SKIATHOS Ο καιρός σήμερα

"Το κοινό μας τραγούδι" | του Βαγγέλη Προβιά

2020-12-22 12:23:49
Ο Μάνος. Δούλευε μετρ σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα, σε μπουζούκια. Έκανε σκληρή δουλειά, δωδεκάωρα, και παραπάνω. Με κοστούμι, με αστραφτερό χαμόγελο. Κανόνιζε τα τραπέζια, κρατούσε ισορροπίες, έβαζε τους διάσημους πελάτες να καθίσουν κοντά στην πίστα, αλλά και εκείνους που ήταν συχνοί θαμώνες και έκαναν μεγάλη ζημιά, υψηλούς λογαριασμούς. Είχε επίβλεψη των σερβιτόρων, των έμπειρων αλλά και των νέων, προσπαθούσε να τους καθοδηγήσει, ειδικά τους τελευταίους, που νόμιζαν ότι η νύχτα είναι μόνο ποτό, γέλια και καμάκι. Κάποτε έβγαζε πάρα πολλά χρήματα, περιουσίες κάθε εβδομάδα. Μα σιγά σιγά η νύχτα πήρε την κατηφόρα - νόμιζε πως δεν μπορούσε να πάει χειρότερα, μέχρι τον Μάρτιο. Έχει να κερδίσει χρήματα σχεδόν 10 μήνες. Οι αποταμιεύσεις του τελειώνουν. Μα περισσότερο του λείπει η κίνηση, η ένταση, η ζωή. Ζει μόνος. Δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Προσπαθεί όμως, επίμονα.
Η Βασιλική. Φτιάχνει κοσμήματα. Δεν έχει ιδιαίτερο ταλέντο, αλλά είναι πολύ εργατική και ψάχνεται. Τα σχέδιά της άρεσαν πολύ στις ιδιοκτήτριες μαγαζιών σε συνοικίες. Επειδή τα προτιμούσαν τα λαϊκά κορίτσια και οι λαϊκές γυναίκες. Είχε πάνω από δεκαπέντε μαγαζιά που πουλούσε κοσμήματα. Πότε πότε, δεν προλάβαινε τις παραγγελίες. Έτσι ζούσε και έλεγε δόξα των Θεώ, όποτε περνούσε έξω από καμία εκκλησία. Αυτά τα Χριστούγεννα δεν πούλησε τίποτε - ένας φίλος, χαριστικά, πήρε δυο δαχτυλίδια, μα εκείνη πληγώθηκε. Τον ένιωσε κάπως σαν να είχε ύφος, ότι πρέπει να του κάνει τεμενάδες. Μαθαίνει ότι τα μαγαζιά που πουλούσε κοσμήματα, στις συνοικίες, στα νησιά, κλείνουν. Το ένα μετά το άλλο. Είναι εξηντατριών ετών, τι θα κάνει; Μεγάλωσε σε πλούσια οικογένεια, δεν θέλει να πεθάνει σε φτωχοκομείο. Μερικές φορές σκέφτεται να αρχίσει να πίνει πάλι, αλλά δεν έχει λεφτά να πάρει μπουκάλι από το super market. Προσπαθεί να γελάει, με ό,τι γίνεται.
Ο Σταμάτης. Συνταξιούχος λυκειάρχης. Στριφνός άνθρωπος, σκληρός ακόμη και για τα μικρά και ασήμαντα, το παραδέχεται πια και ο ίδιος. Εύχεται να το είχε καταλάβει νωρίτερα. Η πρώην γυναίκα του δεν θέλει ούτε να τον ακούει, τα παιδιά του ένα τηλεφώνημα τον μήνα, και αν... Παλιά, πήγαινε σε καφέ στην γειτονιά του και καθόταν ώρες, έπιανε γλυκές κουβέντες με τα κορίτσια και τα παλικάρια που σέρβιραν. Τον αγαπούσαν, άφηνε καλό φιλοδώρημα, και ήταν γλυκός άνθρωπος. Δεν του έχει διαφύγει η ειρωνεία, πως όλη του την ζωή έδειχνε αυστηρότητα στους ανθρώπους του και τώρα, για να μπορεί να πει μια κουβέντα, κάνει τον γλυκό με τους ξένους. Μόνο που... μόνο που τώρα έχει να βγει μήνες από το σπίτι, τα καφέ που πήγαινε στην γειτονιά είναι όλα κλειστά και πολλά δεν θα ξανανοίξουν μετά. Σιχαίνεται την τηλεόραση. Προσπαθεί να μην στενοχωριέται.
