖων ἁπλοῦται ἡ Νικομήδεια, ἡ ἀρχαία τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἀνατολικὴ πρωτεύουσα, ὅπου ὁ θηριώδης Διοκλητιανὸς εἶχε στήσει τὸν αἱμοχαρῆ θρόνον του ἐπάνω εὶς τὰ βασανιστικὰ ὄργανα, μὲ τὰ ὁποῖα, τὸ θηρίον, εβασάνιζε τοὺς ἁγίου μάρτυρας.

...Ἰδοὺ ἔξω ἐκεῖ τὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας τῶν Νικομηδέων Μητροπόλεως, ὅπου τὴν νύκτα τῶν Χριστουγέννων ὁ φοβερὸς διώκτης Μαξιμιανός, τοῦ Διοκλητιανοῦ ὁ αἱμοχαρὴς σύντροφος, τὸ ζεῦγος τοῦ διαβόλου, ὅπως ἀποκαλοῦνται οἱ δύο αὐτοὶ εἰς τὰ Συναξάρια, ἐπυρπόλησε τοὺς δισμυρίους χριστιανοὺς τοὺς ἑορτάζοντας τοῦ Χριστοῦ τὴν γέννησιν. Πολὺ φρικιαστικὸν εἶνε τὸ ἱερὸν αὐτὸ Συναξάριον.

-Μεθαύριον, βασιλεῦ, οἱ Χριστιανοὶ ἑορτάζουν τὰ Χριστούγεννα. Καὶ θὰ εἶνε ὅλοι συνηγμένοι τὴν νύκτα εἰς τὴν ἐκκλησίαν των, εἶπεν εἰς τὸν Μαξιμιανὸν ἕνας ἐκ τῶν ἱερέων του. Μόνον στεῖλε, νὰ τοὺς καύσουν ὅλους μέσα ἐκεῖ, ἐὰν δὲν στέρξουν νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα.

            Πάραυτα ὁ φοβερὸς διώκτης προστάσσει νὰ σωρεύσουν ἔξω τοῦ Ναοῦ, ξύλα, δᾳδία καὶ φρυγανα, καὶ νὰ τὰ ἀνάψουν.

            Βωμὸν δὲ ἔστησεν ἔξω εἰς τὰ προπύλαια, καὶ ἕνας σαλπιγκτὴς ἐσάλπιζεν : Ὅστις θέλει νὰ σωθῇ ἀπὸ τὸν διὰ πυρὸς θάνατον, ἂς ἔλθῃ ἐδῶ νὰ θυσιάσῃ εἰς τοὺς θεοὺς. Ἄλλος δὲ κῆρυξ εἰσελθὼν, εἰς τὰ αὐτὰ προέτρεπε τοὺς συνηγμένους ἔνδον Χριστιανούς.

Ὁ ἱερεὺς ὅμως τῶν Χριστιανῶν ἐγκαρδιώσας πάντας καὶ ἐνισχύσας, τόσον τοὺς ἐνθουσίασεν ὅλους, ὥστε ἐκραύγασαν μὲ μίαν φωνήν: «Προτιμῶμεν τὸν θάνατον, παρὰ νὰ ἀρνηθῶμεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν.

            Τότε ἄναψε πέριξ ἡ πυρά, φοβερῶς τριζοκοποῦσα. Ἐντὸς δὲ τοῦ Ναοῦ οἱ ἱερεῖς ἐβάπτισαν τοὺς ἀβαπτίστους, καὶ τοὺς ἐκοινώνησαν ὅλους τὰ Θεῖα Μυστήρια. Ὅταν δὲ αἱ φλόγες ἤρχισαν νὰ κατακαίουν τὸν Ναὸν ἔνδον, ὅλοι ὅσοι εὑρέθησαν ἐκεῖ ἐκάησαν, τὸν Παγκόσμιον ὕμνον τῶν Τριῶν Παίδων ψάλλοντες, ὅλοι τὸν ἀριθμὸν χιλιάδες εἴκοσιν! Ὕστερον δὲ ἀπὸ πέντε ἡμέρας πλησιάσαντές τινες Χριστιανοὶ ἀπόκρυφα, προσεκύνησαν τὴν τέφραν τῶν Μαρτύρων, ἡ ὁποία εὐωδίαζε γλυκύτατα.

-Αὐτὰ εῑνε τὰ ἐρείπια τοῦ Ναοῦ τούτου, μοῦ εἶπεν ὁ συνοδός μου, ὅπου ἐκάησαν οἱ δισμύριοι Μάρτυρες.

Προσεκύνησα εὐλαβῶς τὸ ὡραῖον αὐτὸ Θυσιαστήριον, ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐθεμελιώθη ἡ Ἐκκλησία μας...’’[1]

[1] . Ἀλ. Μωραϊτίδη, Μὲ τοῦ Βορηὰ τὰ κύματα, Σειρὰ Α’, ἐκδ. «Ἰω. Σιδέρη», Ἀθήναι, σσ. 125-126· 132-133. Αναδημοσίευση από το skiathosiconography.blogspot.com