Η Ελπίδα. Ποτέ δεν αγάπησε τον άντρα της. Παντρεύτηκε από προξενιό. Το προσπάθησε, αλλά... Πριν από δέκα χρόνια νοσηλεύτηκε σε ίδρυμα, είχε παραισθήσεις, φοβόταν το ίσκιο της, δεν μπορούσε το νερό, ούτε καν να πιει. Δεν είναι κακός ο άντρας της, μόνο που δεν τον καταλαβαίνει, δεν τον ξέρει, δεν τον θέλει. Είναι όλη μέρα μαζί στο σπίτι, μήνες τώρα, όταν έλειπε στην δουλειά του μπορούσε να αναπνέει. Κλαίει που δεν μπορεί να τον συνηθίσει ούτε τώρα. Δεν την ενοχλεί καθόλου, αντίθετα. Εκείνη, εκείνη φταίει, το ξέρει... Ας κάνει υπομονή. Ναι.
Ο Τάκης. Κέρδισε πέρυσι μια εξαιρετική υποτροφία, για μεταπτυχιακό. Θα έφευγε από την πνιγηρή κωμόπολη, επιτέλους. Έναν χρόνο στην Ευρώπη. Μακριά από τις καφετέριες, τα οικογενειακά τραπέζια, τις ανόητες χασομέριες. Θα μπορούσε να αφοσιωθεί στα διαβάσματα και στα βιβλία του. Στα όνειρά του. Θα αναχωρούσε τον Αύγουστο. Ακυρώθηκαν όλα. Ματαιώθηκαν μέχρι νεοτέρας. Πνίγεται. Δεν μπορεί να διαβάσει, τίποτε. Ούτε σελίδα. Φοβάται ότι θα χάσει κάθε προοπτική. Είναι συνέχεια εκνευρισμένος. Μισεί τους πάντες.
Η Μπέτυ. Ρεσεψιονίστ σε μεγάλα ξενοδοχεία. Γκρίνιαζε όταν δούλευε, για τους αγενείς
πελάτες, τις ανάποδες βάρδιες, τα αφεντικά εκμεταλλευτές, τους οκνηρούς και δύσκολους συναδέλφους. Μα αγαπούσε την δουλειά της και ήταν καλή. Δεν έχανε στιγμή το χαμόγελό της. Χωρίς εργασία νιώθει σαν να μην έχει εαυτό - έχει αρχίσει να μιλάει μόνη της. Το έκανε και παλιά, αλλά τώρα κάτι άλλο συμβαίνει. Δεν θέλει άλλο να δοκιμάσει τις αντοχές της. Δεν μπορεί.
Ο Δημήτρης. Παραγγέλνει από το ίδιο εστιατόριο κάθε μέρα για να πει ένα γεια στο παιδί που του φέρνει το φαγητό του. Τον συμπαθεί, πολύ, του θυμίζει τον αδελφό του που πέθανε όταν ήταν έφηβοι. Του λείπει το πατρικό του σπίτι, στο χωριό, αλλά δεν θα πάει μέχρι να τελειώσουν όλα. Τραγουδάει μόνος στο σαλόνι του, για συντροφιά.
Η Ντίνα. Συγκινήθηκε διότι κάποιος πελάτης στο ταξί της άφησε 1 ευρώ και σαράντα λεπτά φιλοδώρημα. Έβαλε τα κλάματα στο τιμόνι, εκεί στο φανάρι της Ευτυχίδου, επειδή συγκινήθηκε. Μετά, τι; Θα συγκινείται αν κάποιος είναι απλά ευγενικός; Μα, και αυτό σπανίζει, πια, όλο και περισσότερο.
Ο Τέλης. Έχει ανάγκη λίγη έστω ώρα να μην ακούει τα παιδιά του να μιλάνει, να φωνάζουν, να μαλώνουν. Λίγη, όχι πολλή. Λίγη. Δεν γίνεται. Αισθάνεται ενοχές που σκέφτεται έτσι, εκνευρίζεται, μιλά άσχημα. Μετά νιώθει ακόμη χειρότερα. Μιά ώρα μόνος του, αυτό μόνο. Μια ώρα.
Η Μαρίνα. Ταμίας σε super market. Είναι ξεθεωμένη στην δουλειά, παίρνει χάπια, που νομίζει ότι δεν την πιάνουν πια, ακόμη και όταν παίρνει δύο αντί για ένα. Ο Παύλος, κούριερ - συνέχεια τον βρίζουν, γελούσε στην αρχή, μετά όμως άρχισε να θυμώνει - θέλει να πει ότι δεν φταίει αυτός για τις καθυστερήσεις. Η Βάσω, κομμώτρια, έχει μείνει πίσω στις δόσεις. Ο Γιάννης, έχει να δει τον πατέρα του ένα μήνα. Ο Βαγγέλης, μάλλον θα την κλείσει την εταιρία, δεν βγαίνει. Η Λίντα, σκέφτεται να γυρίσει στην Αλβανία, και ας μην θέλουν τα παιδιά, τουλάχιστον εκεί έχει ένα κτήμα. Ο Τάσος, που το αφεντικό τον ταπεινώνει ακόμη περισσότερο τώρα που ξέρει ότι δεν θα βρει αλλού δουλειά. Η Σταματίνα που δεν μπορεί να διδάσκει από υπολογιστή, κάνει 8 ώρες να συνέλθει μετά το μάθημα, κοιμάται το πολύ 4 ώρες την ημέρα. Ο Κυριάκος, που κάνει λειτουργίες σε άδειο ναό και η μοναξιά του κόβει την ανάσα.
Η Λία, νοσηλεύτρια, με κρίσεις πανικού. Ο Κώστας, γιατρός, έχει μπουκάλι με ποτό στο αυτοκίνητο για να ηρεμεί. Ο Μάριος, διαβάζει δύο βιβλία την μέρα, αλλά το τέρας της κατάθλιψης δεν χορταίνει, το αισθάνεται μέσα του να μεγαλώνει, σε μια παράλληλη διάσταση από την οποία δεν ξεφεύγει. Η Σοφία, που μαγειρεύει συνέχεια για να απασχολείται και χαρίζει ή πετάει τα μισά φαγητά. Ο Άντελ , δεν έχει λεφτά να πάρει κάρτα να μιλήσει στην μητέρα του στην Αλγερία. Η Μίμης, τόσα χρόνια να αποτοξινωθεί και πήγαν χαμένα σε ένα μήνα, μετά από λίγα "φιλικά" τηλεφωνήματα "πήρα να δω τι κάνεις" από το βαποράκι... Ο Μάρκος, κρύβει από τους υπαλλήλους ότι ο εκδοτικός του χρωστάει χρήματα που είναι αδύνατον να βρει.
Η Αγγελική, ο Άρης, ο Νίκος, η Ευγενία, ο Παντελής, η Νίνα, ο Γιώργος, ο Γιάννης, ο Διονύσης. Αυτές τις μέρες όλοι δοκιμαζόμαστε. Ο καθένας με τον τρόπο του και στην ζωή του. Εσύ. Εγώ.
Μα... έτσι γίνεται και κανένας δεν είναι μόνος. Μας ενώνει το κοινό τραγούδι της δοκιμασίας.